Της Ραφαέλας – Γεωργίας Τσιμτσιλή,
Ο διαχωρισμός της πολιτικής από την θρησκεία, πόσο μάλλον ο διαχωρισμός Κράτους και Εκκλησίας, έχουν αναφερθεί πολλάκις τα τελευταία χρόνια. Με αφορμή την λήψη καίριων αποφάσεων για την κοινωνικό-οικονομική και πολιτική πορεία της χώρας, πραγματοποιούνται συχνά συναντήσεις των πολιτικών προσώπων με τους Ιεράρχες για την ανάλυση θεμάτων που δεν άπτονται της αρμοδιότητάς τους. Φαίνεται να αποτελεί μία παγιωμένη πρακτική, διότι ανεξαρτήτου κόμματος, καμία Κυβέρνηση δεν έχει παρεκκλίνει από αυτή έως σήμερα, δημιουργώντας ρήξη στην σχέση της με την Εκκλησία.
Η ελληνική Εκκλησία αποτελείται από περίπου 6.700 ΝΠΔΔ, με αυτοτελή διοίκηση και δική τους περιουσία – τα γνωστά αυθαίρετα της εκκλησιαστικής περιουσίας. Ενώ η συνολική της περιουσία ανέρχεται σε πολλά εκατομμύρια ευρώ, το κράτος χρηματοδοτεί τους μισθούς και τις συντάξεις των κληρικών, με το κόστος στον κρατικό προϋπολογισμό να ανέρχεται περίπου στα 200 εκατ. ευρώ. Φυσικά χρηματοδοτείται μόνο η επικρατούσα Εκκλησία, ενώ οι Καθολικοί καλύπτουν μόνοι τους τα έξοδα τους χωρίς κρατική ενίσχυση. Στον αντίποδα, σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως το Βέλγιο, δίνεται επιχορήγηση σε όλες τις θρησκείες, με την Καθολική Εκκλησία, αναλογικά, να λαμβάνει την μεγαλύτερη βοήθεια λόγω του μεγέθους και των αναγκών της.
Η θεμελιώδης αρχή της διάκρισης των εξουσιών του κράτους δικαίου περιλαμβάνει τρείς πυλώνες, την νομοθετική, την εκτελεστική και την δικαστική εξουσία. Από την αδυναμία της εκκοσμίκευσης του κράτους, γεννάται η σκέψη της πιθανής ύπαρξης μίας ακόμη εξουσίας, της εκκλησιαστικής. Δεν θα ήταν άτοπο να ειπωθεί αυτό, αν αναλογιστούμε την τεράστια επιρροή που εξ’ ακολουθεί να ασκεί η Εκκλησία στην ελληνική κοινωνία.
Οι Ιερείς έφεραν δριμύ αντίδραση στις μέχρι σήμερα περιορισμένες προσπάθειες αποτίναξης της εκκλησιαστικής επιρροής. Όπως για παράδειγμα, όταν πάλεψαν για την διατήρηση της αναγραφής των θρησκευτικών πεποιθήσεων στην αστυνομική ταυτότητα, κατεβαίνοντας σε πορεία στην πλατεία του Συντάγματος και ζητώντας την συγκέντρωση υπογραφών από τους πιστούς για την άρση της σχετικής νομοθεσίας. Δεν αντέδρασαν, γιατί το πρόσταξε η Ορθοδοξία, αλλά γιατί αγωνιούσαν στην σκέψη ότι θα έχαναν την ευημερία τους.
Ανώτατοι δημόσιοι λειτουργοί, συχνά χρωματίζουν τον λόγο τους με ρατσιστικό και ομοφοβικό περιεχόμενο, όπως οι Μητροπολίτες Αμβρόσιος, Σεραφείμ και Άνθιμος. Είναι τρεις από τους πιο προβεβλημένους ιερωμένους στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης. Ο λόγος τους είναι διχαστικός, ακραίος και σκοταδιστικός. Τα κηρύγματά τους ήταν και είναι κατά του συμφώνου συμβίωσης, εναντίον των μεταναστών και θα τους χαρακτήριζε κανείς ως αρνητές του κορωνοϊού σύμφωνα με τις τελευταίες τους δηλώσεις.
Ο κορωνοϊός φαίνεται να πιστεύουν ότι δεν μεταδίδεται μέσω της Θείας Κοινωνίας ή κάτω από την στέγη του Θεού. Ο πρώην Μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβρόσιος διαγνώστηκε θετικός στον κορωνοϊό, αλλά δεν δέχτηκε την φροντίδα των γιατρών φεύγοντας από το νοσοκομείο και θέτοντας σε κίνδυνο τους γύρω του. Ενώ λίγους μήνες μετά, σε ανάρτησή του μίλησε για μυστικές δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης που οδήγησαν την δημοκρατία σε απολυταρχικό καθεστώς. Όλα αυτά, γιατί θέλησε να οξύνει ξανά τα πνεύματα εν καιρώ πανδημίας και να δείξει την αδυναμία του να εκφέρει ενωτικό και εμψυχωτικό λόγο για όλους εκείνους τους πιστούς που το έχουν ανάγκη.
Σειρά είχε ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ, που σύμφωνα με τα λεγόμενά του ο ιός δεν μεταδίδεται μέσω της Θείας Κοινωνίας. Η επιστημονική εξήγηση που έδωσε, ήταν βασισμένη στα πρόχειρα μαθηματικά που έκανε, για τον αριθμό των πιστών που κοινώνησαν τους τελευταίους 10 μήνες στις εκκλησίες όλης της επικράτειας, σε σύγκριση με τον αριθμό των κρουσμάτων. Ενώ ο ελληνικός λαός δοκιμάζεται συνεχώς, ο λόγος των Πατέρων της Εκκλησίας γεννά διχασμό, που οδηγεί τους πολίτες στην περιφρόνηση των επιβαλλόμενων μέτρων.
Οι Εκκλησίες δέχονται μία απροκάλυπτη προστασία από το Κράτος χωρίς πολλές φορές αυτή η σχέση να είναι δούναι και λαβείν. Όταν οι πολιτικές σου αποφάσεις κατά την διάρκεια των δύο μέχρι στιγμής εγκλεισμών περιλαμβάνουν κλειστές επιχειρήσεις, με ότι αυτό συνεπάγεται, αλλά ανοιχτές εκκλησίες, γίνεται ορατή η αχίλλειος πτέρνα σου. Και θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν πολλές από τις πολιτικές επιλογές, υπό το πρίσμα της ανάγκης των πιστών για δημόσια λατρεία, αν δεν αποδεικνυόταν φιάσκο η διαβεβαίωση για την εφαρμογή αυστηρών περιορισμών στα φετινά Θεοφάνια. Δεν έλειψαν οι αυθαιρεσίες στις 6 Ιανουαρίου με πλήθος πιστών να συνωστίζεται έξω από τους ναούς, ενώ οι ήπιες έως ανύπαρκτες αστυνομικές δυνάμεις που ήταν παρούσες αρκέστηκαν στην επίπληξη από τα μεγάφωνα.
Εκ διαμέτρου αντίθετη πολιτική επιλέχθηκε, όταν με βία, προσαγωγές και πρόστιμα έδειξαν το αυστηρό τους πρόσωπο τα όργανα της τάξης, σε όσους παράκουσαν τις κρατικές εντολές στις 17 Νοέμβρη και στις 6 Δεκεμβρίου. Ο κόσμος αντέδρασε σε αυτή την αδικία, όχι γιατί δεν πάρθηκαν βίαια μέτρα ξανά, αλλά γιατί υπήρξε άρρηκτη σύνδεση των μέτρων με το προφίλ των πολιτών που ήταν παρόντες. Το αίτημα για αναθεώρηση του άρθρου 3 του Συντάγματος, περί επικρατούσας θρησκείας, βρίσκει έρεισμα σε τέτοιες περιπτώσεις διακρίσεων.
Ο μισαλλόδοξος λόγος των Ιερέων κλονίζει την θρησκευτική συνείδηση κάποιων Ελλήνων και συγκεκριμένα της νέας γενιάς. Δυστυχώς η εκκλησία προβάλει συνεχώς την άρνησή της στην αλλαγή του κρατικοδίαιτου και πελατειακού συστήματος συμφερόντων. Η απροθυμία μίας μερίδας κληρικών να συνδράμουν στον κοινό αγώνα κατά της πανδημίας και η προσπάθεια αποποίησης της κοινωνικής τους ευθύνης, θα οδηγήσει μακροπρόθεσμα σε μία θρησκευτική πόλωση.