Του Γιώργου Κυριακού,
Ο Κέυνς ήθελε κράτος. Αυτό τον διαφοροποίησε στην εποχή του. Σε αντίθεση με την κυρίαρχη οικονομική αντίληψη μέχρι τη δεκαετία του ‘30, στεκόταν κριτικά απέναντι στην αποκαλούμενη «ελεύθερη αγορά», όπου το «αόρατο χέρι» του Σμιθ ήταν παντοδύναμο και η προσφορά θα μπορούσε να φτάνει πάντοτε σε τέλεια ισορροπία με τη ζήτηση, παρά τις όποιες έκτακτες καταστάσεις, αν και εφόσον συνέβαιναν. Αναγνώριζε ότι ο καπιταλισμός μπορεί να έχει περιόδους ύφεσης, όμως δεν έπαυε να θεωρεί το σύστημα ως το καλύτερο γενικά για τον άνθρωπο. Είχε αντιταχθεί ενεργά στο σοσιαλισμό, τον Μπολσεβικισμό και τη Σοβιετική Επανάσταση.
Ονομαζόταν Τζον Μέυναρντ Κέυνς και γεννήθηκε στην Αγγλία το 1883. Εκείνο που έκανε ήταν να προτείνει «συνταγές» για την αντιμετώπιση των οικονομικών υφέσεων, με το θεσμό του κράτους να έχει το ρόλο του πρωταγωνιστή. Για εκείνον, οι κρίσεις ήταν απόρροια μη «ενεργού ζήτησης» -όπως την χαρακτήριζε- των προϊόντων, και ως εκ τούτου το κράτος θα έπρεπε να τακτοποιήσει το ζήτημα, τονώνοντας τη συνολική ζήτηση. Ναι, ο Κέυνς σκεφτόταν μόνο ζήτηση! Πώς θα την τόνωνε; Με μείωση των φόρων, με αύξηση των δημοσίων δαπανών, με μείωση των επιτοκίων, για να αυξηθούν οι επενδύσεις. Αυτά θα τόνωναν την οικονομία και θα μετατόπιζαν την καμπύλη ζήτησης σε μια υψηλότερη θέση, αυξάνοντας την παραγωγή, την απασχόληση και μειώνοντας την ανεργία. Η κατάσταση θα βελτιωνόταν για όλους και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…
Η απήχηση του Κέυνς εδράζεται στην έντονη περίοδο την οποία έζησε και στο ότι προσπάθησε να σκεφτεί πώς θα τσακίσει την ανεργία της δεκαετίας του ‘30 που κάλπαζε. Η μεγάλη ύφεση της περιόδου παρακίνησε πολλούς να σκεφτούν για την εγκυρότητα της Κλασικής Οικονομικής Θεωρίας, που υποστήριζε ότι, αν οι δυνάμεις της αγοράς αφήνονταν μόνες τους να αλληλεπιδράσουν -χωρίς παρεμβάσεις του κράτους ή άλλων φορέων, όπως συνδικάτα- τότε η οικονομία θα κατέληγε στην ισορροπία με πλήρη απασχόληση. Η θεωρία δεν έπεισε στην πράξη και δημιουργήθηκε η επιθυμία για ένα νέο υπόδειγμα που θα εξηγούσε τι πήγε λάθος και θα πρότεινε λύσεις που θα ανακούφιζαν την κοινωνία από την οικονομική δυσπραγία που βίωνε.
Ο Κέυνς το 1936 έγραψε τη «Γενική θεωρία της Απασχόλησης, του Επιτοκίου και του Χρήματος», που για πολλούς έμελλε να γίνει «ευαγγέλιο», ενώ άλλοι τον κατηγόρησαν πως προτείνει μέτρα επιφανειακά, χωρίς να εμβαθύνει στην πηγή των ζητημάτων. Όπως περιέγραψε ο Λάρι Έλιοτ, οικονομικός συντάκτης της Guardian, η χρήση του κεϋνσιανισμού μοιάζει με το φούσκωμα ενός ξεφούσκωτου λάστιχου: «Μόλις έχει φουσκώσει πλήρως, δεν υπάρχει ανάγκη να συνεχίσεις να φουσκώνεις».
Όπως σημειώθηκε νωρίτερα, ο Κέυνς αναγνώριζε τις κρίσεις του καπιταλισμού ως απόρροια μη «ενεργού ζήτησης» και πρότεινε την παρέμβαση του κράτους με λήψη μέτρων αναπροσαρμογής -δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής- ώστε να επιστρέψει η ισορροπία προσφοράς και ζήτησης στο επίπεδο της πλήρους απασχόλησης. Ήταν ένα σημείο έντονων συζητήσεων μεταξύ κεϋνσιανής πλευράς και του ορθόδοξου οικονομικού δόγματος της εποχής.
Η μη ουδετερότητα του χρήματος και η ακαμψία των τιμών σε συνδυασμό με το νόμο του Say, αποτέλεσε έναν δεύτερο πυρήνα αντίθεσης μεταξύ των δύο σχολών σκέψης. Η μεν κλασσική σχολή διακήρυττε πως το χρήμα είναι ουδέτερο με την έννοια ότι χρησιμοποιείται, για να διευκολύνει, απλώς, τις συναλλαγές των ατόμων. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, δεν ήταν νοητή η διακράτηση χρήματος σαν απόθεμα αξίας. Για αυτό οι περισσότεροι κλασσικοί πίστευαν και στο νόμο του Say, ότι δηλαδή η αγορά ενός προϊόντος γίνεται μέσω της αξίας ενός άλλου προϊόντος, με το χρήμα να είναι το ενδιάμεσο όχημα της ανταλλαγής αυτής. Από τη στιγμή, δηλαδή, που κάποιος ξεκινά να παράξει κάτι (ή πουλάει την εργατική του δύναμη, για να παραχθεί) σκοπός του δεν μπορεί παρά να είναι να το ανταλλάξει, χρησιμοποιώντας το χρήμα ως ενδιάμεσο, με κάτι άλλο που θα του είναι χρήσιμο και ωφέλιμο.
Την άποψη αυτή, ο Κέυνς τη συνόψισε στη φράση: «η προσφορά δημιουργεί τη δική της ζήτηση» και την κατέρριψε. Είναι αμφίβολο αν ο Say είπε ποτέ αυτό ακριβώς, γιατί σίγουρα δεν το έγραψε. Όπως και να ‘χει, ο πρώτος υποστήριξε την «μη ουδετερότητα του χρήματος», ότι δηλαδή το χρήμα εκτός από την προαναφερθείσα λειτουργία του, αποτελεί, επιπλέον, αποθεματικό αξίας και όταν το άτομο νιώσει ανασφάλεια, τότε πολύ εύκολα θα αποταμιεύσει μέρος των χρημάτων που απέκτησε από πώληση του δικού του προϊόντος, χωρίς δηλαδή να ζητάει να αγοράσει κάτι με αυτά.
Ο Κέυνς θεωρούσε πως η Γενική του Θεωρία περιλάμβανε την κλασική οικονομική σκέψη ως μια ειδική της περίπτωση. Ο αντίποδας θέλει την θεωρία του ως μια ειδική κατάσταση που στοχεύει να διορθώσει ένα μικρό τμήμα του οικονομικού κύκλου στο καπιταλιστικό σύστημα: αυτό της ύφεσης.
Σωστός ή εσφαλμένος, ήταν πρωτοπόρος και άσκησε μεγάλη επίδραση στην οικονομική επιστήμη. Ήταν ηθικολόγος με την ευρεία έννοια της λέξης, διότι στο πίσω μέρος του μυαλού του υπήρχε το ερώτημα: Ποιος είναι ο σκοπός των οικονομικών; Πώς η οικονομική δραστηριότητα συνδέεται με το «ευ ζην»; Πόση ευημερία χρειαζόμαστε, για να ζούμε «συνετά, ευχάριστα και καλά»;
Όσο δεν βρίσκουμε απάντηση στα ερωτήματα αυτά, τόσο περισσότερο αξίζει να συζητάμε, να σκεφτόμαστε, και πάλι από την αρχή.
Αναφορές
- “Η Κεϋνσιανή προσέγγιση της αγοράς εργασίας και της ανεργίας”, Social Policy. Διαθέσιμο εδώ.
- “Το Κραχ Του ’29, Το New Deal Και Ο Keynes”, Power Politics. Διαθέσιμο εδώ.
- “Σύγκριση των μακροοικονομικών υποδειγμάτων Keynes – Κλασσικής Σχολής υπό το πρίσμα των νεότερων μακροοικονομολόγων”, Ιουστίνος Ζηστίδης. Διαθέσιμο εδώ.
- “Όταν έκλαψε ο Κέυνς”, Capital. Διαθέσιμο εδώ.
- “Ο παραλογισμός των οικονομικών του J. M. Keynes”, Ελεύθερη Αγορά. Διαθέσιμο εδώ.