Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Οι Βαλκανικοί πόλεμοι αποτέλεσαν για την Ελλάδα το πρώτο και αποφασιστικό βήμα για την εκπλήρωση των γεωγραφικών της στόχων. Πέραν από τις πολεμικές επιχειρήσεις, ιδιαίτερη μνεία χρειάζονται και οι υγειονομικές υπηρεσίες, καθώς είχαν ένα καίριας σημασίας καθήκον, που ήταν η περίθαλψη των τραυματισμένων στρατιωτών, η οποία όσο καλύτερα λειτουργούσε τόσο πιο πολύ βοήθεια θα προσέφερε στο μέτωπο. Σε αυτή την περίοδο, λοιπόν, παρατηρούμε μια αλλαγή ως προς τη λειτουργία τους και αυτό γιατί καταργούνται τα όχι και τόσο αποτελεσματικά κινητά χειρουργεία και τα νοσοκομεία εκστρατείας και τη θέση τους παίρνουν τα ορεινά και πεδινά χειρουργεία, οι μοίρες τραυματιοφορέων και τα νοσηλευτικά τμήματα. Πλέον, η κάθε μεραρχία θα συνοδευόταν από 2-3 κινητά χειρουργεία, 1 μοίρα τραυματιοφορέων και 1-2 νοσηλευτικά τμήματα.
Εξετάζοντας τώρα την κατάσταση από την πλευρά των μετώπων, θα ξεκινήσουμε από αυτό της Μακεδονίας. Εδώ, οι άνθρωποι της Υγειονομικής Υπηρεσίας των Μετόπισθεν ήταν αντιμέτωποι με ένα δύσκολο εγχείρημα, καθώς η οργάνωση είχε προβλήματα και ο ανεφοδιασμός ήταν δυσχερής. Αυτές οι αδυναμίες αντανακλώνται και στο πεδίο της μάχης, με τις μάχες του Σαραντάπορου και των Γιαννιτσών ν’ αντιμετωπίζουν προβλήματα σχετικά με τον ανεφοδιασμό και τη διακομιδή των τραυματιών. Τα πρώτα νοσοκομεία που διαμορφώθηκαν για τις ανάγκες του πολέμου, βρίσκονταν στην Ελασσόνα και τη Λάρισα, όπου ο αριθμός των κλινών κυμαινόταν στις 1.000. Όταν ο στρατός άρχισε να «καλπάζει» προς βορά, δημιουργήθηκαν και άλλα νοσοκομεία εκστρατείας σε Θεσσαλονίκη (που μόνη της είχε 1.600 κλίνες), Σέρβια, Κοζάνη και άλλου. Μέσα από αυτά, δόθηκε μια μεγάλη ανάσα για την όσο το δυνατόν καλύτερη συνέχιση του αγώνα. Συνολικά σε αυτόν τον τομέα των επιχειρήσεων νοσηλεύτηκαν 3.700 ασθενείς, με τη θνησιμότητα να είναι κοντά στο 1%.
Ως προς το τμήμα της Ηπείρου και εκεί υπήρχαν δυσκολίες, που αφορούσαν την ανυπαρξία του οδικού δικτύου και τις χαμηλές θερμοκρασίες. Η αργή εξέλιξη όμως, των επιχειρήσεων βοηθούσε στην οργάνωση των ενεργειών. Νοσοκομεία συναντάμε σε Αμφιλοχία, Άρτα, Πρέβεζα και αλλού με περίπου 2.500 κλίνες, ωστόσο, εκεί υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός απωλειών, λόγω του μεγάλου αριθμού τραυματιών, των κρυοπαγημάτων και των παθολογικών αιτιών.
Τέλος, πέραν από τα νοσοκομεία που ήταν λίγο έξω από το πεδίο της μάχης, έχουμε και αυτά στον κυρίως κορμό της χώρας, στα μεγάλα αστικά κέντρα. Για τις ανάγκες του πολέμου, ιδρύθηκαν ειδικές μονάδες, ενώ χρησιμοποιήθηκαν και κλίνες από υπάρχοντα νοσοκομεία. Συνολικά, ο αριθμός των κλινών στο εσωτερικό της Ελλάδας, ήταν στις 20.000. Η συμβολή όλων αυτών των μονάδων και των ανθρώπων που τις στελέχωναν, είναι τέτοια που θα μπορούσε να συγκριθεί με τους αγώνες που κατέβαλαν οι στρατιώτες την ώρα της μάχης, καθώς πάλευαν να κρατήσουν στη ζωή, τους τραυματισμένους στρατιώτες.
Έπειτα, οι εμπειρίες που αποκόμισαν οι ελληνικές υπηρεσίες από τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο φάνηκαν κάτι παραπάνω από χρήσιμες, για την πορεία των επιχειρήσεων, καθώς μπόρεσαν να έχει μια καλύτερη προετοιμασία, σχετικά με το έμψυχο και το άψυχο δυναμικό. Σε αυτή την φάση ωστόσο, είχαν να αντιμετωπίσουν μια μεγάλη δυσκολία, λόγω της ισχυρότερης έντασης των μαχών, που οδήγησε στην αύξηση του αριθμού των τραυματιών, αλλά και των απωλειών.
Ο κύριος όγκος των περιστατικών μεταφερόταν στη Θεσσαλονίκη που φιλοξένησε 25.000 τραυματίες (εκ των οποίων το 1% απεβίωσε) και 15.000 παθολογικά ασθενείς. Στην ενδοχώρα υπήρχαν εκείνο το διάστημα 20.000 κλίνες.
Αυτό όμως, που επιβάρυνε ακόμη περισσότερο την όλη κατάσταση, ήταν τα κρούσματα χολέρας στον ελληνικό στρατό, που κάνει την εμφάνισή της στις 14 Μαΐου 1913. Οι πρώτες χώρες που είχαν μολυνθεί, ήταν η Βουλγαρία και η Οθωμανική αυτοκρατορία, ήδη από τον Α΄ Βαλκανικό. Τελικά, η κατάσταση επιδεινώθηκε για όλες τις πλευρές και έτσι εξελίχθηκε σε επιδημία. Οι χειρισμοί των Ελλήνων αρμοδίων ήταν εξαιρετικοί, αφού φρόντισαν για τον καθορισμό υγειονομικών ζωνών, τη δημιουργία συνθηκών απομόνωσης, τον εμβολιασμό, τόσο του στρατεύματος όσο και του γενικού πληθυσμού κοντά στις εστίες μόλυνσης, με τον αριθμό τους να κυμαίνεται στους 500.000 ανθρώπου (150.000 στρατιώτες και 350.000 πολίτες).
Είδαμε εν συντομία το πώς λειτούργησαν οι υγειονομικές υπηρεσίες στους Βαλκανικούς Πολέμους, συμβάλλοντας και αυτές με τη σειρά τους, στο δύσκολο έργο του πολέμου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Δημήτρης Ντούρος, 2014, «Το τραύμα ως βίωμα: οι ασθένειες μέσα από τις αφηγήσεις των πρωταγωνιστών των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913), στο: Βαλκανικά Σύμμεικτα, τεύχος 16, σ. 83-108
- Γρηγόριος Σκαμπαρδώνης, Νικόλαος Σχίζας, Αλέξανδρος Καρδούλης 2013, «Η υγειονομική υπηρεσία κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913», Ιατρική Επιθεώρηση Ενόπλων Δυνάμεων 1, σ. 13-33