Του Κωνσταντίνου Δήμου,
Βροχή. Βαρεμάρα. Καραντίνα. Είσαι μέσα στο σπίτι μόνος και δεν ξέρεις τι να κάνεις. Αποφασίζεις να δεις μια ταινία για να περάσεις την ώρα σου. Συνειδητοποιείς ότι το συνοικιακό βίντεο κλαμπ είναι κλειστό είτε λόγω της καραντίνας είτε ότι εδώ και πολύ καιρό λόγω της πρόσφατης οικονομικής κρίσης και της αναδουλειάς έχει βάλει λουκέτο. Καταριέσαι που δε γεννήθηκες στα 80s, στη χρυσή εποχή της βιντεοκασέτας. Λες στον εαυτό σου: «OK, boomer, αρκετά γκρίνιαξες, αλλά εσύ θες να δεις ταινία αυτή τη στιγμή, όχι να κάνεις σαιξπηρικό εσωτερικό μονόλογο για τη ματαιότητα της ζωής και την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι». Αναγκάζεσαι να καταφύγεις στην αμέσως επόμενη λύση και ανταγωνιστή των βίντεο κλαμπ, το δήμιο των streaming υπηρεσιών που ακούει στο όνομα Netflix, Amazon Prime, Disney+ και HBO Max. Αφότου ανοίξεις την εφαρμογή από τη συσκευή της επιλογής σου, ο θαυμαστός κόσμος του θεάματος των ζωηρών εναλλασσόμενων thumbnails ξεδιπλώνεται μπροστά σου. Οι επιλογές; Αμέτρητες και διαθέσιμες ανά πάσα ώρα και στιγμή, εφόσον έχεις σταθερή σύνδεση στο διαδίκτυο. «Καταραμένη τεχνολογία», αναφωνεί ο παλιομοδίτης παππούς που κρύβεις μέσα σου, «τι άλλο θα σκεφτούν για να μας τα πάρουν;». Ωστόσο, δε διαφαίνονται στον ορίζοντα άλλες διαθέσιμες επιλογές, εκτός άμα -γκουχ γκουχ- γίνεις πειρατής. Κάποια στιγμή, πάνω στην ατελείωτη αναζήτησή σου μέσα από τόνους και τόνους οπτικοακουστικού περιεχομένου, πέφτεις πάνω σε έναν σύντομο τίτλο μόλις τριών λέξεων: Natural Born Killers (ελληνιστί «Γεννημένοι Δολοφόνοι»).
Θυμάσαι αμυδρά ότι σε ένα ντοκιμαντέρ που έχεις δει στο μακρινό παρελθόν με θέμα την παραβατική συμπεριφορά των εφήβων και τη βία έδειχνε πλάνα από τη συγκεκριμένη ταινία. Η περιέργειά σου χτυπάει κόκκινο. Τσεκάρεις στα γρήγορα τα στοιχεία του φιλμ. Συνολική διάρκεια: 2 ωρίτσες. Πένα. Επιφανές cast γνωστών ηθοποιών; Τσεκ. Σκηνοθέτης; Oliver Stone, ο ίδιος τύπος που σκηνοθέτησε το άκρως καυστικό για τον πολιτικοκοινωνικό σχολιασμό του πολέμου του Βιετνάμ Platoon (1986), την επική δραματοποίηση της ζωής του Μεγάλου Αλεξάνδρου (2004), αλλά και την πιο πρόσφατη βιογραφική ταινία του πληροφοριοδότη Edward Snowden (2016). Σενάριο; Δύο λέξεις: Quentin Tarantino. O μικρός Γιανάκης (με ένα «ν» παρακαλώ) αναφωνεί: «Ουάου! Στην αρχή είχες το ενδιαφέρον μου, τώρα έχεις την προσοχή μου!». Αποφεύγω να δω το όποιο τρέιλερ, αφού συνήθως είναι γεμάτα με spoilers ή φανερώνουν πολλές πτυχές της πλοκής, και χωρίς πολλά-πολλά περνάω κατευθείαν στο ψητό. Μετά το πέρας δύο ατελείωτων ωρών, έμεινα να κοιτάζω το υπερπέραν για άλλες δύο ώρες, αναρωτώμενος: «Τι στο διάολο είδα μόλις τώρα;».
Από πού να ξεκινήσω λοιπόν; Η θέαση του Natural Born Killers μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο με μία λέξη: δύσκολη. ΠΟΛΥ δύσκολη. Το σενάριό του θυμίζει ένα πειραματικό θεατρικό εργαστήρι εναλλακτικής τέχνης, δηλαδή είναι κάτι το εντελώς αφηρημένο και χωρίς συγκροτημένη δομή και συνοχή. Η πλοκή μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: αφότου ο Mickey Knox (Woody Harrelson) σκοτώσει τον βιαστή πατέρα της Mallory Knox (Juliette Lewis), το ζεύγος ενώνεται με τα δεσμά του γάμου και αποφασίζουν να επιδοθούν στο «καλλιτεχνικό» έργο τους ως ψυχοπαθείς-δολοφόνοι, σπέρνοντας το χάος στο διάβα τους μέχρι και το αιματηρό climax της τελευταίας πράξης του φιλμ. Εκ πρώτης όψεως, η ιστορία του ακούγεται απλοϊκή έως κακόγουστη, για να μην αναφέρω την κακότεχνη εκτέλεσή της: οι εξαιρετικά βίαιες απολαύσεις τους, εκτός από βίαια τέλη, δε συνοδεύονται από την απονομή δικαιοσύνης, η οποία και θα εκπλήρωνε την αίσθηση ηθικού δικαίου του θεατή, πράγμα στο οποίο μας έχουν «κακομάθει» οι ταινίες του είδους τα τελευταία χρόνια.
Ωστόσο, αυτή η επιλογή είναι ενσυνείδητη και υπάρχει μια υποβόσκουσα λογική από πίσω, άμα κάποιος καταδεχθεί να παρατηρήσει προσεκτικά. Η ταινία είναι επιτηδευμένα κακή, επειδή δε θέλει να ζαχαρώσει το νιχιλιστικό της μήνυμα: δεν υπάρχει -και ούτε αποδίδεται πάντοτε- δικαιοσύνη στον πραγματικό κόσμο. Άλλωστε, κάτι τέτοιο δεν θα ήταν ρεαλιστικό. Η παρηκμασμένη κοινωνία στην οποία ζούμε και βιώνουμε καθημερινά είναι ανίκανη και δε θα μπορέσει ποτέ να αποτρέψει, πόσω μάλλον να εξαφανίσει, την έξαρση περιστατικών βίας στον κατά τα άλλα πολιτισμένο κόσμο. Αντίθετα, οι συνθήκες της κοινωνίας ευνοούν την ύπαρξη δυσλειτουργικών ατόμων, γιατί ακριβώς τους επιτρέπει να ενεργούν ελεύθερα εντός των πλαισίων της χωρίς φαινομενικά καμία απολύτως συνέπεια. Οι κοινωνικοί θεσμοί που υποτίθεται ότι δρουν προς το συμφέρον της κοινωνίας, με σκοπό την πάταξη της εγκληματικότητας και τη συμμόρφωση τέτοιων ατόμων με ενσυνείδητη (ή παθολογική) ροπή προς τη βία, αποτυγχάνουν παταγωδώς, διότι οι ίδιοι αποτελούν μέρος του προβλήματος.
Οι δομές της εξουσίας, της αστυνομίας και του Τύπου είναι εξίσου διεφθαρμένες, εξακολουθώντας να διαχέουν το πρόβλημα της βίας που έχουν ορκιστεί να αντιμετωπίσουν. Οι δομές αυτές εκπροσωπούνται μέσα στο φιλμ από άλλους τρεις ηθοποιούς, των οποίων οι ερμηνείες είναι εξίσου υπερβολικές και πομπώδεις, ίσως ακόμη και πιο «παλαβές» από αυτές των δύο πρωταγωνιστών, προκειμένου να καταδείξουν ότι και αυτοί απέχουν πολύ από αυτό που μπορεί να οριστεί ως φυσιολογικό. Ενδεικτικά, ο αστυνομικός (Tom Sizemore) που καταδιώκει το ζεύγος Knox είναι και αυτός βίαιος και αμοραλιστής, με τη διαφορά ότι βρίσκεται στη σωστή (;) πλευρά του νόμου. Ο διευθυντής των φυλακών (Tommy Lee Jones) είναι διεφθαρμένος, σαδιστής και άλλο ένα επιχειρηματικό γρανάζι του καπιταλισμού, που είναι πρόθυμος να πατήσει επί πτωμάτων προκειμένου να διαφημίσει τη φυλακή του και να χτίσει το κεφάλαιό του στις πλάτες των τροφίμων του. Όσο για τον Τύπο, ο Robert Downey Jr. αναλαμβάνει τον ρόλο ενός ανήθικου δημοσιογράφου, ο οποίος επιθυμεί να αναγνωριστεί με το ρεπορτάζ του πάνω στους αιμοδιψείς Knox στην εκπομπή-ριάλιτι “American Maniacs” που παρουσιάζει. Και οι τρεις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω εμφανίζονται συνεπείς στο μιμίδιο της βίαιης συμπεριφοράς, με τη διαφορά ότι η βία που ασκείται από αυτούς τους φορείς είναι κοινωνικά ανεκτή (αστυνομική βία, πολιτική βία, ψυχαγωγική βία).
Συνεπώς, εδώ προκύπτει το ερώτημα: είναι η βία εργαλείο ή έμφυτη συμπεριφορά; Απάντηση: και τα δύο. Οι Knox χρησιμοποιούν τη βίαιη συμπεριφορά τους ως την πανάκεια για την επίλυση όλων των προβλημάτων τους, ενώ οι «νομοταγείς» εργαλειοποιούν τη βία για την πάταξη των πρώτων, αλλά και για το προσωπικό τους συμφέρον (σεξουαλική ηδονή, χρήμα, αναγνώριση αντίστοιχα). Η ηθικά παρηκμάζουσα και άκρως καταναλωτική κοινωνία σατιρίζεται απροκάλυπτα στην ταινία, με στόχο να αναδείξει την αυτοκαταστροφική της συμπεριφορά. Παθολογικοί στυγνοί δολοφόνοι ειδωλοποιούνται από τα ΜΜΕ, γίνονται “cool” και κοινωνικά αποδεκτά πρότυπα μιας ξεστρατισμένης νεολαίας, ενώ η γοητεία του «ασυμβίβαστου» που μπορεί να ασκήσει ένα αντικομφορμιστικό δίδυμο τύπου Bonnie&Clyde είναι αρκετό για την εμπορευματοποίηση και την προώθηση επωνυμιών, κανονικοποιώντας τη βία στον βωμό της φήμης και του κέρδους. Η βία λοιπόν είναι η κεντρική θεματική αυτής της ταινίας: δεν μπορείς να συνομιλήσεις μαζί της, ούτε να διαπραγματευτείς, να τη συμβιβάσεις, ούτε καν να την κατανοήσεις. Η εκλογίκευση της βίας είναι αδύνατη, ο περιορισμός της προσωρινός, το μιμίδιο της βίας ενυπάρχει σε λανθάνουσα κατάσταση σε όλους μας ανεξαιρέτως, με τη διαφορά ότι σε κάποιους δυστυχώς εκφράζεται σε υπερθετικό βαθμό. Ο μόνος τρόπος να την αντιμετωπίσεις είναι με περισσότερη βία. Συνεπώς, η καταστολή της βίας με συμβατικά μέσα είναι αδύνατη, καθώς η βία απλώς θα φέρει βία, σε έναν ατέρμονο κύκλο μίσους, εκδίκησης και επίλυσης διαφορών.
Μάλιστα, η ταινία δε διστάζει να πρωτοτυπήσει στον τρόπο κινηματογράφησής της, εναλλάσσοντας διαρκώς -μερικές φορές ακόμη και από πλάνο σε πλάνο- τουλάχιστον 18 διαφορετικούς τρόπους κινηματογραφίας. Ο σκοπός της ταινίας δεν είναι να ψυχαγωγήσει, ούτε να πει μια ιστορία με βαθιά φιλοσοφικά νοήματα που θα καθηλώσει τα πλήθη, παρά να γίνει η ίδια το μήνυμα, εξαπολύοντας μια «βίαιη» επίθεση σε όλες αισθήσεις του θεατή, εξ ου και οι συχνότατες εναλλαγές μεταξύ φίλτρων, στυλ, έγχρωμης και ασπρόμαυρης κινηματογράφησης, ακόμη και καρτουνίστικης αποτύπωσης, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει την αποφυγή των βάναυσων σκηνών (gore). Γι’ αυτόν τον λόγο, το τελικό αποτέλεσμα της ταινίας είναι ένας επιληπτικός αχταρμάς χρωμάτων και έντονων φώτων σε κάθε καρέ, με τους συντελεστές να έχουν μάλλον… «χαπακωθεί». Σουρεαλιστικά σκηνικά, αφαιρετικές σκηνές βίας και σεξουαλικότητας χωρίς κανένα πλαίσιο (context) και μια ασύνδετη ροή της πλοκής είναι αρκετά για να επιτεθεί στον θεατή, σπάζοντας τον 4ο τοίχο έτσι ώστε να τον μπερδέψει, να τον συγχύσει, να τον κουράσει. Η επιλογή αυτή είναι μάλλον σκόπιμη, καθώς προσπαθεί να αποτυπώσει τη νοσηρή οπτική σκοπιά των πρωταγωνιστών για την κοινωνία και τη ζωή γενικότερα. Δεν υπάρχει λογική στα κίνητρα των πρωταγωνιστών, όπως επίσης δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την ίδια την παράνοια. Ειδάλλως, το παράλογο δεν θα μπορούσε ipse facto να υπάρξει. Τουλάχιστον αυτή είναι η ερμηνεία μου από την προσωπική μου εμπειρία.
Για να συνοψίσουμε όμως, τι είδους ταινία είναι τελικά το «Γεννημένοι Δολοφόνοι»; Είναι μια μεθοδευμένη επίθεση στην καλαισθησία και στις ηθικές μας αξίες, ή ένα παρεξηγημένο αριστούργημα που έχει ως σκοπό να καταδείξει, να καυτηριάσει, να αμφισβητήσει, να προκαλέσει την εσφαλμένη μας πεποίθηση ότι έχουμε εξελιχθεί ως ανθρώπινο είδος πέρα από το στάδιο ενός αταβιστικού homo habilis; Η απάντηση είναι μάλλον σύνθετη και σίγουρα ασαφής. Δεν μπορώ να προτείνω μια character-study ταινία που σκοπίμως περνάει κρίση ταυτότητας για να αποδώσει αλληγορικά και σατιρικά μηνύματα σε μια κουλτούρα decadence, όπου το κεντρικό μήνυμα είναι το εξής: «Ο πολιτισμός κατασκευάστηκε για να καλύψει τα ζωώδη ένστικτα του βασιλιά ανθρώπου, αλλά η ζούγκλα δεν είναι εκεί έξω, αλλά μέσα μας. Ο αγώνας της ύπαρξής μας είναι μάταιος. Κερδίσαμε!». Δεν είναι τυχαίο ότι ο τότε άσημος σεναριογράφος Tarantino αρχικά την αποκήρυξε, επειδή οι αλλαγές στο σενάριο πλέον δεν αντιπροσώπευαν το αρχικό όραμα που είχε για την ταινία. Ωστόσο, μέχρι και σήμερα θεωρείται η 8η πιο controversial ταινία όλων των εποχών. Υπάρχουν καλύτερες ταινίες εκεί έξω που παραδίδουν την αποδόμηση του χαρακτήρα με έναν πολύ πιο ευθύ και κατανοητό τρόπο, χωρίς σκηνοθετικά τρικ και ακατάληπτες φανφάρες, αλλά με την τρέλα να ενσκήπτει από τις ίδιες τις κοινωνικές συνθήκες, όπως το Taxi Driver του Μάρτιν Σκορτσέζε, το Κουρδιστό Πορτοκάλι του Στάνλεϋ Κιούμπρικ, το Falling Down του Τζόελ Σουμάχερ ή ακόμα και το πιο πρόσφατο, Τζόκερ (2019), του Τοντ Φίλιπς. Στην προκείμενη όμως περίπτωση η τρέλα είναι αυτοφυής από την αρχή και απλώς γιγαντώνεται από μια ήδη ηθικά παραπαίουσα κοινωνική δομή.
ΕΤΥΜΗΓΟΡΙΑ: Μόνο για τους τολμηρούς σινεφίλ που αρέσκονται σε πειραματισμούς.
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: 2/10