Της Μαρίας Τσέα,
Περί τα τέλη του 1814, ο Νικόλαος Σκουφάς, από την Άρτα, άνθρωπος με τίμιο χαρακτήρα, πολύπειρος, αλλά μάλλον άσημος και με λίγη παιδεία εφοδιασμένος, άλλοτε υπάλληλος εμπορικού οίκου, συνέλαβε πρώτος στην Οδησσό την ιδέα της σύστασης μιας πολιτικής εταιρείας, την οποία ονόμασε «Εταιρεία των Φιλικών». Ο άσημος αυτός θεμελιωτής αρχικά, παρέλαβε άσημους συνεργάτες, και, αφού τους αποκάλυψε τον σκοπό του, συνεννοήθηκαν για τον τρόπο, με τον οποίο η Εταιρεία θα προοδεύσει.
Μέχρι το 1817, η πρόοδος που σημείωσε η Φιλική Εταιρεία στο εξωτερικό, ήταν λίγη, ενώ εντός Ελλάδος η δράση της παρέμενε εντελώς άγνωστη. Έτσι, τον Απρίλιο του 1818, ο Σκουφάς μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου μαζί με τους συνεργάτες του, άρχισαν να δρουν με μεγαλύτερη επιτυχία, καθώς η Οθωμανική αυτοκρατορία δεν διέθετε αστυνομία για να τους ανακαλύψει.
Η διάρθρωση της Φιλικής Εταιρείας στηρίχθηκε στα οργανωτικά πρότυπα των Καρμπονάρων και των Ελευθεροτεκτόνων. Η ηγετική της ομάδα αποκαλείτο «η Αόρατος Αρχή» και περιβλήθηκε από την πρώτη στιγμή με τέτοια μυστική αίγλη, ώστε να πιστεύεται ότι συμμετείχαν σε αυτήν πολλές σημαντικές προσωπικότητες, όχι μόνον Έλληνες μα και ξένοι, όπως ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ της Ρωσίας. Στην πραγματικότητα, τον πρώτο καιρό ήταν μόνο οι τρεις ιδρυτές της. Κατά την τριετία 1815-1818, εισήχθησαν στο διοικητικό κορμό πέντε ακόμη μέλη, ενώ μετά το θάνατο του Σκουφά άλλα τρία.
Μετά το θάνατο του Σκουφά, το 1818, προκλήθηκαν έριδες, μεταξύ των μελών. Αποφασίστηκε να φτιάξουν κατά τόπους γραφεία της Εταιρείας, στα οποία οι απεσταλμένοι Απόστολοι ενεργούσαν με στόχο την κατήχηση των εταίρων και την είσπραξη των χρηματικών καταβολών για τον εξοπλισμό του Έθνους. Το ίδιο έτος, η Αόρατος Αρχή μετονομάστηκε σε «Αρχή των Δώδεκα Αποστόλων», με κάθε Απόστολο να αναλαμβάνει την ευθύνη μιας περιφέρειας. Οι Απόστολοι της Φιλικής Εταιρείας ήταν δώδεκα. Ορίστηκαν από το Νικόλαο Σκουφά, όταν αυτός έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, μετά τη μεταφορά της έδρας της Εταιρείας εκεί.
Οι Απόστολοι ήταν οι εξής: ο Γεωργάκης Ολύμπιος για την ταραγμένη περιοχή της Σερβίας, ο Δημήτρης Βατικιώτης για τη Βουλγαρία, ο Κωνσταντίνος Πεντεδέκας για τη Ρουμανία, ο Ανδρέας Λουριώτης για την Ιταλία, ο Χρήστος «Αναγνώστης» Παπαγεωργίου ή Αναγνωσταράς για τα νησιά του Σαρωνικού, ο Ηλίας Χρυσοσπάθης για τη Μεσσηνία, ο Ιωάννης Φαρμάκης για τη Μακεδονία και Θράκη, ο Ασημάκης Κροκίδας για την Ήπειρο, ο Αντώνιος Πελοπίδας για την υπόλοιπη Πελοπόννησο, ο Δημήτριος Ίπατρος για την Αίγυπτο, ο Γαβριήλ Κατακάζης για τη Νότια Ρωσία και ο Κυριάκος Καμαρηνός ειδικά, για τον Μπέη της Μάνης, Πέτρο Μαυρομιχάλη. Όσο ο Σκουφάς βρισκόταν στην Οδησσό, έτυχε να ζουν εκεί ο Αναγνωσταράς, ο Ηλίας Χρυσοσπάθης και ο Ιωάννης Φαρμάκης.
Σύμφωνα με τον ιστορικό συγγραφέα Ιωάννη Φιλήμονα, όταν ο Αναγνωσταράς έφτασε στην Οδησσό συναντήθηκε με του αρχηγούς τις Φιλικής Εταιρείας και μυήθηκε στα μυστήριά της από το συμπατριώτη του Αναγνωστόπουλο. Μόλις η μύηση του ολοκληρώθηκε, το 1817, περιόδευσε στο σύνολο σχεδόν του ελλαδικού χώρου, με σκοπό τη μύηση νέων μελών και την προετοιμασία του αγώνα. Η εκεί μετάβασή του ωφέλησε πολύ την κατάσταση των πραγμάτων της Πελοποννήσου και την ενδυνάμωση αυτής, διαφωτίζοντας και εμψυχώνοντας τους εκεί Έλληνες. Μύησε πολλούς, ανάμεσά στους οποίους, ήταν ο Νίκος Παναγιωταράς και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Επόμενοι σταθμοί του αποτέλεσαν τα νησιά του Σαρωνικού, η Ύδρα και οι Σπέτσες, όπου έδρασε μεταλαμπαδεύοντας τις ιδέες της επανάστασης.
Το 1819, ο Αναγνωστόπουλος μύησε στα μυστήρια της Φιλικής Εταιρείας και τον Ολύμπιο Γεωργάκη. Ο Ολύμπιος μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1817 και ανήκε και αυτός στους «Δώδεκα Αποστόλους» της. Στις επιτυχίες του, συγκαταλέγεται η μύηση του εξόριστου αρχηγού των επαναστατημένων Σέρβων Τζόρτζε Πέτροβιτς και το Βλάχο επαναστάτη Τούντορ Βλαντιμιρέσκου. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης τον έθεσε επικεφαλή της έναρξης του Αγώνα στο Βουκουρέστι. Διαδραμάτισε καίριο ρόλο στην οργάνωση και στη διεξαγωγή των επιχειρήσεων. Όταν ο Σούτσος διόρισε το Γεωργάκη αρχιστράτηγο των Βλαχικών στρατευμάτων στις Ηνωμένες Ηγεμονίες, κατέστη το δεξί χέρι της Εταιρείας.
Ο Ηλίας Χρυσοσπάθης γεννήθηκε στο Κοτρώνι το 1789. Ο Καποδίστριας εκτίμησε το Χρυσοσπάθη, τον οποίο πλησίασε ο Σκουφάς, του μίλησε για τη Φιλική Εταιρία και τον χειροτόνησε στην αρχή ως αφιερωμένο και στη συνέχεια, ως μεγάλο «Απόστολο». Μετά τη μύησή του, που έγινε στις 18 Οκτωβρίου 1817, έφυγε από την Οδησσό, γύρισε όλη τη Βαλκανική και μύησε εκατοντάδες Έλληνες πατριώτες. Οι νεότεροι ιστορικοί, αναγνωρίζοντας τη μεγάλη δράση του Ηλία Χρυσοσπάθη, συμφωνούν πως ο φλογερός αυτός Φιλικός «έγινε ένας από τους πιο δραστήριους Αποστόλους της Φιλικής Εταιρείας. Απ’ όπου περνούσε και συναντούσε φίλους και γνωστούς του, τους μυούσε. Το έργο του σαν κατηχητή, είναι τεράστιο και οι κατηχηθέντες υπολογίζονται σε εκατοντάδες».
Το 1818, επιστρέφει στην Οδησσό και μετά από νέες οδηγίες, πηγαίνει στη Κωνσταντινούπολη, όπου μύησε τον Γαβριήλ Κατακάζην. Από τη Κωνσταντινούπολη κατεβαίνει στη Μάνη (Αύγουστος) και κατηχεί φίλους και καπεταναίους, όπως τους Νικολάκη Χρηστέα (καπετάνιος Μελλιγγού), το Γιάννη Καπετανάκη-Μαυρομιχάλη (Διευθυντή Πόρτο Κάγιο) ανιψιό του Πετρόμπεη και πολλούς ακόμη. Η σημαντικότερη όμως, επιτυχία του το 1818, ήταν η μύηση στη Φιλική Εταιρία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Μπέη της Μάνης. Η μύησή του έγινε στις Κιτριές, στις 2 Αυγούστου 1818 και για τους σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας πρόσφερε 1.000 γρόσια, υποσχέθηκε άλλα 5.000 και 2.000 οπλοφόρους.
Η δράση του συνεχίστηκε με αμείωτο ρυθμό τα επόμενα χρόνια στην περιοχή της Μάνης, στην Κωνσταντινούπολη, στο νησί της Ύδρας και των Σπετσών, στην Καλαμάτα και σε άλλες περιοχές. Όταν οι Μανιάτες, στις 17 Μαρτίου 1821, ανοίξουν το χορό της Επανάστασης, ο Χρυσοσπάθης, μαζί με άλλους καπετάνιους, θα ξεχυθούν στη Μάνη και θα σημάνουν γενικό συναγερμό. Οι πολύτιμες υπηρεσίες του αναγνωρίστηκαν από τον Καποδίστρια, ο οποίος το διόρισε Γενικό Διευθυντή στη Σύρο. Δεν πρόφτασε όμως, να αναλάβει τα νέα του καθήκοντα, γιατί αρρώστησε ξαφνικά από πνευμονία και πέθανε σε λίγες ημέρες. Πέθανε πάμπτωχος το 1829, αφού διέθεσε όλη του τη περιουσία για τις ανάγκες του Αγώνα.
Όσον αφορά τον Ιωάννη Φαρμάκη, το 1817 μυήθηκε στην Οδησσό από τον Εμμανουήλ Ξάνθο. Έδρασε σαν οπλαρχηγός στη συνέχεια στις παραδουνάβιες περιοχές. Στη μάχη στο Δραγατσάνι πολέμησε γενναία, χωρίς όμως να καταφέρει να αποτρέψει την καταστροφή. Κατάφερε όμως, να διαφύγει και, μαζί με τον σύντροφό του Γεωργάκη Ολύμπιο, να φτάσει πολεμώντας ως τη Ι. Μονή Σέκου, όπου και οχυρώθηκαν. Αφού τους ανακάλυψαν οι Τούρκοι διώκτες τους, πολέμησαν γενναία. Μόλις τους τελείωσαν τα βόλια, ο μεν Ολύμπιος ανατινάχθηκε στο καμπαναριό, όπου είχε οχυρωθεί, προτιμώντας τη θυσία από την αιχμαλωσία, ο δε Φαρμάκης, πείστηκε στις εγγυήσεις των Τούρκων για την ασφάλεια του ιδίου και των παλικαριών του και παραδόθηκε. Το αποτέλεσμα ήταν τα παλικάρια του να σφαγιασθούν και ο ίδιος να σταλεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου βασανίστηκε και θανατώθηκε.
Το 1818 είναι ένα σπουδαίο έτος για τη Φιλική Εταιρεία, με κατηχούμενα σημαντικά πρόσωπα, που δεν είναι μόνο έμποροι αλλά και στρατιωτικοί, διπλωμάτες, ναυτικοί και κληρικοί. Μια από τις πλέον σημαντικές κατηχήσεις στην Κωνσταντινούπολη, υπήρξε αυτή του Ασημάκη Κροκίδα, Αρτινού μεγαλέμπορου, ο οποίος ασχολείτο και με εισαγωγή ελαίων από τα παράλια της Ηπείρου, και ο οποίος είχε αποστείλει προηγουμένως τον Εμμανουήλ Ξάνθο στα παράλια της Ηπείρου, προς διεκπεραίωση των σχετικών εμπορικών συναλλαγών. Ο Κροκίδας ήταν ακόμη ένας «Απόστολος» της Φιλικής Εταιρείας στην Ήπειρο.
Αξιοσημείωτο είναι το έργο ενός ακόμη «Απόστολου», του Χριστόδουλου Λουριώτη. Όταν το 1817 έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, ήρθε σε επαφή με το Νικόλαο Σκουφά, ο οποίος τον μύησε στην Εταιρεία των Φιλικών. Μετά από εντολή του Σκουφά, ο Λουριώτης εγκαταλείπει την Πόλη και πηγαίνει στην Ιταλία, όπου τον περίμεναν κάποιοι άλλοι να μυηθούν. Έτσι και έγινε. Αφού έδρασε για λίγο στην Άρτα, ξεκίνησε από τη Σαλαώρα και αναχώρησε για το Μπρίντιτζι.
Μέχρι το τέλος του 1820 και τις αρχές του 1821, χιλιάδες άνδρες, από κάθε γωνιά της Ελλάδος και όχι μόνο, είχαν μυηθεί στους ιερούς σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας. Αν και προέρχονταν από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, εύπορα και μη, όλοι τους ενεργούσαν με μια κινητήρια δύναμη, την Ανεξαρτησία της Πατρίδος.
Βιβλιογραφία
- Ι. Φιλήμονος (1834), Δοκίμιο Ιστορικό περί της Φιλικής Εταιρείας Ναύπλιο: Τυπογρ. Θ. Κονταξή και Ν. Λουλάκη
- Α. Ε. Βακαλόπουλος (1951), Συμβολή στην ιστορία και οργάνωση της Φιλικής Εταιρείας. Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών
- Σ. Τρικούπης (1978), Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης Τόμος 1ος. Αθήνα: Εκδόσεις: Χρ. Γιοβάνης
- National Geographic (2010), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Κ. Παπαρρηγόπουλος Τόμος 19. (επιμ. Μαρία Αλεξίου) Αθήνα: Εκδόσεις 4π