Του Τιμολέοντος Παλαιολόγου,
Στις 23 Αυγούστου 1939, ο Σοβιετικός Υπουργός Εξωτερικών Vyacheslav Molotov συνάπτει στη Μόσχα με το Γερμανό ομόλογό του, Joachim von Ribbentrop το Γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης (non-aggression pact), το οποίο εκτός της ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ των δύο δυνάμεων, προέβλεπε τον εδαφικό διαμοιρασμό της Πολωνίας και τα όρια της σφαίρας επιρροής των δύο χωρών. Με τα ανατολικά σύνορά της εξασφαλισμένα και δίχως τον κίνδυνο της σοβιετικής απειλής, το Τρίτο Ράιχ μπορούσε να υλοποιήσει απερίσπαστο τα σχέδια του για τη «νέα τάξη» στην Ευρώπη. Ταυτόχρονα, ο πόλεμος που ξέσπασε μεταξύ των Φιλανδών και των Σοβιετικών το Νοέμβριο επισφράγισε την πλεονεκτική γερμανική θέση και πάταξε οποιαδήποτε αμφιβολία περί επίθεσης των Σοβιετικών.
Η εισβολή στην Πολωνία την 1η Σεπτεμβρίου 1939 και ο διαμοιρασμός της χώρας με τους Σοβιετικούς κατά τα συμφωνηθέντα απελευθέρωσε σημαντικό αριθμό δυνάμεων από τη φύλαξη των ανατολικών συνόρων, δυνάμεις οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν στην επιτυχημένη επίθεση κατά της Γαλλίας (και κατά συνέπεια στο Βέλγιο και στην Ολλανδία). Οι Γερμανοί ενεπλάκησαν εξίσου απερίσπαστοι, και στη βαλκανική χερσόνησο, υποτάσσοντας με σχετική ευκολία τόσο τη Γιουγκοσλαβία όσο και την Ελλάδα. Με το σύνολο της χερσαίας Ευρώπης υποταγμένο στους Γερμανούς και με το μόνο εν εξελίξει κέντρο επιχειρήσεων στην Αφρική, το οποίο βρισκόταν υπό Ιταλική διοίκηση, οι Γερμανοί έστρεψαν τις επιθετικές τους βλέψεις στη χαώδη αλλά, ταυτοχρόνως, πλήρως απροετοίμαστη Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών.
Η σύγκρουση με τη Σοβιετική ένωση ήταν αναπόφευκτη σύμφωνα με τον Χίτλερ, ο οποίος τη θεωρούσε ως τον κυριότερο εχθρό του Ράιχ. Το πρόσημο ήταν σαφώς και ιδεολογικό, καθότι από την εθνικοσοσιαλιστική οπτική γωνία των ναζί ο κομμουνισμός θα μπορούσε να έχει αρνητική επιρροή στο Ράιχ. Η προσέγγιση αυτή και η ανάγκη για ζωτικό χώρο (Lebensraum), όπως ονόμαζαν οι Ναζί το χώρο, που θα εγκαθίσταντο οι Γερμανοί μεταπολεμικά, συνετέλεσαν στο να επισπευσθεί η σύγκρουση.
Στις 22 Ιουνίου 1941 οι Γερμανοί, παραβιάζοντας τη συμφωνία Μολότωφ-Ρίμπεντροπ και τελείως απροκάλυπτα, επιτέθηκαν στη Σοβιετική Ένωση, θέτοντας σε εφαρμογή την Επιχείρηση «Barbarossa». Σταδιακά, σημαντικές πόλεις της Σοβιετικής Ένωσης έπεσαν στα χέρια των Γερμανών. Μέχρι τον Οκτώβριο το Κίεβο, το Μινσκ, το Σμόλενσκ και το Νόβγκοροντ είχαν περιέλθει στον έλεγχο των Γερμανών, ενώ το Λένινγκραντ βρισκόταν υπό διπλή πολιορκία από τους Φινλανδούς στο βορρά και τους Γερμανούς στο νότο. Ο γερμανικός στρατός πλησίαζε με ραγδαία ταχύτητα τη Μόσχα. Ταυτόχρονα, η τακτική που εφάρμοζαν οι πιο ταχείς και ευκίνητες γερμανικές μεραρχίες είχαν οδηγήσει στην περικύκλωση και αιχμαλωσία περίπου 3 εκατομμυρίων σοβιετικών στρατιωτών.
Όλα φαίνονταν να εξελίσσονται περίφημα για τους Γερμανούς, έως ότου εμφανίστηκε ο σκληρός χειμώνας της Σοβιετικής Ένωσης. Οι άσχημες καιρικές συνθήκες δημιουργούσαν προβλήματα ανεφοδιασμού στο γερμανικό στρατό, ο οποίος μαστιζόταν και από περιπτώσεις κρυοπαγημάτων, καθότι ο ρουχισμός δεν ήταν επαρκής για τέτοια πολικά ψύχη. Αξίζει να σημειωθεί βέβαια, ότι ο χειμώνας του ΄41 έχει χαρακτηριστεί από κάποιους ειδικούς ως ο πιο ψυχρός χειμώνας του 20ου αιώνα. Οι χωματόδρομοι που χρησιμοποιούνταν για ανεφοδιασμό μετατράπηκαν σε λίμνες λάσπης, καθιστώντας σχεδόν αδύνατη την κυκλοφορία μηχανοκίνητων οχημάτων. Για αυτό τον λόγο, στα τέλη του Οκτωβρίου, η Γερμανική επίθεση σταμάτησε, προκειμένου να ανεφοδιαστεί επαρκώς ο στρατός για την τελική επίθεση στη Μόσχα.
Η Παρέλαση
Κάθε 7 Νοεμβρίου γινόταν στην Κόκκινη Πλατεία στρατιωτική παρέλαση για την επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης. Σαφώς η κατάσταση που επικρατούσε, με τους Γερμανούς να βρίσκονται προ των πυλών της Μόσχας και τον Σοβιετικό στρατό να πασχίζει να βρει στρατιώτες για να επανδρώσει μόνο τις τάξεις του, δεν αποτελούσε ενθαρρυντικό επιχείρημα για την πραγματοποίηση της παρέλασης. Ο Ιωσήφ Στάλιν παρόλα αυτά στα τέλη Οκτωβρίου πρότεινε, πως η διεξαγωγή της παρέλασης θα είχε θετικό αντίκτυπο στο ηθικό των Σοβιετικών και θα αποτελούσε μία πράξη περιφρόνησης του ναζιστικού κινδύνου. Μολονότι αρκετοί εναντιώθηκαν στην ιδέα, ο στρατάρχης Georgy Zhukov –ο οποίος ανακλήθηκε από το Λένινγκραντ για να οργανώσει την άμυνα της Μόσχας– συμφώνησε με τη διεξαγωγή της παρέλασης, διαβλέποντας ότι ο γερμανικός στρατός αναδιοργανωνόταν και δεν θα επιχειρούσε κάποια επίθεση, τουλάχιστον την παρούσα χρονική στιγμή.
Έτσι, στις 7 Νοεμβρίου 1941, υπό το βλέμμα του Στάλιν, ο οποίος είχε επιλέξει να παραμείνει στη Μόσχα παρόλο που οι περισσότεροι αξιωματούχοι της κυβέρνησης την είχαν εγκαταλείψει, περίπου 30.000 στρατιώτες παρέλασαν στην Κόκκινη Πλατεία αψηφώντας τον κίνδυνο αεροπορικών επιθέσεων. Η παρέλαση και το γεγονός ότι ο Στάλιν εθεάθη στη Μόσχα ανέβασε το καταρρακωμένο ηθικό των Σοβιετικών.
Η Ανωτέρα Στρατιωτική Διοίκηση των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων (Oberkommando des Heeres) θεωρούσε πως παρά τις δυσκολίες, η Ομάδα Στρατιών Κέντρου (Army Group Center) υπό το διοικητή Fedor von Bock μπορούσε να συνεχίσει επιτυχώς την επίθεση της προς τη Μόσχα. Για τον λόγο αυτό, ο Franz Halder, Ανώτερος Διοικητής του γερμανικού στρατού μετέβη στις 12 Νοεμβρίου εσπευσμένα στην πόλη Όρσα στην ανατολική Λευκορωσία, όπου συναντήθηκε με τους αρχηγούς του στρατιωτικού επιτελείου των Ομάδων Στρατιών Βορρά, Κέντρου και Νότου.
Η συνέχεια της επιχείρησης «Typhoon»
Η επιχείρηση «Τυφώνας» είχε ξεκινήσει στις 2 Οκτωβρίου και αποτελούσε την κωδική ονομασία για την επιχείρηση κατάληψης της Μόσχας. Λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών, στα τέλη Οκτωβρίου, η προέλαση του γερμανικού στρατού είχε σταματήσει. Στις 15 Νοεμβρίου, το δριμύ ψύχος πάγωσε το έδαφος και επέτρεψε στους Γερμανούς να μετακινήσουν τα μηχανοκίνητα μέσα τους «ανασταίνοντας» την επιχείρηση. Η τακτική, που θα χρησιμοποιούνταν, ήταν κλασσική στο ανατολικό μέτωπο με τα άκρα των Γερμανών να επιχειρούν να περικυκλώσουν τη Μόσχα καταλαμβάνοντας στα βόρεια, την πόλη Klin και έπειτα, μέσω του αυτοκινητόδρομου, να προελάσουν προς τη Μόσχα και, ταυτοχρόνως, στο νότο παρακάμπτοντας την πόλη Tula να συγκλίνουν επίσης, προς τη Μόσχα. Η επίθεση προς το βορρά ήταν αρκετά αποτελεσματική και έτσι, η πόλη Klin κατελήφθη στις 23 Νοεμβρίου με τους Γερμανούς στρατιώτες να πλησιάζουν, μέρα με τη μέρα, όλο και περισσότερο τη Μόσχα σε τέτοιο βαθμό, που βρίσκονταν 35 χιλιόμετρα από το Κρεμλίνο.
Αντιθέτως, η κατάσταση στο νότο δεν εξελισσόταν, όπως στο βορρά. Ο διοικητής της 2ης Στρατιάς Panzer Heinz Guderian ξεκίνησε την επίθεση του στις 18 Νοεμβρίου. Η έλλειψη προμηθειών καθυστερούσε την προέλαση του νότιου άκρου του Army Group Center και ακόμη και με την ελάχιστη προέλαση τα άκρα της 2ης Στρατιάς απειλούνταν με περικύκλωση, λόγω λειψανδρίας στη φύλαξη τους. Η μόνη ίσως, σημαντική εξέλιξη ήρθε στις 26 Νοεμβρίου, όταν ο Guderian προσέγγισε την πόλη Kashira, η οποία συνδεόταν με αυτοκινητόδρομο με τη Μόσχα, αλλά βρισκόταν 100 χιλιόμετρα περίπου από αυτήν. Όπως και να έχει, την επιτυχία αυτή ακολούθησε μία Σοβιετική αντεπίθεση που απέτρεψε την κατάληψη της Kashira από τους Γερμανούς. Διακρίνοντας ότι η περικύκλωση που επιχείρησαν δεν πέτυχε, ο γερμανικός στρατός κατέφυγε σε κατά μετώπων επίθεση εναντίον των Σοβιετικών, οι οποίοι όμως ήταν καλά οχυρωμένοι. Η επίθεση αυτή δεν κατόρθωσε να διασπάσει τις γραμμές και η πιο «σημαντική» συνεισφορά του, ήταν ότι μία αναγνωριστική γερμανική ομάδα πλησίασε την πόλη Khimki 30 χιλιόμετρα από τη Μόσχα. Στις 5 Δεκεμβρίου, οι Σοβιετικοί αντεπιτέθηκαν απωθώντας τους Γερμανούς και εξασφαλίζοντας, πως η Μόσχα θα παρέμενε αλώβητη από τους εισβολείς.
Η χαμένη ευκαιρία του Τρίτου Ράιχ να καταλάβει τη Μόσχα το φθινόπωρο του 1941 αποτελούσε τη μοναδική ρεαλιστική δυνατότητα να δοθεί ένα γρήγορο τέλος στον πόλεμο με τους Σοβιετικούς. Ποτέ ξανά στη συνέχεια του πολέμου, η Γερμανία δεν θα βρισκόταν σε τόσο πλεονεκτική θέση, κάτι που συνέβαλε σε ένα μεγάλο και δαπανηρό πόλεμο, τον οποίο η Γερμανία δεν βρισκόταν σε θέση να διαχειριστεί.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Stahel, David, 2015. Battle for Moscow, εκδόσεις Cambridge University Press
- Bellamy, Chris 2007. Absolute War: Soviet Russia in the Second World War. εκδόσεις Vintage Books