Του Νικηφόρου Δρακούλη,
Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται μία απομάκρυνση των πολιτών από τις κλασικές μορφές ενημέρωσης, όπως η τηλεόραση και η εφημερίδα. Ακόμα και όταν φορείς ενημέρωσης εξελίσσονται επεκτεινόμενοι στο διαδίκτυο, εξακολουθούν να αποτυγχάνουν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη και την υποστήριξη των πολιτών. Αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης -η οποία σε πολλές περιπτώσεις αγγίζει τα όρια της καχυποψίας- είναι ένα φαινόμενο του οποίου η παρουσία εντείνεται όλο και περισσότερο και αποτελεί μεγάλο πρόβλημα για τα δίκτυα, που για τόσα χρόνια ήταν αυθεντίες στον τομέα της ενημέρωσης. Ποιες, όμως, συνιστώσες συνεισέφεραν σε αυτήν την παρακμή των “mainstream” φορέων ενημέρωσης, αλλά και με ποιον τρόπο κατάφεραν οι ίδιοι όχι μόνο να μην προβλέψουν αυτή την κατάσταση, αλλά και ασυνείδητα να συμβάλλουν σε αυτή;
Ταυτόχρονα, βέβαια, πρέπει να αναφέρουμε και την άνοδο που παρατηρείται στις αντισυμβατικές μορφές ενημέρωσης κατά κύρια βάση στο διαδίκτυο, με διάφορους πολιτικούς σχολιαστές να κεντρίζουν το ενδιαφέρον και να αποτελούν τη βασική πηγή ενημέρωσης για πολλούς. Πρόκειται για ένα πολυπαραγοντικό θέμα που χρήζει λεπτομερούς ανάλυσης, κάτι καθ’ όλα εύκολο σε ένα άρθρο. Το άρθρο αυτό δεν έχει σκοπό να υπονομεύσει κάποια μορφή ενημέρωσης ούτε να κρίνει τη δημοσιογραφική ακεραιότητα κάποιων σχολιαστών, αλλά να παραθέσει ένα πλαίσιο στις τάσεις, όσον αφορά τον τομέα της ενημέρωσης.
Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται σε όλον τον κόσμο, όμως ενδιαφέρον προκαλεί το χρονικό της «πτώσης» των κλασικών μέσων ενημέρωσης στις Η.Π.Α. Μέχρι και τη δεκαετία του 1960, τα μέσα έχαιραν του σεβασμού και της αποδοχής της μεγαλύτερης μερίδας του αμερικανικού λαού. Ωστόσο, οι φορείς αυτοί δεν ανταπέδωσαν την εμπιστοσύνη του κοινού με σωστή και αμερόληπτη δημοσιογραφία, καλύπτοντας σε πολλές περιπτώσεις ψέματα των εκάστοτε κυβερνήσεων. Με τα χρόνια και μετά την ενεργή προσπάθεια της κυβέρνησης Nixon να αποστασιοποιήσει τους δημοσιογράφους από τον όρο “press” (Τύπος), ο οποίος ήταν θεσμοθετημένος από την πρώτη τροπολογία του Συντάγματος και να τους ταυτίσει με τον όρο “media” (μέσα), η εμπιστοσύνη των Αμερικανών προς τους φορείς ενημέρωσής τους είχε μια πτωτική πορεία. Αυτήν την έλλειψη εμπιστοσύνης εκμεταλλεύθηκαν σχολιαστές, όπως ο Rush Limbaugh, ένας από τους πλέον γνωστότερους ραδιοφωνικούς παραγωγούς στην Αμερική, ο οποίος, όντας ιδιαίτερα συντηρητικός στις απόψεις του, αποτέλεσε τη φωνή του κονσερβατισμού και της δεξιάς, συχνά εκφράζοντας ρατσιστικές και μισαλλόδοξες απόψεις. Πολλοί άλλοι ακολούθησαν και ωφελούμενοι από την παρακμή των συμβατικών μέσων ενημέρωσης, οι πολιτικοί σχολιαστές έγιναν η βασική πηγή ενημέρωσης για πολλούς πολίτες.
Κάπως έτσι, φτάνουμε στο έτος 2016, όταν ο Donald Trump στηρίχθηκε στην καχυποψία εναντίον των media και στη δημοτικότητα των σχολιαστών, για να γίνει ο ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Ο Trump κακολογούσε συνεχώς τα ΜΜΕ, ενώ κατονόμαζε κάθε αρνητικό για αυτόν δημοσίευμα ως “fake news”, αρνούμενος την εγκυρότητά του. Με το 60% της χώρας να κρίνει τα μέσα ενημέρωσης ως ανέντιμα, η στρατηγική του Trump αποδείχθηκε επιτυχής, με την κριτική του προς τους φορείς ενημέρωσης, τους οποίους θεωρούσε διεφθαρμένους, να συνιστά σημαντικό παράγοντα στη νίκη του επί της Clinton.
Ποιοι, όμως, είναι οι λόγοι της εναντίωσης του αμερικανικού λαού προς τον Τύπο; Εδώ πρέπει να αναλογιστούμε πώς οι ίδιοι οι φορείς έπαιξαν ενεργό ρόλο στην καθαίρεσή τους και πώς οι περιστάσεις συνετέλεσαν σε αυτή. Ένας σημαντικός παράγοντας, που συνέβαλε σε αυτό, είναι η παραπληροφόρηση, που αναπαράχθηκε από τα media, σε θέματα, όπως ο πόλεμος στο Ιράκ. Τότε, οι New York Times τύπωσαν πρωτοσέλιδο με το άρθρο της Judith Miller, το οποίο υποστήριζε τον καταστροφικό αυτόν πόλεμο, αναπαράγοντας, μάλιστα, το ψέμα, πως το Ιράκ διέθετε όπλα μαζικής καταστροφής, ενώ δεν συμπεριέλαβε πληροφορίες οι οποίες υποδείκνυαν πως η αλήθεια απείχε από αυτά που υποστήριζε εκείνη και η τότε κυβέρνηση. Αυτή η αποτυχία των μέσων ενημέρωσης να παρέχουν αντικειμενική κριτική και να ελέγχουν καταχρήσεις της δύναμης του εκτελεστικού κλάδου οδήγησε σε μία ραγδαία πτώση της εμπιστοσύνης προς αυτά. Παράλληλα, πολλά μέσα, σε μία προσπάθεια να κερδίσουν αναγνώστες και τηλεθέαση, μετέτρεψαν τον τρόπο ενημέρωσης σε εκπομπή reality, αποσκοπώντας περισσότερο στον εντυπωσιασμό παρά την ουσιαστική ενημέρωση. Ένας συνήθης ύποπτος τέτοιας νοοτροπίας είναι το CNN, του οποίου ο διευθυντής δήλωσε «η ιδέα ότι η πολιτική είναι σπορ είναι αδιαμφισβήτητη», κάτι που είναι προφανές στις πρακτικές του καναλιού. Το CNN και άλλα κανάλια καλούν κομματικούς παράγοντες αμφισβητούμενης πολιτικής κατάρτισης, οι οποίοι εμπλέκονται σε διενέξεις δραματικοποιώντας τα νέα, χωρίς όμως να προσφέρουν ουσιαστική ενημέρωση στους πολίτες. Η έλλειψη δημοσιογραφικής ακεραιότητας σε πολλά μέσα ενημέρωσης και η αγνόηση του καθήκοντος του Τύπου να ενημερώνει τους ψηφοφόρους είναι, λοιπόν, προφανής.
Τα προαναφερθέντα συνέπεσαν με την ευρεία επέκταση του ίντερνετ, αναδεικνύοντας νέες φωνές στο προσκήνιο. Αυτοί οι νέοι πολιτικοί σχολιαστές δεν είναι, όμως, υπόχρεοι σε κανένα κόμμα και κανένα συμφέρον, αλλά ταυτόχρονα και σε κανένα δημοσιογραφικό στάνταρ. Αυτό οδηγεί στη διαμόρφωση πληθώρας απόψεων, γεγονός που είναι θετικό μεν για τη δημοκρατία, αλλά σε ένα μεγάλο βαθμό δρα ως παράγοντας όξυνσης της παραπληροφόρησης. Μεγάλο ρόλο διαδραμάτισε, επίσης, ο όρος “Fake News”, ο οποίος έγινε δημοφιλής το 2016, χρησιμοποιούμενος εκτενώς από τον τότε υποψήφιο Donald Trump και κατέστη έτσι συνώνυμος με τη διαφθορά των ΜΜΕ, εντυπώνοντας την καχυποψία των πολιτών προς αυτά.
Αξίζει, λοιπόν, να αναρωτηθούμε ποιοι είναι αυτοί οι οποίοι σφετερίζονται την θέση των μέσων ενημέρωσης και ποια η επίδρασή τους στη πολιτική σκηνή των Η.Π.Α. Ένας από τους γνωστότερους σχολιαστές των τελευταίων χρόνων, ο Alex Jones, ο συνωμοσιολόγος, το 2015 υποστήριξε πως χημικά που αποθέτει το Πεντάγωνο στα νερά της χώρας «κάνει τους βατράχους ομοφυλόφιλους». Αυτή αλλά και άλλες παράλογες τοποθετήσεις του δεν αποθάρρυναν πολλούς από το να τον παρακολουθούν και να τον υποστηρίζουν, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου Trump.
Μεγάλο κοινό έχει αποκτήσει τα τελευταία χρόνια και ο Ben Shapiro, ένας συντηρητικός πολιτικός σχολιαστής, ο οποίος έχει ταχθεί -μεταξύ άλλων- εναντίον των εκτρώσεων, του γάμου των ομοφυλόφιλων και των κρατικών δαπανών για την κοινωνική πρόνοια. Με τον γρήγορο και απόλυτο τρόπο ομιλίας, αλλά και βάσει του ισχυρισμού του πως τα λεγόμενά του βασίζονται πάντα σε γεγονότα, έχει κερδίσει πολλούς υποστηρικτές. Την αριστερά στο ίντερνετ και ειδικότερα στο YouTube πρεσβεύουν σχολιαστές, όπως ο Kyle Kulinski και ο Cenk Uygur, οι οποίοι ταυτίζονται με προοδευτικές θέσεις, όπως η δημιουργία ενός εθνικού συστήματος υγείας και το Green New Deal. Ο Kulinski και ο Uygur ήταν, μάλιστα, από τους ιδρυτές των Justice Democrats, της οργάνωσης που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εκλογή προοδευτικών νομοθετών, όπως η Alexandria Ocasio Cortez και η Ilhan Omar στις βουλευτικές εκλογές του 2018.
Τα παραπάνω αποτελούν μόνο λίγα παραδείγματα των πολιτικών σχολιαστών στο διαδίκτυο, αλλά αναδεικνύουν το επίπεδο επιρροής, που απολαμβάνουν. Είναι όμως αυτό κάτι θετικό; Η απάντηση, σε αυτό το ερώτημα, δεν μπορεί να είναι απόλυτη. Η συμμετοχή όλο και περισσότερων πολιτών στα κοινά ενδυναμώνει τη δημοκρατία κάθε τόπου, αλλά, όταν συγκεκριμένα άτομα αποκτούν ένα μεγάλο κοινό, έχουν την υποχρέωση να στηρίζουν τα λεγόμενά τους στην αλήθεια. Η ενημέρωση δεν ανήκει πια σε δημοσιογράφους και πολιτικούς επιστήμονες και ούτε πρέπει. Απαραίτητο είναι όμως η ενημέρωση να είναι ακριβής και αμερόληπτη, διότι οι αρχές της δημοσιογραφικής ακεραιότητας αφορούν οποιονδήποτε επιδιώκει να λειτουργεί ως πηγή ενημέρωσης. Αυτό δεν σημαίνει πως αυτά τα άτομα πρέπει να στερούνται της προσωπικής τους γνώμης, κάθε άλλο, πρέπει να την δηλώνουν όμως ξεκάθαρα και να διαφοροποιούν όσο το δυνατόν καλύτερα γνώμη από γεγονός. Θα ήταν θεμιτό, επίσης, να παροτρύνουν τους πολίτες να διευρύνουν τους ορίζοντές τους παρακολουθώντας διαφορετικές απόψεις, βγαίνοντας από τη φούσκα, που μπορεί να βρίσκονται. Στο πλαίσιο του ελεύθερου λόγου, δίνεται όμως πάτημα και σε φιγούρες, όπως ο Alex Jones, που εκμεταλλεύονται τον φόβο και την απελπισία των ανθρώπων. Τότε είναι που η κοινωνία πρέπει να συσπειρωθεί ανεξαρτήτως πολιτικών απόψεων και να κατακρίνει αυτούς που προσπαθούν να χειραγωγήσουν τους πολίτες με αβάσιμες και ανυποστήρικτες θέσεις.
Τι μπορούμε, λοιπόν, να συνάγουμε από τα προαναφερθέντα; Αρχικά, μπορούμε να αντιληφθούμε με ευκολία τη δυσχερή κατάσταση των συμβατικών μέσων ενημέρωσης, αλλά και πώς αυτή οδήγησε σε νέου είδους μορφή ενημέρωσης. Κυρίως όμως είναι απαραίτητο να καταλάβουμε πόσο κρίσιμο είναι οποιαδήποτε μορφή ενημέρωσης να ανανεώσει την υπόσχεση στην αλήθεια και την αντικειμενικότητα. Μέχρι τότε, κρίνεται περισσότερο απαραίτητη η χρήση της κριτικής μας ικανότητας, για να είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε πότε λαμβάνουμε ενημέρωση χρωματισμένη με την ιδεολογία άλλων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- The Fall, Rise, and Fall of Media Trust, CJR, διαθέσιμο εδώ
- Media Distrust: Whose Confidence was Lost?, Hunter Pearl – University of Pennsylvania, διαθέσιμο εδώ