Της Μαρίας Κελεπούρη,
Η λογοτεχνική πορεία της Αλκυόνης Παπαδάκη είχε ως αφετηρία της ένα γράμμα προς τον Θεό, όπως λέει και η ίδια, όταν πια είχε απογοητευτεί από τις προφορικές προσευχές. Τότε ήταν παιδί και συνήθιζε να ακούει τα ποιήματα που της αφηγούνταν ο θείος της, όχι στο σπίτι αλλά κάπου έξω από το χωριό. Εκείνος την βύθισε σε έναν κόσμο παρατήρησης των ωραίων πραγμάτων, ξεδιπλώνοντας σταδιακά το ταλέντο της πένας της.
Γεννήθηκε σε ένα χωριό της Κρήτης, κοντά στα Χανιά. Όταν την ρωτάνε για τους γονείς της, συνηθίζει να λέει πως ο πατέρας της ήταν δάσκαλος και η μητέρα της ονειροπόλα. Παρ’ όλο που τα χρόνια στα οποία μεγάλωσε έβλεπε τους συμμαθητές της χωρίς παπούτσια, για εκείνη τα πράγματα ήταν κάπως καλύτερα, επειδή ο πατέρας της ήταν τραυματίας πολέμου και έτσι έπαιρνε και έναν μισθό αξιωματικού. Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός πως κάποια από τα μέλη της οικογένειάς της ανήκαν στον κλάδο της εκπαίδευσης, σε συνδυασμό με την παρεμβατικότητα της Σμυρνιάς γιαγιάς της, είχε ως αποτέλεσμα να περάσει τα παιδικά της χρόνια σε ένα αυταρχικό περιβάλλον. Η οικογένειά της συνδέθηκε με τα τραγικά γεγονότα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά αργότερα και του εμφυλίου, εφόσον ο αδελφός της μητέρας της τάχθηκε με τους αντάρτες. Επομένως, εφόσον οι συνθήκες δεν ήταν ικανές να καλύψουν την ανάγκη για λίγες στιγμές τρυφερότητας στο σπίτι, η συγγραφέας αναζητούσε τη χαρά στις γειτονιές, όπου, ενώ οι άλλοι έρχονταν αντιμέτωποι με τη φτώχεια, εκείνη αντίκρυζε την ευτυχία.
Επηρεασμένη από Έλληνες και ξένους συγγραφείς, άρχισε να γράφει διηγήματα σε τοπικές εφημερίδες. Μετά την ενηλικίωσή της, σπούδασε στη Γαλλική Σχολή, ενώ ο πατέρας της την ωθούσε να ακολουθήσει τον δρόμο της φιλολογίας. Εκείνη είδε αυτή την ευκαιρία ως μέσο απελευθέρωσης του επαναστατικού της πνεύματος, αφού ο πατέρας της της είχε δείξει ακούσια τον δρόμο της φυγής που έψαχνε τόσο καιρό. Η εγγραφή της ήταν το μόνο πράγμα για το οποίο επισκέφθηκε το πανεπιστήμιο της Αθήνας, εφόσον αμέσως μετά ανακάλυψε αυτό το οποίο ανταποκρινόταν στην ανυπότακτη φύση της. Παράλληλα με τα βήματά της στη δημοσιογραφία, η Αλκυόνη Παπαδάκη ολοκλήρωσε το πρώτο της μυθιστόρημα, «Το κόκκινο σπίτι». Μετά την έκδοσή του, άρχιζε να εργάζεται ως ρεπόρτερ, όπου πια ερχόμενη σε επαφή με συχνά αλλά οδυνηρά συμβάντα συνειδητοποίησε τις πραγματικές δυσκολίες και εμπλούτισε την προσωπικότητά της, αποκτώντας μαθήματα ζωής.
Ανάμεσα στους τοίχους αυτού του κόκκινου σπιτιού ξετυλίγεται η ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, το οποίο είναι και το πρώτο της συγγραφέως, είναι αυτοβιογραφικό. Πρόκειται δηλαδή για ένα χρονικό ζωής με το οποίο μοιράζεται τα γεγονότα που συγκλόνισαν τα παιδικά της χρόνια και συνόδευσαν την οικογένειά της στην πορεία της στον χρόνο. Από τον φόβο και την αγωνία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, το στενό της περιβάλλον έγινε αποδέκτης της οργής των φιλοβασιλικών, λόγω της ένταξης του γιου της οικογένειας στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Μόνη ανάμεσα στις αλλεπάλληλες δυσκολίες που ακολουθούσαν τη μοίρα της οικογένειας, η παιδική ψυχή της προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τις μεταβολές, τα συναισθήματα των γονιών της αλλά και τον ίδιο της τον εαυτό.
Οι αναμνήσεις αυτές έμειναν ανεξίτηλες στον νου της και διαμόρφωσαν τον δυναμικό της χαρακτήρα. Δεν φοβήθηκε όμως το άγνωστο. Όπως ομολογεί και η ίδια κέρδισε και έχασε μέσα σ’ αυτό το αμφίδρομο και ανατρεπτικό παιχνίδι που λέγεται ζωή. Τελικά, επέλεξε να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία, αφού δεν μπόρεσε να ξεφύγει από την ελκυστική της ματιά, αφιερώνοντας παράλληλα χρόνο στην οικογένειά της.
Η Αλκυόνη Παπαδάκη αυτοπροσδιορίζεται ως λογοτέχνης, απορρίπτοντας τον τίτλο του συγγραφέα. Ενώ λένε πως η συγγραφή είναι μία μοναχική ασχολία, εκείνη γράφει για να επικοινωνεί. Αν και χαρακτηρίζει το γράψιμο ως μία επώδυνη διαδικασία, τελικά εμφανίζεται ως εσωτερική ανάγκη που πρέπει να αποφορτιστεί στο χαρτί. Την ενδιαφέρει να κατανοήσουν οι αναγνώστες το νόημα της δικής της ζωής, όπως αποτυπώνεται στα βιβλία της και φυσικά με αυτό τον τρόπο να αγγίζει τις ψυχές τους. Όπως παραδέχεται και η ίδια, προσπάθησε να ξεφύγει από την ευθύνη που φέρει η τέχνη του λόγου, όμως ευτυχώς για μας δεν τα κατάφερε.