Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Το 2020 έφυγε παίρνοντας μαζί του και τη δυσκολότερη δεκαετία της μεταπολιτευτικής ιστορίας της χώρας μας. Η περίοδος 2010-2020 χαρακτηρίστηκε από δύο μεγάλες κρίσεις: την οικονομική και την υγειονομική. Κρίσεις πολυεπίπεδες, που αναπτύχθηκαν και γιγαντώθηκαν εντός του προαναφερθέντος διαστήματος, εξακολουθούν, όμως, να είναι παρούσες στην καθημερινότητά μας, ενώ είναι βέβαιο ότι τα βαθύτερα σημάδια τους θα κάνουν χρόνια να επουλωθούν.
Τόσο η οικονομική κρίση όσο και η πανδημία του κορωνοϊου δε γεννήθηκαν στην Ελλάδα. Ήταν -και η δεύτερη παραμένει- παγκόσμιας κλίμακας. Ενέσκηψαν νομοτελειακά στην Ελλάδα κι εξαιτίας των ιδιαιτεροτήτων της, την εξέθεσαν ενώπιον υπαρξιακών κινδύνων: ο σεισμός στην παγκόσμια οικονομία, που ξεκίνησε από την κατάρρευση της αγοράς των ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ, βρήκε την Ελλάδα ανοχύρωτη. Χρόνιες στρεβλώσεις της εθνικής μας οικονομίας διογκώθηκαν επί ημερών Καραμανλή. Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 120 δισεκατομμύρια ευρώ περίπου και το έλλειμμα εκτινάχθηκε στο 15,4%. Ήρθε, λοιπόν, η παγκόσμια οικονομική κρίση να δώσει τη χαριστική βολή σε μια παραπαίουσα χώρα. Ο Παπανδρέου, που τον διαδέχθηκε, άργησε ν’ αντιληφθεί το μέγεθος του προβλήματος και σε συνδυασμό με τις διαχρονικές αντιφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα εισήλθε στην περιπέτεια των Μνημονίων. Αντιμέτωπη με το φάσμα της χρεοκοπίας, η ελληνική κοινωνία βίωσε την διάρρηξη της συνοχής της. Ο διχασμός μνημονιακών-αντιμνημονιακών δεν υπονόμευσε μόνο την προσπάθεια αποφυγής του χειροτέρου δυνατού σεναρίου, με το οποίο φλέρταρε εντόνως η χώρα. Δημιούργησε τοξικό κλίμα, κανονικοποίησε την λεκτική και σωματική βία. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διαδραμάτισαν εξέχοντα ρόλο στην εφαρμογή του Νόμου του Λιντς. Ο στιγματισμός και η διαπόμπευση όποιου δεν συμμεριζόταν το αντιμνημονιακό αφήγημα ήταν καθημερινό φαινόμενο. Οδηγηθήκαμε στο σημείο να θρηνήσουμε ακόμα και ανθρώπινες ζωές, στο έγκλημα της Marfin, που μέχρι σήμερα παραμένει ατιμώρητο. Η αντιμνημονιακή υστερία οδήγησε στην ευθεία αμφισβήτηση της ίδιας τη Δημοκρατίας. Η βία των πολιτικών άκρων δεν περιορίστηκε στους δρόμους και το διαδίκτυο. Έδωσε την ευκαιρία στους νεοναζί της Χρυσής Αυγής να εισέλθουν στη Βουλή. Αποτέλεσμα; Το αντιμνημόνιο νίκησε, με τη νίκη του αυτή ν’ αποτελεί την αρχή του τέλους του. Ο ελληνικό λαός πλήρωσε τα ακριβότερα δίδακτρα της ιστορίας του. Περί το 100 δισεκατομμύρια ευρώ στοίχισε η «περήφανη διαπραγμάτευση» του Τσίπρα και των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, η οποία οδήγησε, μετά από ένα δημοψήφισμα-παρωδία, στο τρίτο και σκληρότερο των Μνημονίων. Την περίοδο 2015-2019 κατέρρευσε και το τελευταίο φύλλο συκής των πάλαι ποτέ αντιμνημονιακών με τις πραγματικές του προθέσεις και δυνατότητες ν’ αποκαλύπτουν μία από τις μεγαλύτερες απάτες της σύγχρονης Ιστορίας.
Πάνω που η Ελλάδα έμοιαζε να συνέρχεται δειλά, η πανδημία χτύπησε και τη δική της πόρτα. Ήταν αναπόφευκτο, αλλά και πάλι την έθεσε αντιμέτωπη με τις δικές της παθογένειες, οι οποίες φυσικά δεν περιορίζονται στις ελλείψεις του συστήματος Υγείας. Το πρώτο κύμα της νόσου αποκρούστηκε επιτυχώς. Παραδόξως, θα μπορούσε να προσθέσει κάποιος, δεδομένου ότι η χώρα μας είχε ουσιαστικά από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 να δει τη διεθνή κοινότητα και τον τύπο να τονίζουν σε τέτοιο βαθμό ένα επίτευγμά της. Η κυβέρνηση λειτούργησε γρήγορα κι αποφασιστικά, η αντιπολίτευση -θέλοντας και μη- κράτησε σχετικά υπεύθυνη στάση (πλην των αναπόφευκτων… «πολακισμών») και η χώρα ατένιζε το μέλλον μ’ αισιοδοξία. Εκεί, όμως, έκαναν την εμφάνισή τους οι διαχρονικές μας παθογένειες: προχειρότητα στο «άνοιγμα» του τουρισμού, υποτίμηση της ψυχολογικής κόπωσης των πολιτών, προδήλως ανεφάρμοστες επιστημονικές προτάσεις, ανεπαρκείς κινήσεις προς ενίσχυση του Ε.Σ.Υ., ημίμετρα τύπου τηλεκπαίδευσης και click away που σου προκαλούν την απορία «ποιος κοροϊδεύει ποιον;» και μόνιμη διαμάχη σχετικά με την κυβερνητική και την ατομική ευθύνη. Η χώρα αυτή τη στιγμή δεν έχει σαφές χρονοδιάγραμμα εξόδου από την κρίση και εν πάση περιπτώσει μόλις μπει σε τροχιά λήξης η πανδημία, οι οικονομικές της επιπτώσεις θα κάνουν την εμφάνισή τους.
Μπορούμε να προβλέψουμε, έστω σε γενικές γραμμές τι θα συμβεί το 2021, αλλά και την επόμενη δεκαετία; Σαφώς και όχι. Η λογική λέει ότι αναμένεται καλύτερο από το 2020, αλλά όχι εύκολο. Είναι δε τουλάχιστον αφελές, στο σημερινό περιβάλλον, να κάνουμε μακροχρόνιες προβλέψεις. Η αγωνιστικότητα αποτελεί μονόδρομο και η αισιοδοξία το καύσιμο…