Της Δήμητρας Παναγιωτακοπούλου,
Η παχυσαρκία ορίζεται ως η μη φυσιολογική ή υπερβολική συσσώρευση λίπους, η οποία παρουσιάζει κίνδυνο για την υγεία. Σύμφωνα με τα πρότυπα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), ένα άτομο με Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) >30kg/m2 θεωρείται παχύσαρκο. Τα ποσοστά παχυσαρκίας αυξάνονται σχεδόν σε κάθε χώρα, με το παγκόσμιο ποσοστό παχυσαρκίας ενηλίκων το 2019 να φτάνει το 13,2%. Το γεγονός αυτό επιβαρύνει σημαντικά τις οικογένειες και την κοινωνία, καθώς η παχυσαρκία αποτελεί παράγοντα κινδύνου για χρόνιες ασθένειες.
Καθώς η συχνότητα της παχυσαρκίας αυξάνεται, οι επιπτώσεις της στη σοβαρότητα των μολυσματικών ασθενειών γίνονται ολοένα και πιο εμφανείς. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας της γρίπης Α (H1N1) του 2009, η παχυσαρκία αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά ως παράγοντας κινδύνου για αυξημένη σοβαρότητα της νόσου και αυξημένη θνησιμότητα μεταξύ μολυσμένων ατόμων. Σε κλινικές μελέτες του Η1Ν1, η παχυσαρκία συνδέθηκε με αυξημένο κίνδυνο για νοσηλεία, εισαγωγή σε μονάδα εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ) και χρήση επεμβατικού μηχανικού αερισμού. Η σοβαρή παχυσαρκία (ΔΜΣ>40kg/m2) συσχετίστηκε με διπλό αυξημένο κίνδυνο θανάτου από μόλυνση Η1Ν1.
Αντίστοιχες δυσανάλογες επιβαρύνσεις μπορεί επίσης να υπάρχουν σε ασθενείς που έχουν μολυνθεί από την νόσο του COVID-19, η οποία έχει οδηγήσει σε 39,5 εκατομμύρια μολύνσεις, συμπεριλαμβανομένων 1,1 εκατομμυρίων θανάτων παγκοσμίως ως τις 17 Οκτωβρίου 2020, προκαλώντας τεράστια ζημιά στην παγκόσμια οικονομία, την εκπαίδευση και την ιατρική περίθαλψη. Λίγο μετά την εμφάνιση του COVID-19, υπήρξε μια αναταραχή αναφορών από νοσοκομεία όλου του κόσμου, εφιστώντας την προσοχή σε μια εμφανή υπερίσχυση παχύσαρκων ασθενών μεταξύ εκείνων που χρειάστηκαν επεμβατικό μηχανικό αερισμό.
Η ηλικία είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες εισαγωγής σε νοσοκομείο, καθώς περίπου το 70% των νοσηλευόμενων είναι πάνω από 45 ετών. Η παχυσαρκία θα μπορούσε να μετατοπίσει τον κίνδυνο του COVID-19 σε νεότερες ηλικίες καθώς είναι η πιο κοινή υποκείμενη πάθηση σε ασθενείς με COVID-19 ηλικίας κάτω των 64 ετών. Η παχυσαρκία μπορεί επίσης να αυξήσει τους παράγοντες κινδύνου άλλων ασθενειών και να οδηγήσει σε δυσμενείς συνέπειες. Το κλινικό φάσμα των ασθενών με COVID-19 είναι πολύ ευρύ και τα συμπτώματα των περισσότερων ασθενών είναι μη ειδικά, συμπεριλαμβανομένων πυρετού (98%), βήχα (76%) και μυαλγίας ή κόπωσης (44%). Σε ασθενείς με συννοσηρότητες ο COVID-19 μπορεί να προκαλέσει οξείες αναπνευστικές παθήσεις, αναπνευστική ανεπάρκεια, σηπτικό σοκ και σε σοβαρότερες περιπτώσεις, όπως σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας.
Η ανάρρωση των ασθενών με COVID-19 αντιπροσωπεύει τη σταδιακή υποχώρηση των κλινικών συμπτωμάτων και ενδείξεων του σώματος. Ο χρόνος που απαιτείται για την ανάρρωση σχετίζεται στενά με τη σοβαρότητα της νόσου. Επηρεάζει επίσης την εξάπλωση του ιού και την πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση, στην οποία η παχυσαρκία μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. Σε μια μελέτη1 στο Ισραήλ, διαπιστώθηκε ότι οι παχύσαρκοι ασθενείς είχαν υψηλότερη μέση διάρκεια παραμονής στο νοσοκομείο από τους ασθενείς χωρίς παχυσαρκία (20,6 έναντι 16 ημερών), υποδηλώνοντας ότι ο χρόνος ανάκαμψης των παχύσαρκων ασθενών με COVID-19 είναι μεγαλύτερος από αυτόν των ασθενών με κανονικό βάρος. Αποδεικνύεται επίσης ότι οι ασθενείς με παχυσαρκία έχουν υψηλότερο ιικό φορτίο και βραδύτερη αντιική απόκριση, επηρεάζοντας έτσι την εξέλιξη της νόσου. Ισχυρότερα στοιχεία προήλθαν από μια έρευνα2 στην Κίνα. Σε μια ομάδα ασθενών με τυχαία αντιστοίχιση ανά ηλικία και φύλο, η ανάλυση διαπίστωσε ότι οι ασθενείς με παχυσαρκία είχαν σημαντικά μεγαλύτερη διάρκεια παραμονής στο νοσοκομείο (23 έναντι 18 ημερών) και υψηλότερο ποσοστό σοβαρότητας COVID-19 (33,3% έναντι 14,7%) από τους ασθενείς χωρίς παχυσαρκία. Η διαφορά αυτή ήταν ακόμα εντονότερη σε μια άλλη μελέτη3 στην Ιταλία (21 έναντι 13 ημερών).
Η ΜΕΘ είναι ένα ειδικό τμήμα που παρέχει εντατική θεραπεία σε νοσοκομεία ή ιδρύματα ιατρικής περίθαλψης. Οι περισσότεροι από τους ασθενείς που υποβάλλονται σε θεραπεία σε ΜΕΘ βιώνουν ή αναρρώνουν από απειλητικές για τη ζωή καταστάσεις. Ο ΔΜΣ ασθενών με COVID-19 συσχετίστηκε σημαντικά με τη θεραπεία σε ΜΕΘ. Μια μελέτη4 στην Κίνα έδειξε ότι οι ασθενείς με ΔΜΣ>25kg/m2 αντιπροσώπευαν το 22,1% των σοβαρών και κρίσιμων περιπτώσεων COVID-19. Σε μια σειρά ασθενών με COVID-19 από τη Νέα Υόρκη, εκείνοι κάτω των 60 ετών με ΔΜΣ 30-34kg/m2 είχαν 1,8 φορές αυξημένη πιθανότητα εισαγωγής σε ΜΕΘ συγκριτικά με τους ασθενείς με ΔΜΣ<30kg/m2. Αυτή η πιθανότητα αυξήθηκε σε 3,6 φορές στους ασθενείς με ΔΜΣ>35kg/m2. Επιπλέον, οι ασθενείς με COVID-19 σε ΜΕΘ είχαν υψηλότερο ΔΜΣ από ότι οι ασθενείς εκτός ΜΕΘ. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι το ποσοστό των ασθενών που μεταφέρθηκαν σε ΜΕΘ σε χώρες με υψηλά ποσοστά παχυσαρκίας, όπως οι ΗΠΑ (39.8%) και η Ιταλία (19%)5, ήταν σημαντικά υψηλότερο από αυτό στην Κίνα (5,4%)6 και τη Νότια Κορέα (13,3%)7, όπου έχουν χαμηλά ποσοστά παχυσαρκίας. Λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτό μπορεί να οφείλεται σε διαφορές στην τεχνολογία υγείας και σε διαφορετικούς βαθμούς γήρανσης, πρέπει να αποδώσουμε σημασία στον ρόλο της παχυσαρκίας στις σοβαρές μορφές του COVID-19. Αυτό προφανώς προκαλείται από χρόνιες ασθένειες που σχετίζονται με την παχυσαρκία. Μεταξύ ασθενών σε ΜΕΘ στην Ιταλία8, το 68% είχε τουλάχιστον μία συννοσηρότητα, συμπεριλαμβανομένων της υπέρτασης (49%), των καρδιαγγειακών παθήσεων (21%), της υπερχοληστερολαιμίας (18%) και του διαβήτη (17%), τα οποία έχουν συνδεθεί με την παχυσαρκία.
O Διαλείπων Υποχρεωτικός Εξαερισμός (ΔΥΕ) είναι ένα μέσο υποστήριξης ζωής το οποίο αποτελεί συνήθως την τελευταία επιλογή για χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και σημαίνει ότι η κατάσταση του ασθενούς είναι κρίσιμη. Για παράδειγμα, μεταξύ ασθενών στη Νέα Υόρκη9, αυτοί που έλαβαν ΔΥΕ είχαν υψηλότερο ποσοστό παχυσαρκίας από αυτούς που δεν έλαβαν (43,4% έναντι 31,9%). Ομοίως, σε μια μελέτη10 στη Γαλλία, αναλύθηκαν περιπτώσεις ασθενών με COVID-19 και ο ΔΥΕ χρησιμοποιήθηκε ως κριτήριο προσδιορισμού σοβαρότητας της νόσου. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ανάγκη για ΔΥΕ συσχετιζόταν σημαντικά με τον ΔΜΣ.
Η παχυσαρκία έχει επίσης συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο θανάτου σε νοσοκομειακούς ασθενείς με COVID-19. Σε μια μελέτη11 στη Νέα Υόρκη διαπιστώθηκε ότι η σοβαρή παχυσαρκία συνδέεται με την υψηλότερη θνησιμότητα και συνολικά με τη χειρότερη έκβαση των ασθενών. Παρόμοια σε μια μελέτη12 στην Ιταλία βρέθηκε ότι 48 στους 233 νοσηλευόμενους με COVID-19 που πέθαναν είχαν σημαντικά υψηλότερο επιπολασμό της παχυσαρκίας από εκείνους που επέζησαν (27,1% έναντι 13,5%). Επιπλέον, η παχυσαρκία ήταν επίσης όλο και πιο συχνή ακόμα και σε άτομα ηλικίας κάτω των 50 ετών σε σχέση με άλλους γνωστούς παράγοντες κινδύνου (π.χ. υπέρταση και σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2) και ο υψηλός επιπολασμός αυτός προέβλεπε μετατόπιση σοβαρότητας των περιπτώσεων του COVID-19 και τον κίνδυνο θανάτου σε νεαρότερους πληθυσμούς. Μια μελέτη13 στη Νέα Υόρκη σε 3.406 νοσηλευόμενους διαπίστωσε ότι νεότεροι ασθενείς με δείκτη μάζας σώματος πάνω από 40kg/m2 είχαν 5 φορές περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν.
Η παχυσαρκία έχει επίσης συσχετιστεί με άλλα σοβαρά προβλήματα ως αποτέλεσμα του COVID-19. Για παράδειγμα, μεταξύ 212.802 κρουσμάτων που διαγνώστηκαν στο Μεξικό14, η παχυσαρκία αύξησε τον κίνδυνο νοσηλείας κατά 1,29 φορές. Ο ΔΜΣ ασθενών με COVID-19 και πνευμονία, μια τοπική φλεγμονή των πνευμόνων, ήταν σημαντικά υψηλότερος από εκείνων χωρίς πνευμονία. Η παχυσαρκία αύξησε τον κίνδυνο πνευμονίας κατά 1,32 φορές15. Το σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας (ΣΟΑΔ) οδηγεί σε οξεία διάχυτη πνευμονική βλάβη και επακόλουθη οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια, που χαρακτηρίζεται από αναπνευστική δυσχέρεια και υποξαιμία και είναι σχεδόν μία από τις πιο σοβαρές συνέπειες του COVID-19. Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης16 έδειξαν ότι η συχνότητα εμφάνισης ΣΟΑΔ είναι σημαντικά υψηλότερη στους παχύσαρκους ασθενείς σε σύγκριση με τους υπόλοιπους (5% έναντι 0%).
Οι περισσότεροι μελετητές17 ανέλυσαν πολλούς παράγοντες σε μια προσπάθεια να μελετήσουν τον αντίκτυπο της παχυσαρκίας στη σοβαρότητα του COVID-19 ανεξάρτητα από τις σχετιζόμενες με την παχυσαρκία ασθένειες. Παρ’ όλα αυτά δεν πρέπει να παραμελείται η σημασία τους στις μακροπρόθεσμες συσσωρευτικές επιπτώσεις στη φυσιολογία και ψυχολογία των ασθενών. Μεταξύ 44.672 επιβεβαιωμένων περιπτώσεων COVID-19 στην Κίνα18, το ποσοστό θνησιμότητας περιστατικών ήταν 2,3% και το 7,3% των θανάτων ήταν ασθενείς με διαβήτη, το 10,5% ήταν ασθενείς με καρδιαγγειακές παθήσεις και το 6% με υπέρταση. Αυτό υποδηλώνει ότι πρέπει να δοθεί προσοχή όχι μόνο στην παχυσαρκία, αλλά και στον αντίκτυπο των παθήσεων που σχετίζονται με αυτήν στον COVID-19. Μελετώντας τη σχέση μεταξύ της σοβαρότητας της νόσου και της παχυσαρκίας μπορούν να αναπτυχθούν ιατρικοί πόροι με τον πιο οικονομικά αποδοτικό τρόπο για την αποτροπή της υπερφόρτωσης των συστημάτων υγείας και να γίνει εστίαση στην πιο εύθραυστη ομάδα ασθενών σε όλες τις φάσεις της νόσου.
Βιβλιογραφία
- Lockhart, S., M., O’Rahilly, S., 2020. When Two Pandemics Meet: Why Is Obesity Associated with Increased COVID-19 Mortality?. Med, [e-journal] volume1, issue1, pages:33–42. https://doi.org/
10.1016/j.medj.2020.06.005 - Yu, W., Rohli, K., E., Yang, S. and Jia, P., 2020. Impact of obesity on COVID-19 patients., Journal of Diabetes and its Complications, [e-journal]. https://doi.org/10.1016/j.
jdiacomp.2020.107817