Της Σοφίας Πεχλιβανίδου,
Οι Δεκέμβρηδες ήταν πάντα οι αγαπημένοι μου μήνες από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Γιορτές, στολισμένα σπίτια, άνθρωποι που ανταλλάσσουν ευχές για τα Χριστούγεννα και τη χρονιά που έρχεται, δώρα, εορταστική μουσική, καινούρια ρούχα, φαγητά και μυρωδιές που κάνουν ακόμη και τον πιο χορτάτο άνθρωπο να θέλει να φάει λίγο ακόμη (πόση πλεονεξία Θεέ μου κάθε χρόνο!), γιορτινά τραπέζια με φίλους, βραδινές έξοδοι και κλίμα που δημιουργεί χαρά. Όμως αυτή η χαρά αφορά όλους; Τη μοιράζονται όλοι, τη νιώθουν όλοι; Κι αν ναι, είναι ευχής έργον, αν όχι;
Στον επίλογο μιας πολύ δύσκολης χρονιάς για όλον τον πλανήτη, έχοντας περάσει δύο καραντίνες, αμέτρητες ώρες και μέρες σκέψης, έχοντας αναμετρηθεί με όλα τα άσχημα σενάρια που φέρνει ο εγκλεισμός στο μυαλό των περισσοτέρων, έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο, πραγματικό χριστουγεννιάτικο «στολίδι», από εκείνα που τα διαβάζεις και τα ξαναδιαβάζεις κάθε φορά που χρειάζεσαι κάποιον να σου θυμίσει ότι οποιαδήποτε κατάσταση που βιώνεις είναι προσωρινή. «Η καλύτερη χειρότερη μέρα της ζωής σου» του Αύγουστου Κορτώ, όπου ξεδιπλώνονται κουβέντες για το φως μέσα στο σκοτάδι της κατάθλιψης, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο τίτλος του βιβλίου, αποτελεί τον καλύτερο επίλογο ενός έτους παράξενου, σκοτεινού, μίζερου, απαισιόδοξου στη διάρκεια του οποίου πολλές φορές αναρωτηθήκαμε «Κι αν δεν περάσει ποτέ;», ερώτηση που οι καταθλιπτικοί άνθρωποι παλεύουν καθημερινά να απαντήσουν. Στις σελίδες του βιβλίου γίνεται λόγος για την κατάθλιψη ως μια ασθένεια που θεραπεύεται, μια κατάσταση την οποία βιώνεις σε όλο το φάσμα της ζωής και της ύπαρξης για τον χρόνο, το σώμα, το συναίσθημα, τους ανθρώπους και τη θεραπεία της κατάθλιψης.
Ο Αύγουστος Κορτώ, έχοντας ο ίδιος αναμετρηθεί με την κατάθλιψη, περιγράφει με το πάντα γλαφυρό συγγραφικό ύφος του τις μέρες που πάλευε με το δικό του θεριό και νόμιζε πως έχανε κάθε μέρα και λίγη ζωή, γιατί η κάθε μέρα ήταν και χειρότερη. Η πολυετής αμφισβήτηση ότι υπάρχει λύση, το στίγμα της κατάθλιψης, η άρνηση του καταθλιπτικού να συναινέσει ώστε να νοσηλευτεί και να ζητήσει βοήθεια για να ξεπεράσει μια ασθένεια που θεραπεύεται -όπως πολλάκις τονίζει ο Κορτώ- συνιστούν παράγοντες εξαιτίας των οποίων είναι τόσοι πολλοί εκείνοι που δεν τα καταφέρνουν ποτέ, που βυθίζονται σε ένα αιώνιο σκοτάδι ενός καταθλιπτικού μυαλού που οδηγεί σε μια καταθλιπτική ζωή της οποίας το μαρτύριο φαίνεται να μην έχει τελειωμό. Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι «όσο μπορείς να αρπάξεις τα αστέρια από το στερέωμα, να μετρήσεις και να ονοματίσεις έναν έναν τους κόκκους της άμμου, άλλο τόσο μπορείς να ερμηνεύσεις τη βιοχημεία της συγκίνησης που σου προσφέρει μια συγκεκριμένη μουσική φράση, να τιθασεύσεις το μυθικό πλάσμα του αισθήματος, ή να γιατρέψεις μια μια κίνηση, από τη μια στιγμή στην άλλη -όπως γιατρεύεται ένα σωματικό άλγος ή μια λοίμωξη-, το πολυκέφαλο, πολυπλόκαμο τέρας της ψυχικής αρρώστιας». Και μέσα σε αυτές τις γραμμές συμπυκνώνει τόσο εύστοχα όλο το περιεχόμενο μιας ασθένειας που για πολλούς μένει κρυμμένη από φόβο μήπως θεωρηθούν τρελοί, μήπως στιγματιστούν, επειδή χρειάζονται φαρμακευτική αγωγή για να σηκωθούν το πρωί απ’ το κρεβάτι. Ο Κορτώ σκέφτεται πως ζει χάρη στους ανθρώπους που τον έπεισαν να ζήσει, είτε είναι σύντροφος, φίλοι, γιατροί, όλοι εκείνοι που πάλεψαν στο πλάι του και τον έκαναν να εμπιστευτεί τη ζωή ξανά και να διαπιστώσει ότι τη χειρότερη μέρα της ζωής του μπορεί να διαδεχθεί η καλύτερη, αρκεί ο ίδιος να δώσει τη δύναμη στον εαυτό του ώστε να αντέξει και να τη ζήσει.
Θα μπορούσα να αναφέρω πολλά ακόμη σημεία του βιβλίου που με προβλημάτισαν, με έκαναν να σκεφτώ πόσο κοντά στην κατάθλιψη μπορούμε όλοι μας δυνητικά να βρεθούμε, πόσο εύκολα ξεστομίζουμε φράσεις όπως «Φάση είναι μωρέ, θα σου περάσει» χωρίς να έχουμε ιδέα τι συμβαίνει στο μυαλό ενός καταθλιπτικού, όμως η προτροπή να το διαβάσετε οι ίδιοι είναι σίγουρα σημαντικότερη. Βιβλία σαν κι αυτό, γραμμένα μέσω του βιώματος, χωρίς φόβο, χωρίς υπεκφυγές, χωρίς ωραιοποίηση μιας κατάστασης -που είναι όντως άσχημη- χάριν λογοτεχνικής ευαναγνωσίας, σου δίνουν ένα συμπονετικό χάδι στην πλάτη, όταν νιώθεις ότι δεν είναι πολλοί εκείνοι που σκέφτονται σαν εσένα, όταν αντιλαμβάνεσαι ότι στην Ελλάδα του 2020 η ψυχική ασθένεια είναι ακόμη στιγματισμένη λες και αναφερόμαστε στον τρελό του χωριού το 1950 και είναι συντροφιά σου στις πιο σκοτεινές σου μέρες, που -αν μη τι άλλο- το 2020 μας χάρισε απλόχερα πολλές τέτοιες.
Στην εκπνοή του πιο σκοτεινού χρόνου, λοιπόν, -όχι ότι τον τελευταίο αιώνα υπήρξαν λίγες τέτοιες χρονιές, αλλά σε καιρό ειρήνης, νομίζω, είναι από τους χειρότερους χρόνους που θα θυμόμαστε για πολύ καιρό- ο Αύγουστος Κορτώ κλείνει το βιβλίο του με έναν εξαιρετικό επίλογο, που στα δικά μου μάτια και στο δικό μου μυαλό ταιριάζει απόλυτα ως απάντηση στην απρόβλεπτη, κινδυνολογική και απαισιόδοξη ρητορική που γέμισε το 2020: «Η κλίση της ανηφόρας έχει αρχίσει να ελαττώνεται -έστω και ανεπαίσθητα- και στο βάθος διαγράφεται μια υποψία ουρανός, μια φλούδα ήλιος. Ζούμε δύσκολες μέρες, τις χειρότερες -όμως απ’ όλες τους, η σημερινή (Το ‘ξερες; Ούτε κι εγώ) είναι η καλύτερη».
Αποχαιρετώντας, λοιπόν, με διάθεση διδακτική τον χρόνο που φεύγει, σήμερα ήθελα με τη μνεία στο εξαιρετικό βιβλίο που διάβασα να σας θυμίσω αυτό που διατρώνωσε η πανδημία, σε άλλους πιο ήπια, σε άλλους με τον σκληρότερο τρόπο: Θα περάσει. Ο Κορτώ λέει ότι είμαστε φτιαγμένοι για καλύτερες μέρες και δεν θα μπορούσα παρά να συμφωνήσω περισσότερο, ειδικά σήμερα! Εύχομαι καλή χρονιά με αφειδώς καλύτερες μέρες, μέρες πιο κοντά στο φως, γιατί αυτό θα κερδίζει πάντα, όσο σκοτάδι κι αν μας πνίγει κατά καιρούς! Οφείλουμε στους εαυτούς μας το φως να στοχεύουμε, για εκείνο να παλεύουμε κι, αν ποτέ νιώσουμε αδύναμοι, πάντα θα υπάρχει κάποιος που θα μας πείσει πως αξίζει να συνεχίσουμε να ζούμε!