Της Καίτης Καππάτου,
Tο μεγαλύτερο μέρος των υπερπόντιων μεταφορών εμπορευμάτων πραγματοποιείται δια θαλάσσης. Η χρησιμοποίηση του πλοίου για τη μεταφορά πραγμάτων με αντάλλαγμα αποτελεί μια μορφή εκμετάλλευσης αυτού. Η μεταφορά πραγμάτων δια θαλάσσης προϋποθέτει συμφωνία μεταξύ του συμβαλλομένου που αναλαμβάνει να εκτελέσει τη μεταφορά και αυτού που επιθυμεί να μεταφέρει τα πράγματα από έναν λιμένα σε έναν άλλο. Η σύμβαση ναύλωσης αποτελεί βασική σύμβαση με αντικείμενο τη θαλάσσια μεταφορά, όπως αυτή ορίζεται στην πλειοψηφία των εθνικών δικαστηρίων.
Η πραγματοποίηση μεταφορών με πλοία “trump”, τα οποία δεν πραγματοποιούν προγραμματισμένα δρομολόγια, είναι ιδιαίτερα συχνή ιδίως για τη μεταφορά χύμα ομοειδούς φορτίου (bulk), όπως είναι τα σιτηρά. Η επιλογή της σύμβασης ναυλώσεως δεν είναι καθόλου τυχαία, καθώς εξυπηρετεί μεταφορές μεγάλης ποσότητας φορτίου με ασφάλεια.
Σύμφωνα με το αρ. 107 εδ. α’ ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναύλωσης κατά ταξίδι αποτελεί τη χρησιμοποίηση του πλοίου για τη μεταφορά πραγμάτων δια θαλάσσης έναντι ανταλλάγματος και για την πραγμάτωση συγκεκριμένου ταξιδιού. Διατίθεται στο ναυλωτή όλο το πλοίο για τη μεταφορά του φορτίου του χωρίς ωστόσο, να αποκτά την εμπορική ή τεχνική διαχείριση του πλοίου, η οποία παραμένει στον πλοιοκτήτη του πλοίου, που οφείλει με κάθε επιμέλεια να εκτελέσει το ταξίδι. Η συμφωνία αποδεικνύεται εγγράφως δια του ναυλοσυμφώνου ΚΙΝΔ 108, (αποδεικτική ισχύς του ναυλοσυμφώνου που αποδεικνύει τη σύμβαση ναυλώσεως). Αρκετά διαδεδομένο είδος της κατά κυριολεξία ναύλωσης αποτελεί η ναύλωση κατά ταξίδι ΚΙΝΔ 107 εδ. α’.
Η ναύλωση κατά ταξίδι υπόκειται στην ελευθερία των συμβάσεων, με τα μέρη να είναι ελεύθερα να διαμορφώνουν το περιεχόμενο του ναυλοσυμφώνου με βάση τη κοινή τους βούληση χωρίς να δεσμεύονται από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου. Η ναύλωση κατά ταξίδι επιλέγεται συνήθως από τον έμπορο που χρείαζεται το πλοίο για να μεταφέρει συγκεκριμένο φορτίο, σε συγκεκριμένο χρόνο και με προκαθορισμένους λιμένες φόρτωσης και εκφόρτωσης, εκτός απρόοπτων περιστατικών που τους αναγκάζουν στη μεταβολή των λιμένων.
Ευρέως χρησιμοποιούμενο πρότυπο ναυλοσύμφωνο της ναύλωσης κατά ταξίδι είναι το GENCON 1994 της BIMCO στο οποίο περιέχονται στοιχεία εξατομίκευσης του υπό ναύλωσης πλοίου, στοιχεία σχετικά με το φορτίο και τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των μερών. Η ναύλωση κατά ταξίδι επιμερίζεται στη φόρτωση σε ένα λιμένα, στον πλου προς τον λιμένα εκφορτώσεως και στη εκφόρτωση του φορτίου στο λιμένα εκφόρτωσης.
Σε πολλές περιπτώσεις τα αρ. 168 ΚΙΝΔ και 3§3 ΚΧΒ (Κανόνες Χάγης Βίσμπυ) προβλέπουν ότι στα πλαίσια της σύμβασης ναύλωσης εν στενή εννοία ήτοι της ναύλωσης κατά ταξίδι, ο πλοίαρχος του πλοίου ενεργώντας ως άμεσος αντιπρόσωπος του πλοιοκτήτη μετά την ολοκλήρωση της φόρτωσης του φορτίου προς μεταφορά εκδίδει φορτωτική σχετικά με το φορτίο που φορτώθηκε. Συγκεκριμένα, οι ναυλωτές που φορτώνουν δικό τους φορτίο προς μεταφορά είναι πιθανόν να επιθυμούν να διαθέσουν (να ενεχυράσουν ή να μεταβιβάσουν) το σύνολο ή μερος του φορτίου σε τρίτο πρόσωπο οποιαδήποτε στιγμη με γρήγορες διαδικασίες. Η φορτωτική που εκδίδεται κατά τη διάρκεια της ναύλωσης εκδίδεται ως συμπληρωματικό έγγραφο σε σχέση με το ναυλοσύμφωνο. Για την πραγμάτωση αυτού του σκοπού, η πρακτική έχει δημιουργήσει το θεσμό της φορτωτικής ναυλοσυμφώνου (charterparty bill), μιας φορτωτικής που εκδίδεται εντός του πλαισίου ενός ναυλοσυμφώνου είτε από τον εκναυλωτή, είτε τον ναυλωτή του ναυλοσυμφώνου. Η φορτωτική αποτελεί το έγγραφο που αποδεικνύει την ύπαρξη της σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς πραγμάτων, η οποία υπάγεται στην εν ευρεία εννοία της ναύλωσης.
Η φορτωτική ναυλοσυμφώνου εξυπηρετεί κατά κύριο λόγο τη μεταφορά που γίνεται με τη ναύλωση κατά ταξίδι. Συγκεκριμένα, διευκολύνει τον κομιστή/παραλήπτη να παραλάβει τα πράγματα στον τόπο προορισμού. Σύμφωνα με το αρ.107 ΚΙΝΔ, ορίζεται ότι η νομίμως εκδιδόμενη φορτωτική αποτελεί απόδειξη μεταξύ των μερών και όλων των ενδιαφερόμενων για το φορτίο, για την καλή κατάσταση αυτού. Επίσης, επιτρέπει στον κύριο των εμπορευμάτων να τα μεταβιβάσει ή να τα ενεχυράσει σε τρίτο εν πλω χωρίς να απαιτείται και η παράδοση των πραγμάτων.
Σχετικά με το χρόνο έκδοσης της φορτωτικής, αυτή εκδίδεται μετά την παραλαβή ή τη φόρτωση των προς μεταφορά πραγμάτων ύστερα από αίτηση του φορτωτή/ναυλωτή. Μετά την υποβολή του αιτήματος αυτού, ο εκναυλωτής/μεταφορέας έχει υποχρέωση να εκδώσει φορτωτική εντός ευλόγου χρόνου και αντίστοιχα ο φορτωτής/ναυλωτής αποκτά αγώγιμη αξίωση για την έκδοση της φορτωτικής. Η αξίωση για την έκδοση της φορτωτικής υπάρχει τόσο στη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς όσο και στη σύμβαση ναύλωσης. Την έκδοση φορτωτικής μπορεί να αναλάβει ο πλοίαρχος σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελών 1926 διότι ο ίδιος επιμελείται τη φόρτωση του φορτίου στο πλοίο κατά τη παραλαβή του και ενεργεί ως άμεσος αντιπρόσωπος του μεταφορέα. Η επιλογή του αξιογραφικού είδους της φορτωτικής ανήκει κατά το νόμο στο φορτωτή ΚΙΝΔ 169. Παράλληλα, αν το φορτίο παρουσιάζει εξωτερικές ποιοτικές αλλοιώσεις από το στάδιο της φόρτωσης, εφόσον αυτές δεν αναγράφηκαν στη φορτωτική, τεκμαίρεται πως παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ότε την επιμέλεια του φορτίου έχει αποκλειστικά ο μεταφορέας/εκναυλωτής.
Η φορτωτική σύμφωνα με την αποδεικτική της λειτουργία αποτελεί μαχητό τεκμήριο παραλαβής του φορτίου στον αριθμό, στην ποιότητα και στην κατάσταση που περιγράφεται σε αυτήν. Η ανακρίβεια των δηλώσεων στη φορτωτική δεν της στερούν την αποδεικτική της δύναμη. Η φορτωτική ως εμπορευματόγραφο (δηλαδή ως ενοχικό και εμπράγματο αξιόγραφο) εκτός της αποδεικτικής της λειτουργίας ενσωματώνει και αξιογραφική λειτουργία με νομιμοποιητικά και μεταβιβαστικά αποτελέσματα.
Η καθαρή φορτωτική κατέχει σημαντικό ρόλο στις διεθνείς οικονομικές συναλλαγές και στις θαλάσσιες μεταφορές. Ειδικότερα, αποτελεί αναγκαίο μέσο για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του πωλητή στη διεθνή πώληση. Γι‘αυτό το λόγο, τα μέρη προσπαθούν να προασπίσουν την πληρότητά της.
Πηγές
- Αντάπασης Α., Αθανασίου Λ., Ναυτικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020
- Κιάντου – Παμπούκη , Ναυτικό Δίκαιο, Τόμος ΙΙ, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2007