Της Χριστίνας Γιαμούζη,
Αναγέννηση
Μια από τις σπουδαιότερες περιόδους στην Ιστορία της Τέχνης, κατά την οποία παρουσιάζεται μια πρωτόγνωρη ανάπτυξη τόσο στην αρχιτεκτονική όσο και στη γλυπτική και τη ζωγραφική, είναι εκείνη της Αναγέννησης. Τέχνες που κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα στη Δυτική Ευρώπη είχαν χάσει το νόημά τους. Σύμφωνα με πολλούς ερευνητές, η περίοδος της Αναγέννησης ξεκινά το 1401 μ.Χ. με έναν δημόσιο διαγωνισμό που διοργανώθηκε για τη δημιουργία των θυρών του Βαπτιστηρίου της Φλωρεντίας, όπου για πρώτη φορά κριτής ήταν ο κόσμος. Σε αυτό το εντυπωσιακό έργο της περιόδου τίθενται τα κριτήρια για τα επόμενα καλλιτεχνικά έργα που θα έκαναν την εμφάνισή τους. Αυτά τα κριτήρια λοιπόν παρουσιάζονται έντονα σε όλο το φάσμα της περιόδου και είναι ο Ουμανισμός, ο Νεοπλατωνισμός, η επιστροφή στην αρχαιότητα, η έννοια του υποκειμένου, οι νέες τεχνικές καινοτομίες και φυσικά το έντονο θρησκευτικό στοιχείο που επηρέασε πολλούς από τους καλλιτέχνες της εποχής, όπως τον Μιχαήλ Άγγελο.
Michelangelo
«Σαν δυνατός χείμαρρος που ταυτόχρονα γονιμοποιεί και εξημερώνει και ερημώνει είναι η επίδραση του Michelangelo στη ιταλική τέχνη. Χωρίς κανείς να μπορεί να τον αποφύγει, καθώς παρασύρει στην πορεία του τα πάντα, είναι για λίγους ένας ελευθερωτής και για πολλούς καταστροφέας». Αυτά ήταν τα λόγια του Vasari για τον Michelangelo και πλέον οι περισσότεροι συμφωνούν ότι ήταν εύστοχα και καθόλου τυχαία.
Ο Μιχαήλ Άγγελος γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου του 1475 στο Καπρέζε της Ιταλίας. Ήταν γλυπτής, αρχιτέκτονας, ζωγράφος αλλά και ποιητής. Ως γλυπτής επηρεάστηκε έντονα από την ευρωπαϊκή πλαστική και τον Μανιερισμό αλλά και το Μπαρόκ. Από την ηλικία των 13 ξεκίνησε να εργάζεται, ενώ μετά από έναν χρόνο βρέθηκε στην αυλή των Μεδίκων λόγω της ικανότητάς του στην πλαστική και τέθηκε υπό την προστασία του Lorenzo die Medici. Στο διάστημα αυτό ήρθε σε επαφή με την αρχαία γλυπτική τέχνη αλλά και με την αρχαία φιλοσοφία καθώς επίσης και με τον Νεοπλατωνισμό και μέντοράς του ήταν ο Bertoldo di Giovanni. Ελάχιστοι θα μπορούσαν να αρνηθούν ότι ο Μιχαήλ Άγγελος έχει αφήσει πίσω του έργα απαράμιλλης ομορφιάς και σημαντικής τεχνοτροπίας που εντυπωσιάζουν και θα εντυπωσιάζουν τους επισκέπτες τους αλλά και τους ερευνητές για πολλά ακόμη χρόνια. Ένα από αυτά τα έργα είναι τα γλυπτά του Ταφικού Παρεκκλησίου των Μεδίκων στη Φλωρεντία.
Ταφικό Παρεκκλήσιο των Μεδίκων
Ιδρυτής του οίκου των Μεδίκων υπήρξε ο Τζοβάνι ντι Μπίτσι ντέι Μέντιτσι (1360-1429), πατέρας του Κόζιμο, ο οποίος κατάφερε να αυξήσει κατά πολύ την περιουσία του πατέρα του, καθιστώντας τον, μαζί με τον Πάλλα Στρότσι (1373-1462), τον πλουσιότερο κάτοικο της Φλωρεντίας και τον σημαντικότερο χορηγό της στα δημόσια έργα. Ένας από τους παράγοντες που συνέβαλε στην εγκαθίδρυση της εξουσίας των Μεδίκων στη Φλωρεντία αποτέλεσε η καταλυτική συμβολή της οικογένειας στην πολιτισμική άνθηση της πόλεως μετά την εισβολή και τις εδαφικές διεκδικήσεις της Γαλλίας και της Ισπανίας.
Ένα από τα σημαντικότερα έργα που σχετίζονται με τους Μεδίκους και που ανατέθηκε στον Μιχαήλ Άγγελο από τον Πάπα Λέων Ι΄ ήταν το Σκευοφυλάκιο στο βόρειο τμήμα του ναού San Lorenzo, το γνωστό σε όλους Ταφικό Παρεκκλήσιο των Μεδίκων. Το ταφικό παρεκκλήσιο κτίστηκε περίπου το 1520-1534 και παραμένει ανολοκλήρωτο, όπως και αλλά γνωστά έργα του γλύπτη λόγω κάποιων προσωπικών περισπασμών και πολλών άλλων παραγγελιών. Γενικότερα το έργο παρουσιάζει έναν συνδυασμό αρχιτεκτονικής αλλά και πλαστικής τέχνης, δημιουργώντας έτσι μια σχέση αλληλεπίδρασης.
Για να αποκτήσει τον ρόλο του Μαυσωλείου, το αρχικό σχέδιο ήταν να τοποθετηθούν τέσσερις ταφές από τα μέλη της οικογένειας των Μεδίκων αλλά τελικά περιορίστηκε σε ταφικό παρεκκλήσιο δύο μελών, του Lorentzo, δούκα του Ουρμπίνο, και του Giuliano, δούκα του Νεμούρ. Οι δύο τάφοι λοιπόν τοποθετούνται αντικριστά με σχεδόν συμμετρικό τρόπο και όλο το γλυπτό κατανέμεται σε τρία υποσύνολα με κόγχες, τα όποια έχουν διαμορφωθεί συμφώνα με τα κλασικά αρχιτεκτονικά πρότυπα, καθώς φέρουν δίδυμους ραβδωτούς κορινθιακούς πεσσούς, γείσο, τοξωτά ανοίγματα και άλλα αρχιτεκτονικά στοιχειά.
Για να ξεχωρίσουν τους τιμώμενους νεκρούς από τους παλαιότερους γόνους των Μεδίκων Μagnifici, τους αποκαλούσαν Capitani. Oι δυο αυτές σημαντικές προσωπικότητες παρουσιάζονται σε φυσικό μέγεθος, καθιστές και όχι σε στάση ύπνου, όπως συνηθίζεται, ντυμένες με τη στολή του Ρωμαίου στρατηγού μέσα σε κόγχη. Ο καθένας τους έχει κάτω από τα πόδια του μια σαρκοφάγο, όπου πάνω τοποθετούνται δυο γυμνές ανακεκλιμένες μορφές, η μία γυναικεία και η άλλη ανδρική εναλλάξ. Φυσικά, από αυτό το εξαιρετικό γλυπτό δεν θα έλειπαν οι συμβολισμοί που κάνουν το έργο ακόμα πιο εντυπωσιακό και να δείχνει το βάθος σκέψης που είχαν οι άνθρωποι εκείνης της περιόδου και πόση σημασία έδιναν στην τέχνη για να τιμήσουν τους νεκρούς τους. Συμβολίζονται, λοιπόν, οι αλληγορίες των φάσεων του εικοσιτετράωρου, του έτους ή των τεσσάρων ηλικιών του ανθρώπου και συνυπάρχουν σε εξαιρετικό βαθμό το κλασικό και χριστιανικό στοιχείο.
Στο γλυπτό του ο Giuliano (630 x 420 εκ.) παρουσιάζεται ανήσυχος, σε υπερένταση, ενεργητικός, ασκεπής με πλούσια βοστρυχωτή κόμη (vita activa). Ο ίδιος στρέφει έντονα το κεφάλι προς τα αριστερά ώστε να συναντηθούν τα βλέμματά τους με την Παναγία. Εδώ διαφαίνεται μια εικονογραφική, μορφολογική αλλά και μια φιλοσοφική αντίθεση, καθώς ο Lorenzo που βρίσκεται απέναντι στρέφει το κεφάλι του προς τα δεξιά. Άλλη μια αντίθεση που παρουσιάζεται έντονα είναι ότι στο γλυπτό του Giuliano οι κάτω μορφές συμβολίζουν την Ημέρα, το καλοκαίρι, την ωριμότητα αλλά παράλληλα και τη Νύχτα που συνοδεύεται από τον θάνατο και τον χειμώνα. Εδώ λοιπόν πρέπει να σημειωθεί ότι τη νύχτα την συμβολίζει η γυναικεία μορφή η οποία παρουσιάζεται κουρασμένη με ηλικιωμένο σώμα, γεμάτη εμπειρίες, καθώς είναι αυτή που ξεκινάει τη μέρα, μένοντας ξάγρυπνη μέχρι να έρθει το πρωί. Η μάσκα στο κάτω μέρος της μορφής συμβολίζει τη νύχτα και τα όνειρα που τη συνοδεύουν. Η γυναικεία μορφή στο γλυπτό του Lorenzo λοιπόν συμβολίζει την Αυγή και το σώμα της είναι πιο νεανικό και ξεκούραστο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις μορφές αυτές απουσιάζει ο ερωτισμός και η σεξουαλικότητα.
Από την άλλη πλευρά, στο Γλυπτό του ο Lorenzo (630 x 420 εκ.) παρουσιάζεται σκεπτικός, με το κράνος να σκιάζει το πρόσωπό του και το χέρι να στηρίζει το κεφάλι του που σχετίζεται με τη Στοχαστική Ζωή (vita contemplativa), ενώ το παραμορφωμένο δεξί χέρι σχετίζεται με την ιδέα του ύπνου και του θανάτου. Οι μορφές συμβολίζουν την Αυγή, όπως αναφέρθηκε, την άνοιξη, την παιδική ηλικία και την Εσπέρα μαζί με το φθινόπωρο και τα γηρατειά. Οι ποτάμιοι θεοί, που συνυπάρχουν με τις ανακεκλιμένες μορφές, αντιπροσωπεύουν τη ζώνη του κάτω κόσμου, ενώ οι μορφές των δύο Μεδίκων, τοποθετημένες σε μία άλλη σφαίρα και εξιδανικευμένες, συμβολίζουν το ουράνιο επίπεδο στο οποίο είχαν οδηγηθεί οι νεκροί.
Στην εσοχή του αδιαμόρφωτου τρίτου τοίχου ενσωματώνονται τρεις ημιτελείς καθιστές μορφές απέναντι από την Αγία Τράπεζα. Είναι η μορφή της αυστηρής και εσωστρεφούς Παναγίας Γαλακτοτροφούσας, που έχει τα πόδια της σταυρωμένα και το πρόσωπό της είναι ίσως εξίσου τραγικό με εκείνο της Αυγής, σαν να έχει ένα κακό προαίσθημα, καθώς έτσι όπως κοιτάζει τον γιο της είναι σαν να αναλογίζεται τη μελλοντική του θυσία. Η Παναγία κρατάει τον μικρό Ιησού στην αγκαλιά της, ο οποίος βρίσκεται σε πλήρη συστροφή και φαίνεται σαν να προσπαθεί να βυθίσει το πρόσωπό του στο στήθος της μητέρας του. Η Παναγία με το Θείο βρέφος πλαισιώνονται από τους προστάτες Άγιους των Μεδίκων, Κοσμά και Δαμιανό, τους οποίους λάξευσαν πιθανότατα οι βοηθοί του Μιχαήλ Αγγέλου συμφώνα με τα πρότυπά του. Ωστόσο, φαίνεται έντονα η διαφορά, καθώς πρόκειται για αγάλματα μικρότερης αξίας, τοποθετημένα σε λάθος θέση. Συμφώνα με το αρχικό σχέδιο, θα έπρεπε να έχουν το κεφάλι τους στραμμένο προς τους δύο Δούκες, τους οποίους καλούν κοντά στην Παναγία και τον μικρό Χριστό, αντί να αποστρέφουν το βλέμμα τους από εκείνους που υποτίθεται ότι προστατεύουν.
Ένα ακόμα γλυπτό στο Παρεκκλήσιο των Μεδίκων είναι η Νίκη, που ίσως αποτελούσε μέρος του αρχικού σχεδίου του Μιχαήλ Άγγελου για τους τάφους. Παρά την έντονη συστροφή του σώματός της, η Νίκη είναι λαξευμένη έτσι ώστε να τη βλέπει κανείς μετωπικά, δίνοντάς μας παράλληλα την αίσθηση μιας πολλαπλότητας οπτικών γωνιών. Η Νίκη είναι μία αλληγορία, όμως, στο πλαίσιο του ταφικού μνημείου, είναι μία φιγούρα ανοιχτή σε μία εντυπωσιακή ποικιλία αναγνώσεων μεταξύ των επισκεπτών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Χαραλαμπίδης, Αλ., Η Ιταλική Αναγέννηση, Θεσσαλονίκη 2014
- Η Οικογένεια των Μεδίκων και η Ίδρυση της Νεοπλατωνικής Ακαδημίας, διαθέσιμο εδώ
- Ο γλύπτης Michelangelo Buonarotti, διαθέσιμο εδώ
- Αναγέννηση: Τι εννοούμε και τι οδήγησε σε αυτήν (lecture by Pantelis Tsavalos), διαθέσιμο εδώ
- Biography – The Divine Michelangelo, διαθέσιμο εδώ