Του Κωνσταντίνου Πίχλιαβα,
Ως θεματική του τελευταίου άρθρου της σειράς για την Ύστερη Αρχαιότητα (το οποίο τυγχάνει να είναι και το τελευταίο μου για το 2020) επέλεξα τους διωγμούς των χριστιανών ως φαινόμενο της ρωμαϊκής ιστορίας. Πρόθεσή μου είναι να αναδείξω τα κυριότερα περιστατικά των διώξεων και το σκεπτικό πίσω από τις αποφάσεις της διώκουσας αυτοκρατορικής διοίκησης. Η προς εξέτασιν περίοδος καλύπτει το σύνολο της αυτοκρατορικής εποχής μέχρι και την Τετραρχία.
Ήδη από τις απαρχές του, ο Χριστιανισμός γνώρισε αρκετές διώξεις, αρχής γενομένης από την Παλαιστίνη, με πρώτο θύμα το Στέφανο. Η αντίδραση προς τη νέα θρησκεία προερχόταν εξίσου από τους κύκλους της Ιουδαϊκής διασποράς, όσο και τους τοπικούς άρχοντες των πόλεων, εξαιτίας της αναστάτωσης που προκαλούνταν. Η πρώτη επίσημη δίωξη εναντίων χριστιανών, χρονολογείται στα χρόνια του Νέρωνα με αφορμή τη μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε την Ρώμη το 64. Στην περίπτωση αυτή, οι Χριστιανοί απετέλεσαν τους αποδιοπομπαίους τράγους, προκειμένου η λαϊκή αγανάκτηση να μην στραφεί κατά του Αυτοκράτορα. Σύντομης διάρκειας διώξεις θεωρείται πως επαναλήφθηκαν επί Δομιτιανού.
Κατά την περίοδο των «Πέντε καλών αυτοκρατόρων» (96-180), οι διώξεις εναντίων χριστιανών περιορίστηκαν σε τοπικό επίπεδο. Διάσημη είναι η απάντηση του Τραϊανού προς τον Πλίνιο το νεότερο, legatus Augusti (επαρχιακό διοικητή) του Πόντου και Βιθυνίας, σχετικά με τη μεταχείριση όσων κατηγορούνταν ως χριστιανοί. Στην απάντησή του, ο αυτοκράτορας όριζε, πως όσοι καταγγέλθηκαν επώνυμα, έπρεπε να ανακριθούν και αν αρνηθούν να θυσιάσουν (κάνοντας χοές ή με προσφορά θυμιάματος και βρώση ειδωλόθυτου κρέατος), να τιμωρηθούν, διαφορετικά, οι χριστιανοί δεν έπρεπε να αναζητώνται. Παρ’ όλα αυτά, επί Μάρκου Αυρηλίου, το 177, στη Λυών απαγορεύθηκε στους Χριστιανούς να εισέρχονται στην Αγορά (Forum) και να μετέχουν στο δημόσιο βίο. Η εναντίον τους αντίδραση έφτασε μέχρις σημείου αυτοδικίας· άτομα, τα οποία ενώ καταγγέλθηκαν ως χριστιανοί, θυσίασαν, θανατώθηκαν μαζί με άλλους.
Βεβαίως, η μνεία αυτού του γεγονότος είναι προβληματική. Από τη μία, ο επίσκοπος της Λυών, Ειρηναίος, αν και σύγχρονος των γεγονότων, δεν κάνει καμία σχετική αναφορά στο έργο του (το οποίο όμως, διασώζεται αποσπασματικά). Η ανάμνηση των διώξεων προέρχεται από τον (κατά δύο αιώνες μεταγενέστερο των γεγονότων) Ευσέβιο Παμφίλου, επίσκοπο της παλαιστινιακής Καισάρειας, στο έργο του, Εκκλησιαστική Ιστορία.
Αυτή η επαμφοτερίζουσα στάση της αυτοκρατορικής διοίκησης συνεχίστηκε και επί Σεβήρων. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον (από ερευνητικής σκοπιάς) παρουσιάζει η περίοδος της «Στρατιωτικής Αναρχίας» (235-284). Από τη μία, ο Φίλιππος ο Άραβας (244-249) φαίνεται από τους αρχαίους συγγραφείς να είναι φίλα προσκείμενος προς τους χριστιανούς, αν όχι ο πρώτος (κρυπτο)χριστιανός αυτοκράτορας. Διατηρούσε μάλιστα, εικόνα του Χριστού στο οικογενειακό του λαράριο μαζί με αυτήν του Μωυσή και του Απολλωνίου του Τυανέως. Στον αντίποδα, βρίσκεται ο Τραϊανός Δέκιος, ο οποίος στα πλαίσια της ανορθωτικής του πολιτικής και της pax deorum (θα ασχοληθούμε εν συνεχεία με αυτήν) διέταξε την υποχρεωτική τέλεση θυσιών από το σύνολο του πληθυσμού της αυτοκρατορίας. Σχετικές βεβαιώσεις έχουν διασωθεί στην Αίγυπτο, ενώ όσοι αρνήθηκαν να θυσιάσουν εκτελέστηκαν. Αντίστοιχες διώξεις επανελήφθησαν επί Αυρηλιανού.
Από τον Αυρηλιανό μέχρι την έκρηξη του «Μεγάλου Διωγμού» το 303, η Εκκλησία έζησε μια μεγάλη περίοδο ηρεμίας. Γνωρίζουμε, πως απέναντι από το ανάκτορο του Διοκλητιανού στη Νικομήδεια είχε υψωθεί χριστιανικός ναός. Ο μεγάλος διωγμός ήταν ο χειρότερος στην ιστορία της εκκλησίας· με αλλεπάλληλα αυτοκρατορικά διατάγματα υποχρεώθηκαν αρχικά, όλοι οι στρατιωτικοί και αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι να θυσιάσουν, όσοι δεν συμμορφώθηκαν απολύθηκαν. Στη συνέχεια, δημεύθηκε η εκκλησιαστική περιουσία και διατάχθηκε οι επίσκοποι και όλοι οι χριστιανοί να παραδώσουν τις Γραφές, των οποίων η κατοχή και απόκρυψη ποινικοποιήθηκε. Κατόπιν, επίσκοποι και ιερείς αναγκάσθηκαν να θυσιάσουν. Το τελευταίο διάταγμα προέβλεπε την υποχρεωτική τέλεση θυσιών από το σύνολο του πληθυσμού της αυτοκρατορίας, με τη χορήγηση σχετικών βεβαιώσεων από τους επιφορτισμένους αξιωματούχους.
Στη Δύση, ο διωγμός δεν είχε ιδιαίτερη έξαρση. Στα εδάφη που ήλεγχε ο Κωνστάντιος ο Χλωρός, η εφαρμογή των μέτρων δεν ήταν συνεπής, γραφές κάηκαν και γκρεμίστηκαν ορισμένοι ναοί, όμως, κανείς δεν θανατώθηκε. Στα εδάφη που ήλεγχε ο Μαξιμιανός και κυρίως στην Αφρική (Καρχηδόνα) η κατάσταση ξέφυγε· με την κατηγορία πως ο επίσκοπος Μενσούριος και ο διάδοχός του, Καικιλιανός παρέδωσαν ιερές γραφές να καούν και δέχθηκαν σε κοινωνία «πεπτωκότες», άτομα που θυσίασαν, μερίδα φανατικών αποσχίστηκε και εξέλεξε ξεχωριστό επίσκοπο, τον Δονάτο. Στην Ανατολή, οι διώξεις συνεχίστηκαν μέχρι το 311, λίγο πριν το θάνατο του Γαλέριου, οπότε με αυτοκρατορικό διάταγμά, αναγνωρίστηκε ο Χριστιανισμός ως αποδεκτή θρησκεία (religio licta). Τις διώξεις συνέχισε ο Μαξιμίνος Δάϊας μέχρι την ήττα του από τον Λικίνιο. Τέλος, το έδικτο των Μεδιολάνων αποτελεί και το επίσημό τους τέλος.
Ποια ήταν όμως, η αιτιολογία των διωγμών; Η απάντηση δεν είναι ο μονοθεϊσμός με τη στενή του έννοια, αλλά η θέση του Χριστού στη νέα πίστη. Ακόμα και ο Ιουδαϊσμός, κατάφερε να βρει ένα modus vivendi με τον αυτοκράτορα, προσφέροντας θυσίες και δεήσεις υπέρ του· αυτό δε σημαίνει βεβαίως, πως η συμβίωση υπήρξε ανέφελη. Ο αυτοχαρακτηρισμός των Χριστιανών ως «δούλων Χριστού» και η άρνησή τους να θυσιάσουν προς τιμήν του αυτοκράτορα τους καθιστούσαν εν δυνάμει στασιαστές. Σε έναν κόσμο που η κυριότερη θρησκευτική πράξη ήταν η θυσία (ακόμα και οι Εβραίοι θυσίαζαν στο ναό των Ιεροσολύμων), η αποχή των Χριστιανών γινόταν αντιληπτή ως «μίσος» κατά της κοινωνίας και των σχέσεών της με τους θεούς (pax deorum). Αν ο Ιουδαϊσμός μετά βίας γινόταν αποδεκτός ως μία αρχαία πίστη, ο Χριστιανισμός θεωρείτο ένας επικίνδυνος νεωτερισμός.
Η πεντηκονταετία της στρατιωτικής αναρχίας συνέβαλε τα μέγιστα στην άμβλυνση της αντιπαλότητας των χριστιανών με τους εθνικούς γείτονές τους. Οι αριθμοί των χριστιανών αυξήθηκαν. Σε μία εποχή ανακατατάξεων, τη θέση του «εχθρού» πήραν οι επελαύνοντες βάρβαροι και οι στρατιώτες από τα σύνορα. Η χριστιανική ελεημοσύνη άλλωστε, εκτόνωνε μερικώς την κοινωνική αναστάτωση. Αυτά για τα κατώτερα στρώματα, για την ελίτ, η εθνική θρησκεία ήταν νεκρή εδώ και αιώνες (από την γέννηση της σοφιστικής) και οι περισσότεροι στρεφόταν είτε στο Νεοπλατωνισμό (οι πιο παραδοσιακοί), είτε στο Χριστιανισμό. Σε βάθος χρόνου και χάρη στον Κωνσταντίνο, ο Χριστιανισμός ήταν ο μεγάλος νικητής.
Προσπάθησα στο σημείωμα αυτό με κατανοητό τρόπο, να παρουσιάσω τα αίτια και τις φάσεις των διώξεων εναντίων των χριστιανών. Πολλά πράγματα αναφέρθηκαν ακροθιγώς χάριν συντομίας. Η αρχή και το πρόσωπο του Κωνσταντίνου άλλαξαν τον ρου της ιστορίας. Παρά την αποτυχημένη προσπάθεια του Ιουλιανού να ανατρέψει την κατάσταση προς όφελος του Νεοπλατωνισμού και των παλαιών θεών, ο Χριστιανισμός επιβίωσε και μεγαλούργησε. Με αυτά σας αφήνω για φέτος. Σας εύχομαι καλές γιορτές και ευτυχισμένο το νέο έτος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Alföldy G., Η Κρίση του 3ου αι. μ.Χ. (235-284 μ.Χ.), Ελληνισμός και Ρώμη Γ΄, τ. 16, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2015, σ. 172-187.
- Brown P., Ο κόσμος της Ύστερης Αρχαιότητας 150-750 μ.Χ., Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1998, σ. 55-102.
- G.E.M. de Ste. Croix, Ο χριστιανισμός και η Ρώμη. Διωγμοί, αιρέσεις και ήθη, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2005, σ. 1-236.
- Κραλίδης Απόστολος, Η αυτοκρατορική λατρεία στην περίοδο της τετραρχίας (285-313 μ.Χ.), Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 73-82.
- Mackay Christopher, Αρχαία Ρώμη Στρατιωτική και πολιτική Ιστορία, Παπαδήμας, Αθήνα 2014, σ. 378-388.
- Μπουραζέλης Κ., Οι τρόφιμοι τα Λύκαινας, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2015, σ. 388-389.
- Σακελαρίου Μ., Η εποχή των Σεβήρων και τα Αναρχίας (193-284 μ.Χ.), Ελληνισμός και Ρώμη, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 14 , Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2015, σ. 99-105.
- Veyne P., Όταν ο κόσμος μας έγινε Χριστιανικός (312-394 μ.X.), Βιβλιοπολείον της Εστίας, Αθήνα 2012, σ. 29-62.