Της Κατερίνας Φιλακούρη,
Ποιος είναι ο Δημήτριος Ροδόπουλος; Μάλλον περισσότερο γνωστός με το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο, Μ. Καραγάτσης. Πρόκειται για έναν από τους πιο σημαντικούς λογοτέχνες της γενιάς του. Για μένα είναι η συμφιλίωσή μου με την ελληνική λογοτεχνία, αφού για χρόνια την απέφευγα. Βρισκόμουν σ’ ένα παλαιοπωλείο κάπου στο Κουκάκι, όταν μια παλιά έκδοση της «Μεγάλης Χίμαιρας» μου τράβηξε την προσοχή. Έτσι, λοιπόν, ξεκίνησε η γνωριμία μου με τον «κακό λογοτέχνη». Πάνε 60 χρόνια από τον θάνατό του (14 Σεπτεμβρίου 1960) και η αλήθεια είναι ότι η ελληνική κοινωνία και τα ανθρώπινα πάθη, όπως σκιαγραφούνται στα έργα του, δεν απέχουν πολύ από τα σημερινά.
Η «Μεγάλη Χίμαιρα» αποτελεί το δεύτερο μέρος της Τριλογίας «Εγκληματισμός κάτω από τον Φοίβο», με πρώτο τον «Γιούγκερμαν» και τελευταίο τον «Συνταγματάρχη Λιάπκιν». Κοινός παρανομαστής τους ήταν η προσπάθεια προσαρμογής τριών ξένων στην Ελλάδα. Προσπάθεια που οδήγησε στην καταστροφή τους. Η Μαρίνα, η πρωταγωνίστρια της «Μεγάλης Χίμαιρας» αποτελεί ένα τραγικό πρόσωπο. Μια γυναίκα μαγευτική και συνάμα μαγεμένη. Μαγεμένη από την ελληνική γλώσσα, τους αρχαίους Έλληνες τραγικούς και τον ελληνικό ήλιο. Θέλοντας να βρει καταφύγιο από την παλιά της ζωή, πλέει μακριά από τον ποταμό της Ρουάν προς το απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου. Η Νορμανδή μας αφήνει τον μουντό ήλιο της Γαλλίας για να σταθεί κάτω από το σκληρό, εκτυφλωτικό φως του ελληνικού ήλιου σκεπτόμενη: «Ποιο ριζικό με περιμένει κάτω από αυτό το φως; Τι βέλη φυλάει στη φαρέτρα του για μένα ο Φοίβος;». Πλάι της βρίσκεται ο Γιάννης Ρεΐζης, ο άνδρας της, ο μοναδικός άνδρας που αγάπησε.
Η Μαρίνα πολλές φορές θα βρεθεί σε διλήμματα και δεν θα μπορέσεις να την κατηγορήσεις γι’ αυτό, γνωρίζοντας τα βιώματά της και τη γενικότερη κοσμοθεωρία της. Θεωρούσε τη Μήδεια (εκείνη που το πάθος και η ζήλεια την ώθησε να σκοτώσει τα παιδιά της) «τον φυσιολογικό άνθρωπο». Πίστευε ότι είναι φυσιολογικός ο άνθρωπος του οποίου «το λογικό» συσκοτίζεται από το ερωτικό πάθος. Και κατ’ αντιδιαστολή ερχόταν στο συμπέρασμα πως «ο άνθρωπος που δεν μπορεί να νιώσει ένα τέτοιο πάθος δεν είναι φυσιολογικός». Έχοντας αυτό στον νου, καθώς και τη δυσλειτουργική σχέση με τη μητέρα της, γίνονται κατανοητές οι επιλογές της και η πορεία που χάραξε στη ζωή της. Η μητέρα της ήταν πόρνη και θα την κατηγορήσει για τις αποτυχημένες ερωτικές προσπάθειές της. Καθ’ όλη τη διάρκεια του βιβλίου βρίσκεται παραδομένη στην ηδονή, τόσο αυτή που αφορά το σώμα όσο και αυτή που γεννάται στην ψυχή.
Σημαίνουσα θέση στο έργο, εκτός από το το γυναικείο ερωτικό ζήτημα, έχει η αποτυχία εγκληματισμού της Μαρίνας στην Ελλάδα. Πόσο σκληρά προσπάθησε να αφομοιωθεί από την ελληνική κοινωνία, την ελληνική οικογένεια! Πόσο αδιανόητος της φαινόταν ο στενός δεσμός ανάμεσα στη μάνα και τα παιδιά, ανάμεσα στα αδέρφια. Τόσο αβιάστος, έντονος, ίσως και ιερός! Κι έρχεται να διερωτηθεί τι θα γινόταν αν με τον άνδρα της έμενε στη Γαλλία αντί στην Ελλάδα. «Γιατί όμως παράτησα την πατρίδα μου, τη γλώσσα και το πνεύμα της;… γιατί από Γαλλίδα άρχισα να σιγομεταλλάζω σε Ελληνίδα;… ας υποθέσουμε ότι ο άνδρας που αγαπώ και μ’ αγαπάει έμενε οριστικά μαζί μου στη Ρουάν. Θα εκγαλλιζόταν άραγε με την ευκολία που εγώ εξελληνίζομαι;». Και τελικά, ήταν η ίδια η ελληνική κοινωνία που την «κατάπιε», την «απορρόφησε».
Ο Καραγάτσης είναι τολμηρός και αινιγματικός, ωμός και γλαφυρός στις περιγραφές του. Η γραφή του δεν χαρασκτηρίζεται από σεμνοτυφία, δεν ωραιοποιεί τους χαρακτήρες του. Αντίθετα, αποτυπώνει τόσο τα ευγενή όσο και τα ταπεινά κίνητρά τους αλλά και τις πράξεις στις οποίες αυτά οδηγούν. Δεν φοβάται να λερώσει τους πρωταγωνιστές του, παραδίδεται σ’ έναν πόλεμο ανάμεσα σε κυνικά νοήματα και λυρικές φράσεις. Η αφήγησή του είναι τριτοπρόσωπη, πρόκειται δηλαδή για έναν αφηγητή παντογνώστη, ο οποίος γνωρίζει τις σκέψεις και τα συναισθήματα όλων των προσώπων. Κρατά ως επί το πλέιστον τις προτάσεις του σύντομες, αναγκάζοντάς σε να διαβάζεις ασθμαίνοντας. Έχει την ικανότητα να περιγράφει τον άνθρωπο με όλα του τα ελαττώματα, κάνοντας τον αναγνώστη να συμπάσχει με τα τραύματα και τον πόνο του χαρακτήρα. Ενσυναίσθηση είναι η σωστή λέξη, αφού σου δημιουργεί μια συναισθηματική ταύτιση με την ψυχική κατάσταση ενός άλλου ατόμου, κατανοώντας τη συμπεριφορά και τα κίνητρα του τελευταίου.
Δεν γίνεται να κλείσω δίχως να εξηγήσω τη φράση «κακός λογοτέχνης». Σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του στο ραδιόφωνο ο Καραγάτσης λέει: «Ο καλός λογοτέχνης μας παρουσιάζει όπως θέλουμε να είμαστε. Εκείνος που τολμάει να μας παρουσιάζει όπως είμαστε είναι κακός λογοτέχνης. Ιδού λοιπόν, αγαπητοί μου, γιατί είμαι ένας κακός λογοτέχνης».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Γιατί ο Μ. Καραγάτσης ήταν ένας “κακός λογοτέχνης” και πώς αυτό ήταν στ’ αλήθεια καλό, διαθέσιμο εδώ
- Ο Αινιγματικός Μ. Καραγάτσης, διαθέσιμο εδώ
- Το σκοτεινό στυλ του Μ. Καραγάτση, διαθέσιμο εδώ