Της Θεοδώρας Αγγελοπούλου,
Η κοινοβουλευτική δημοκρατία ως πολίτευμα ενέχει το στοιχείο της υπεύθυνης διακυβέρνησης, ώστε να χαρακτηρίζεται εν τέλει και αντιπροσωπευτική. Η λαϊκή συμμετοχή στις εκλογές συνεπάγεται την έκφραση της πολιτικής βούλησης του εκλογικού σώματος, η οποία αντικατοπτρίζεται στην κομματική σύνθεση του Κοινοβουλίου βάσει του αναλογικού εκλογικού συστήματος. Επομένως, η κατανομή των εδρών στη Βουλή και η δεδηλωμένη εμπιστοσύνη από την πλειοψηφία αυτών στην εκτελεστική εξουσία αποτελούν την πεμπτουσία της λαϊκής κυριαρχίας.
Το ζητούμενο, ωστόσο, που προκύπτει εντός των δημοκρατικών κόλπων αφορά τη θεώρηση αυτής της λαϊκής κυριαρχίας που έχει τη δύναμη με εξουσιαστικούς όρους, αλλά και νομιμοποιητικό έρεισμα να διαμορφώνει το πολιτικό γίγνεσθαι. Η μονιστική προσέγγισή της εντυπώνεται στον απολυταρχισμό της πλειοψηφικής αρχής, που θεωρεί τη δική της αλήθεια ως κάτι το καθολικά αποκλειστικό, περιθωριοποιώντας τον πλουραλισμό των θέσεων και απαξιώνοντας τη γόνιμη πολιτική διαφωνία από την οποία μπορεί να ανακύψει η ουσιαστική πολιτική αλήθεια.
Η ιστορία έχει αποδείξει ότι ο πλειοψηφικός δογματισμός προκαλεί ηχηρές αντιδράσεις από τις μειοψηφίες, οι οποίες έχουν κατορθώσει, εξαιτίας αυτού του γεγονότος, να στρέψουν τη μερίδα του λέοντος υπέρ τους, διότι η πολιτική αλήθεια που πρέσβευαν ήταν η φιλοσοφικά και πρακτικά ορθή, αλλά και η δημοκρατικά ωφέλιμη για το δημόσιο συμφέρον. Γι’ αυτόν το λόγο, οι σημερινές κυβερνήσεις οφείλουν να ακολουθούν την πλουραλιστική προσέγγιση της λαϊκής κυριαρχίας που ερείδεται στην αρχή της αμεροληψίας. Εκεί ο πολιτικός διάλογος και η ετερότητα των εκπροσωπούμενων κοινωνικών ομάδων διαμορφώνουν τις κατάλληλες συνθήκες για την κοινοβουλευτική συνδιαλλαγή του πρακτικού λόγου. Η αμεροληψία καθιστά την πολιτική ενότητα και τον κομματικό συγχρωτισμό δυνατά, στη βάση της αμοιβαίας αποδοχής των όρων ισοτιμίας και δικαιοσύνης, αλλά και την πολιτική σύγκρουση ευκταία με τη ρήτρα της ειρηνικής διεξαγωγής της.
Η έκφραση της πολλαπλότητας των θέσεων αποτελεί την πεμπτουσία της δημοκρατίας, όχι όταν διεξάγεται μηχανιστικά για λόγους εκπλήρωσης των τυπικών διαδικασιών, αλλά όταν η πλειοψηφία είναι θετικά και ουσιαστικά διακείμενη να συμμετέχει στο διάλογο, αποτάσσοντας την εξουσιαστική νοοτροπία και τον επιθεωρητικό χαρακτήρα που προκύπτουν από τη θέση ισχύος της, καθώς αυτή διαμορφώνει πολιτική όχι μόνο για τους ψηφοφόρους της, αλλά για το σύνολο του λαού. Η στροφή της πλειοψηφίας στη συλλογικότητα και τον πλουραλισμό εντοπίζει το ον και πράττει το δέον.
Άλλωστε, το ίδιο το ευρωπαϊκό ιδεώδες, όπως αποτυπώνεται στις ιδρυτικές συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προωθεί τον πλουραλιστική προσέγγιση της κυριαρχίας ερειδόμενη τόσο στον κοσμοπολιτισμό της όσο και στην υπέρτατη αξία του ανθρώπου, του οποίου ο λόγος πρέπει να γίνεται σεβαστός και ίσως μερικές φορές αποδεκτός, ακόμη κι εάν εντάσσεται κομματικά στις μειοψηφικές πτέρυγες της Βουλής, καθώς η δική του αλήθεια μπορεί διακατέχεται από εφαρμοστικότητα και ωφελιμότητα. Για να επιτευχθεί, όμως, αυτό, δεν αρκεί η κυβέρνηση με την κοινοβουλευτική της πλειοψηφία να υιοθετήσουν την πλουραλιστική θεώρηση και να ακολουθούν την αρχής της αμεροληψίας, αλλά πρέπει και η ίδια η αντιπολίτευση να συνειδητοποιήσει τη σημασία του ρόλου της και τη θέση που καταλαμβάνει στο κοινοβουλευτικό και δημοκρατικό σύστημα, δείχνοντας και η ίδια σεβασμό στους θεσμούς και τους πολίτες, καθώς αποτελεί ενεργό μέλος της νομοθετικής διαδικασίας.
Οι λαϊκίστικές τακτικές -όχι ως εργαλείο της κυβέρνησης για να διατηρήσει το εκλογικό της προβάδισμα και την παρούσα θέση της, αλλά ως αντιπολιτευτικός μηχανισμός αντίδρασης για να προκαλέσει το ενδιαφέρον- και ο ξύλινος λόγος αποδομούν τις κοινοβουλευτικές αξίες, μετατρέποντας τη Βουλή σε αρένα διαρκών διαξιφισμών, έριδων και χαρακτηρισμών επί του προσωπικού. Σε πυκνά χρονικά διαστήματα ως πολίτες έχουμε μετατραπεί σε θιασώτες των κοινοβουλευτικών συζητήσεων, λόγω του ότι η ένταση και το ύφος αυτών δίνουν την αίσθηση προσωπικής διαμάχης με τη χρήση πλήθους κοσμητικών επιθέτων. Μια τέτοιου είδους απαξίωση στον κοινοβουλευτικό διάλογο επιφέρει κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών στους αντιπροσώπους του και κατά συνέπεια κρίση στη δημοκρατία. Η αρχή της αντιπροσώπευσης βυσσοδομείται από πρακτικές, οι οποίες αντί να προάγουν το φιλειρηνικό διαλογικό πνεύμα στα πλαίσια του κοινοβουλευτισμού, εντούτοις στοχεύουν στην ανάδειξη του μεγέθους της αντιπαράθεσης, όχι επειδή η τελευταία στέκεται εμπόδιο στην εξεύρεση της καταλληλότερης λύσης, αλλά, διότι ο βουλευτής αποσκοπεί στη μονοπώληση του ενδιαφέροντος, ώστε να παραμείνει στο επίκεντρο ακόμη και εάν τελειώσει ο δημοκρατικά προβλεπόμενος χρόνος που του δίδεται.
Ο πλουραλισμός και η αμεροληψία για να υφίστανται εν τοις πράγμασι έχουν ανάγκη αντιπολιτευτικούς αντιπροσώπους, οι οποίοι οφείλουν να αντιπαρέλθουν τα στεγανά της μειοψηφικής θέσης τους και να μετατραπούν σε συνεργατικούς δρώντες του κοινοβουλευτισμού μαζί με την πλειοψηφία. Η αναθεώρηση της υπόστασής τους σε κομματικό και ατομικό επίπεδο δεν σημαίνει την απόταξη της διαφωνίας και την άκρατη υιοθέτηση μια διαρκούς συναινετικής τακτικής -αυτό θα ήταν δημοκρατικά ανούσιο και πολιτικά μη βιώσιμο- αλλά πρέπει να έχει υπόψιν της ότι στόχος αποτελεί το συλλογικό συμφέρον που περιλαμβάνει τη μειοψηφία την οποία εκπροσωπεί. Η χρυσή τομή αυτής της κοινοβουλευτικής συνύπαρξης έγκειται στο σεβασμό των δημοκρατικών πυλώνων και την αναγνώριση πολιτικών, οι οποίες μπορεί να είναι ιδεολογικά αντίθετες, αλλά αντικειμενικά απαραίτητες.
Σε αυτήν την περίπτωση, η πλειοψηφούσα θέση δεν ωφελείται από την ολιστική απόρριψη και διαφωνία, αλλά έχει ανάγκη προσοδοφόρες διορθώσεις κι επισημάνσεις της μειοψηφικής ματιάς. Φαινόμενα πολακισμού, περιστατικά αποκάλυψης σύνδεσης του ΣΥΡΙΖΑ με υποθέσεις διαφθοράς και παρανομίας (παράδειγμα FolliFollie), διαρκής κατακραυγή και κριτική των μέτρων κατά της πανδημίας, χωρίς εποικοδομητική παρουσίαση εναλλακτικών λύσεων σε μια υγειονομική κρίση που για να αντιμετωπιστεί καθίσταται αναγκαία η κοινωνική συστράτευση και ομόνοια, καθώς και η ψήφιση του παρόντος στο αμυντικό σκέλος του κρατικού προϋπολογισμού, ενώ τον τελευταίο χρόνο, η τουρκική απειλή και προκλητικότητα μένουν ακατάπαυστες, αποτελούν εμφανές παράδειγμα στείρας αντιπολίτευσης, η οποία δείχνει απαγκιστρωμένη από το παραταξιακό καταστατικό της και έρμαιο των εσωκομματικών της διαφορών στην αναδιαρθρωτική της προσπάθεια.
Η μειωμένη αξιοπιστία των αντιπολιτευτικών θέσεων συνεπάγεται την υπονόμευση της μειοψηφίας, η οποία χρειάζεται την στήριξη των πρώτων, για να εισακουστεί και να αποκτήσει ένα ισχυρό κοινοβουλευτικό έρεισμα. Η σύγχρονη δημοκρατία, σε αξιακό επίπεδο, για να επιβιώσει χρειάζεται τον πλουραλισμό και να για να επιτευχθεί ικανοποιητικά αυτός, οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί, είτε πλειοψηφικοί είτε μειοψηφικοί, πρέπει να διακατέχονται από εκείνον τον πολιτικό πολιτισμό που θα αποπνέει σοβαρότητα, ενσυναίσθηση, αποτελεσματικότητα και υπευθυνότητα.
EΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Τασόπουλος Γ. Α. (2014), Η ΛΑΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΚΑΙ Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΑΜΕΡΟΛΗΨΙΑΣ, Εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ
- Heywood A. (2014), ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, Τέταρτη Έκδοση, Επίκεντρο
- «Το καταστατικό του ΣΥΡΙΖΑ», διαθέσιμο εδώ
- «Κύρωση του Κρατικού Προυπολογισμού οικονομικού έτους 2021», διαθέσιμο εδώ
- Μάνδρου Ι. (21/12/2020), «Στοιχεία για παρεμβάσεις υπουργών του ΣΥΡΙΖΑ στην υπόθεση της Folli Follie», διαθέσιμο εδώ
- Βουλή των Ελλήνων, «Εκλογές», διαθέσιμο εδώ
- TANEA Team (20/12/2020), «Εσωκομματικά μαχαιρώματα, ίντριγκες, προσωπολατρία – Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πάψει να παράγει πολιτική», διαθέσιμο εδώ