Της Θένιας Λαμπρινουδάκη,
Τα περισσότερα αδικήματα που τυποποιούνται στον ποινικό κώδικα είναι γνωστά ως «κατ’ έγκληση διωκόμενα», ένας όρος που παραμένει άγνωστος και αδιευκρίνιστος σε όσους δεν βρίσκονται στο χώρο του νομικού συστήματος. Η έννοια της έγκλησης αποδίδεται ως η πράξη κατά την οποία όταν προσβάλλεται ένα ατομικό αγαθό, τίθεται σε εκκίνηση η ποινική δίωξη μόνο αν συναινέσει ο παθών και δηλώσει την επιθυμία του να προστατευτεί από το ποινικό σύστημα δικαιοσύνης. Η δήλωση αυτή λαμβάνει χώρα μέσα από την υποβολή της έγκλησης. Τα εγκλήματα των οποίων η έναρξη της ποινικής δίωξης του δράστη γίνεται με την υποβολή έγκλησης χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: μικρής βαρύτητας (π.χ. κλοπή ευτελούς αξίας), εγκλήματα στα οποία κανονικά η ποινική δίωξη ξεκινά με πρωτοβουλία της εισαγγελίας, όμως σε ειδικές περιπτώσεις ο νομοθέτης απαιτεί την υποβολή έγκλησης κυρίως για λόγους προστασίας των προσωπικών σχέσεων (π.χ. κλοπή μεταξύ συγγενών) και τέλος τα εγκλήματα, των οποίων η δημοσιοποίηση θα έβλαπτε τον παθόντα (π.χ. απαγωγή).
Επίσης, σημαντική για την κοινή πρακτική είναι η κατανόηση της διαφοράς εγκλήσεως και μηνύσεως, δυο έννοιες που συγχέονται αρκετά συχνά, δε φαίνεται ωστόσο να ταυτίζονται. Ως έγκληση ορίζεται η προαιρετική καταγγελία κάποιας αξιόποινης πράξης που γίνεται προς την αρχή από τον αδικηθέντα ή από τον νόμιμο αντιπρόσωπό του. Αντιθέτως, μήνυση ονομάζεται εκείνη, η οποία γίνεται από τρίτον που δεν είναι παθών για έγκλημα, το οποίο διώκεται αυτεπαγγέλτως.
Τα πρόσωπα που μπορούν να υποβάλλουν την έγκληση σε περίπτωση ποινικών αδικημάτων ρυθμίζονται στο άρθρο 115 του ποινικού κώδικα και είναι, όπως κρίνεται αυτονόητο, ο αμέσως παθών από το έγκλημα δηλαδή ο φορέας του εννόμου αγαθού που προσβάλλεται και απειλείται. Αξίζει να σημειωθεί πως ο νόμος προβλέπει ειδική ρύθμιση για όσους τελούν υπό δικαστική παράσταση αλλά και για τους ανηλίκους θέτοντας το όριο της διαφορετικής μεταχείρισης τους στα 13 έτη , διάστημα μέχρι το οποίο η έγκληση τους υποβάλλεται από τον νόμιμο αντιπρόσωπο. Πιο συγκεκριμένα, ανήλικοι κάτω των 13 ετών θα υποβάλλουν έγκληση μέσω του νόμιμου αντιπροσώπου τους ενώ για ανηλίκους άνω των 13 (ηλικίας 13-17) δικαίωμα έγκλησης έχει και ο νόμιμος αντιπρόσωπος αλλά και ο ίδιος ο ανήλικος. Ένα ζήτημα που απασχόλησε παλαιότερα στην πράξη είναι η έννοια του δικαιούχου, όταν ο ένας από τους δύο ή και οι δύο γονείς εμπλέκονται στο έγκλημα που αφορά τον ανήλικο. Κατά την κρατούσα άποψη υπεύθυνος για τη διαδικασία της έγκλησης ορίζεται ειδικός επίτροπος με τις διαδικασίες που προβλέπει ο νόμος. Το δικαίωμα αυτό συσσωρεύεται αποκλειστικώς στο πρόσωπο του παθόντος αμέσως μετά την ενηλικίωση του οπότε και καθίσταται μοναδικός δικαιούχος. Ωστόσο είναι δυνατόν με ειδικές διατάξεις να ορίζονται επιπλέον δικαιούχοι που δύνανται να υποβάλλουν έγκληση όπως είναι η περίπτωση του εγκλήματος της προσβολής νεκρού όπου ο νομοθέτης κρίνει δικαιούχους τόσο τη σύζυγο όσο και τα τέκνα και η περίπτωση όπου όταν επέρχεται θανάτωση του δικαιούχου, έγκληση μπορεί να υποβληθεί και από το πρόσωπο που συμβίωνε με αυτόν.
Η διαδικασία της έγκλησης καλύπτεται με ορισμένες προθεσμίες που προβλέπονται αναλυτικά στον ποινικό κώδικα. Ειδικότερα, βάσει του άρθρου 114 ΠΚ η έγκληση πρέπει να υποβάλλεται από τον νομίμως δικαιούχο σε διάστημα 3 μηνών από την ημέρα κατά την οποία πληροφορήθηκε το έγκλημα. Η έννοια της πληροφόρησης προϋποθέτει την πλήρη, σαφή και κατά συγκεκριμένο τρόπο γνώση του δικαιούχου για το έγκλημα ενώ δεν αρκούν τυχόν υποψίες ή υπόνοιες για να θεμελιώσουν το δικαίωμα της έγκλησης. Κατά την προθεσμία υποβολής της έγκλησης η παραγραφή του εγκλήματος εξακολουθεί να τρέχει και δεν αναστέλλεται γεγονός που καθιστά πιθανή την παραγραφή του εγκλήματος πριν την υποβολή αυτής (άρθρο 113 παρ. 3 ΠΚ).
Με τις αλλαγές που επήλθαν στον ποινικό κώδικα το 2019, εντάχθηκαν στην κατηγορία των κατ’ έγκληση διωκόμενων εγκλημάτων και κάποια από τα εγκλήματα που διώκονταν αυτεπαγγέλτως, δηλαδή με εκκίνηση της ποινικής δίωξης από την πολιτεία. Τα εγκλήματα αυτά είναι τα εξής :
- 386 παρ. 1: πλημμεληματική απάτη,
- 386Α παρ. 1 και 2: απάτη με υπολογιστή πλημμεληματική και κακουργηματική,
- 387: απάτη μικρής αξίας,
- 389: απατηλή πρόκληση βλάβης,
- 390 παρ. 1 εδ. α’: πλημμεληματική απιστία,
- 394: αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος,
- 397: καταδολίευση δανειστών,
- 404: τοκογλυφία,
- 337 παρ. 4: προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας,
- 343 περ. α και β: κατάχρηση σε γενετήσια πράξη,
- 358: παραβίαση υποχρέωσης διατροφής
- 375 παρ. 1 και 2: πλημμεληματική και κακουργηματική υπεξαίρεση.
Ο νομοθέτης λόγω της αλλαγής της διαδικασίας ποινικής δίωξης των ανωτέρω εγκλημάτων διευκρίνισε πως για όσα από αυτά τα εγκλήματα είχε ξεκινήσει η ποινική δίωξη αυτεπάγγελτα, προϋπόθεση συνέχισής της είναι η υποβολή εγκλήσεως από τον παθόντα στο χρονικό διάστημα των τεσσάρων μηνών από τη δημοσίευση του νέου νόμου. Η υποβολή εγκλήσεως στις περιπτώσεις αυτές αρκείται και στην απλή δήλωση του παθόντος πως επιθυμεί να συνεχιστεί η διαδικασία της ποινικής δίωξης. Παρ’ όλα αυτά, όμως, η δήλωση θα πρέπει να διαθέτει τα χαρακτηριστικά της εγκλήσεως.
Εν κατακλείδι, λαμβάνοντας υπόψη και τη νέα νομοθεσία στα εγκλήματα που διώκονται κατ’ έγκληση κρίνεται απαραίτητη για την έναρξη της δίωξης η υποβολή έγκλησης από τον αμέσως παθόντα ή από όποιον δικαιούχο κρίνεται κατά περίπτωση, εντός του τριμήνου που προβλέπεται ως προθεσμία και αντιστοίχως εντός τεσσάρων μηνών αν αφορά έγκλημα που εμπίπτει στην τροποποίηση του νόμου του 2019. Με την άπρακτη παρέλευση της παραπάνω προθεσμίας, εξαλείφεται το αξιόποινο για τον δράστη και δεν τίθεται ζήτημα έναρξης της διαδικασίας της δίωξης.
Πηγές
- https://www.lawspot.gr/sites/default/files/images/nea/simeiosis-poiniko.pdf
- https://www.dimokratiki.gr/30-10-2019/kindynos-na-tethoyn-sto-archeio-aytepaggeltos-diokomena-adikimata/
- «ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΥΡΩΣΕΩΝ», Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Ν. Μπιτζιλέκης, Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, 2016, σελ. 327-365