Της Κωνσταντίνας Αυγερινού,
Εξάρτηση. Μια και μόνο λέξη, που μέσα της περικλείει μία ολόκληρη ιστορία ζωής, μία απογοήτευση, έναν λανθασμένο τρόπο διαβίωσης, ένα χαοτικό κοινωνικό περιβάλλον, μια «τσακισμένη» αυτοπεποίθηση και άλλα χιλιάδες προβλήματα, τα οποία κουμπώνουν τόσο σωστά, αλλά τόσο λάθος ταυτόχρονα. Είναι αυτή που εισβάλλει στο ανθρώπινο μυαλό και δυναμικό, προσπαθώντας να το συντρίψει, καταστέλλοντας τις άμυνές του.
Η εξάρτηση μπορεί να έχει πολλές μορφές. Χαρακτηρίζεται από την έντονη προσκόλληση του ατόμου σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο ή ένα άλλο άτομο, με αποτέλεσμα η καθημερινότητα του εξαρτημένου να περιστρέφεται αδιάκοπα γύρω από αυτό. Χτίζει μια ζωή βασισμένη στην εξάρτησή του και σταδιακά αδιαφορεί για οτιδήποτε άλλο προϋπήρχε, ενώ εχθροποιεί καθετί που τον αποπροσανατολίζει από την εξαρτησιογόνο του σχέση. Τα διαγνωστικά κριτήρια, ή απλούστερα τα συμπτώματα, που εκδηλώνει κανείς για να χαρακτηριστεί ως εξαρτημένος, διαφέρουν από το είδος της εξάρτησης.
Συχνά, πιστεύεται ότι με τον όρο εξάρτηση αναφερόμαστε μόνο στην υπερβολική χρήση ψυχοδραστικών ουσιών, δηλαδή ναρκωτικών. Οι σχέσεις εξάρτησης, όμως, μπορεί να συνδέονται με την εργασία, την οποία κάποιος έχει επιλέξει να ακολουθήσει, ή ακόμη και με άτομα του στενού του οικογενειακού περιβάλλοντος, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την έντονη προσκόλληση ενός ατόμου στους γονείς του λόγω της έντονης ασφάλειας, που πηγάζει από τον δεσμό αυτό, και ύστερα μετά από ένα προκαθορισμένο αναπτυξιακό στάδιο.
Στην ψυχιατρική επιστήμη και στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών, Τέταρτη έκδοση (Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, Fourth Edition, DSM-IV), που δημοσιεύθηκε το 1994 και τροποποιήθηκε το 2000, ο όρος «εξάρτηση» ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με την υπερβολική χρήση ψυχοδραστικών ουσιών, είτε κάποιου φαρμάκου είτε κάποιας τοξίνης, όπως είναι τα βαρέα μέταλλα. Αυτές οι ουσίες κατάχρησης είναι οι εξής έντεκα: το αλκοόλ, οι αμφεταμίνες, η καφεΐνη, η κάνναβη, η κοκαΐνη, τα ψευδαισθησιογόνα, οι εισπνεόμενες ουσίες, η νικοτίνη, τα οπιοειδή, τα καταπραϋντικά και τα υπνωτικά ή αγχολυτικά. Η κατάχρηση αυτών οδήγησε στη δημιουργία των «Διαταραχών σχετιζόμενων με Ουσίες» (Substance Related Disorders), που διακρίνονταν σε δύο ομάδες: στις «Διαταραχές Χρήσης Ουσιών» και τις «Διαταραχές Προκαλούμενες από Ουσίες».
Μετά από αρκετές μελέτες και έχοντας ως γνώμονα τις μεγάλες αλλαγές σε κοινωνικοπολιτισμικό επίπεδο, στην αναθεωρημένη έκδοση του εγχειριδίου, το 2013, το DSM-V υπέστη μια εξαιρετικά σημαντική τροποποίηση στην κατηγοριοποίηση των εξαρτήσεων. Η κατηγορία των «Διαταραχών Σχετιζόμενων με Ουσίες» (Substance-related Disorders) μετονομάστηκε σε αυτή των «Διαταραχών που σχετίζονται με Ουσίες και Εθιστικών Διαταραχών» (Substance-related and Addictive Disorders). Σε πρώτο επίπεδο, η αλλαγή αυτή συνοδεύτηκε με την μετακίνηση της «Παθολογικής Χαρτοπαιξίας», δηλαδή της κατάχρησης «τυχερών» παιχνιδιών, από την κατηγορία των «Διαταραχών Ελέγχου των Παρορμήσεων» στη νέα αυτή κατηγορία. Η κίνηση αυτή φανερώνει τα νέα ευρήματα των σύγχρονων ερευνών, που υποστηρίζουν ότι ο τζόγος, όπως λαϊκά αποκαλείται, έχει κλινική εικόνα, νευρωνική προέλευση, συννοσηρότητα, φυσιολογία, ακόμη και θεραπεία, με περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά με την εξάρτηση από ουσίες, παρά με τις υπόλοιπες παθήσεις παρορμήσεων, που είναι, για παράδειγμα, η πυρομανία και η κλεπτομανία. Ταυτόχρονα, μετονομάστηκε σε «Διαταραχή της Χαρτοπαιξίας», ώστε να τονιστεί ότι πρόκειται για ψυχοπαθολογική κατάσταση.
Η δεύτερη και μέγιστης σημασίας τροποποίηση ήταν η προσθήκη μιας υποκατηγορίας των «Διαταραχών που σχετίζονται με Ουσίες και Εθιστικών Διαταραχών», η οποία ονομάστηκε «Διαταραχές Μη σχετιζόμενες με Ουσίες» (Non-substance-related disorders) και δεν προϋπήρχε σε κάποιο από τα παλαιότερα εγχειρίδια. Ανεξάρτητα από το ότι το DSM-V περιλαμβάνει μόνο τη διαταραχή του τζόγου στην υποκατηγορία «Διαταραχές Μη σχετιζόμενες με Ουσίες», λήφθηκε υπόψιν και η ύπαρξη άλλων παρόμοιων εθιστικών συμπεριφορών. Προς συζήτηση τέθηκαν ο εθισμός στο σεξ και την πορνογραφία, η σωματική άσκηση και η χρήση συμπληρωμάτων διατροφής για την μέγιστη επίτευξη των αποτελεσμάτων της, ο εθισμός στο διαδίκτυο και οι δραστηριότητες που σχετίζονται με αυτό, τα ψώνια και το φαγητό.
Όμως είναι επιστημονικά ορθό να ερευνάμε κάθε ανθρώπινη υπέρμετρη και προβληματική εμπλοκή ως ψυχιατρική διαταραχή;
Οι παραπάνω καταστάσεις μοιράζονται την επαναληπτικότητα και την επικινδυνότητα της εξάρτησης ουσιών, αλλά και περισσότερο τεκμηριωμένα χαρακτηριστικά, όπως την κλινική εικόνα και τα νευροβιολογικά θεμέλιά τους ως έναν βαθμό. Εκτός από την κλινική αλληλοεπικάλυψη των συμπτωμάτων τους, οι γνωστικές λειτουργίες της μνήμης και της μάθησης είναι αυτές που διαιωνίζουν σε κάθε περίπτωση την εξάρτηση. Η επεισοδιακή και η διαδικαστική μνήμη, που αποτελούν κομμάτια της μακροπρόθεσμης μνήμης μας, αποθηκεύουν το θετικό ερέθισμα, που προσφέρει η εξάρτηση, και τη διαδικασία, με την οποία αυτή επιτελείται. Άρα, πέρα από το κομμάτι της απόλαυσης, υπάρχει ένα νευρολογικό υπόβαθρο, που τείνει να επαναλαμβάνει κάποια «κακή» συνήθεια.
Για να χαρακτηριστεί, λοιπόν, μια ενασχόληση ως εξάρτηση χρειάζεται να ικανοποιούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις: να υπάρχει μεγάλη προσμονή για την ικανοποίηση της εξάρτησης πριν από την πραγματοποίησή της. Κατά τη διάρκεια της πράξης, το άτομο να χάνει τον αυτοέλεγχο του, να αποδυναμώνεται και ουσιαστικά να παρασύρεται σε μια διαδικασία, που δεν μπορεί να χειριστεί. Μακροπρόθεσμα και ενώ ο εξαρτημένος έχει επίγνωση των αρνητικών επιπτώσεων, που του προκαλεί η προσκόλλησή του, τού μοιάζει αδύνατο να ζήσει χωρίς αυτή.
Επιπρόσθετα, ο Stein και οι συνεργάτες του, το 2010, κατέγραψαν τους άξονες με βάση τους οποίους μια κατάσταση χαρακτηρίζεται ως ψυχική ασθένεια κάτι το οποίο μπορεί να λειτουργήσει συνδυαστικά με τα παραπάνω για την εξαγωγή συμπερασμάτων. Οι κατευθυντήρες αυτές γραμμές που έδωσαν ήταν: 1) να υπάρχει ένα μοτίβο (pattern) συμπτωμάτων, 2) η ενόχληση να οδηγεί σε κλινικά παρατηρήσιμο στρες ή ανικανότητα/ δυσφορία, 3) να υπάρχει μια ψυχοβιολογική δυσλειτουργία ή ένα ψυχοσωματικό αντίκρισμα ως αποτέλεσμα της διαταραχής, 4) να αντικατοπτρίζει μια αναμενόμενη ανταπόκριση σε στρεσογόνο κατάσταση και 5) να έχει αντίκτυπο στην κοινωνική ζωή του ατόμου και να επηρεάζει τις καθημερινές του πρακτικές.
Οι εξαρτήσεις αυτές είναι αναμφισβήτητα συνήθεις μέσα στον παγκόσμιο πληθυσμό, όμως, όπως σημειώθηκε με ανακοίνωση της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Ένωσης (American Psychiatric Association, διαθέσιμο εδώ), δεν υπάρχουν έγκυρα ερευνητικά αποτελέσματα, που να στηρίζουν τη δημιουργία συγκεκριμένων διαγνωστικών κριτήριων, ώστε να προσδιοριστούν ως ψυχιατρικές διαταραχές. Ωστόσο, καθώς πολλά άτομα ζητούν βοήθεια για αυτά τα «κολλήματα», είναι επιτακτική η περαιτέρω έρευνα για τη βελτίωση της δημόσιας υγείας.
Συνοψίζοντας, με την αλλαγή, που υπέστη το DSM-V, έγινε μια καινοτόμος αναδιάρθρωσή του, εκδηλώνοντας πως οι εξαρτήσεις δεν έχουν αποκλειστικά, στον σύγχρονο κόσμο, τη μορφή που είχαν πριν δεκαετίες. Ολοένα και περισσότερες καταστάσεις εθισμού έχουν αρχίσει να σηματοδοτούνται ως ψυχιατρικού ενδιαφέροντος και αυτό αποτελεί αδιαμφησβήτητα την αρχή της λύσης ενός προβλήματος. Όταν γνωρίζεις τον εχθρό, μπορείς πιο εύκολα να τον αντιμετωπίσεις. Παρόλα αυτά, όπως και σε κάθε άλλη επιστήμη, πόσο μάλλον στην ψυχιατρική, που είναι ανάγκη να εφαρμόζει μια πολυπρισματική προσέγγιση, είναι απαραίτητο να μπορούμε να μιλήσουμε με πραγματικά δεδομένα ερευνών, πριν βάλουμε τη βαρυσήμαντη «ταμπέλα» του «ψυχικά ασθενή», και πιο συγκεκριμένα του εξαρτημένου, ενός ανθρώπου δηλαδή που από την κοινωνία είναι αδύναμος, παραδομένος στο πάθος του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Suzuki, S., & Kober, H. (2018). Substance-related and addictive disorders. In APA handbook of psychopathology: Psychopathology: Understanding, assessing, and treating adult mental disorders, Vol. 1 (pp. 481-506). American Psychological Association.
- Crowley, T., & Sakai, J. (2015). Substance-related and addictive disorders. Rutter’s child and adolescent psychiatry, 931-949.
- Potenza, M. N. (2014). Non-substance addictive behaviors in the context of DSM-5. Addictive behaviors, 39(1).
- Martin, P. R., & Petry, N. M. (2005). Are non-substance-related addictions really addictions?. American Journal on Addictions, 14(1), 1-7.