Του Κωνσταντίνου Δήμου,
Υπήρξε ο πιο ένθερμος υποστηρικτής των στόχων, που πρέσβευε η Φιλική Εταιρεία. Ο Νικόλαος Σκουφάς γεννήθηκε το 1779 στην Ήπειρο, στο χωριό Κομπότι της Άρτας. Ο ίδιος πέρασε από πολλά επαγγέλματα, ξεκινώντας ως αποθηκάριος, πιλοποιός και υπάλληλος, πριν καταφέρει να γίνει και ο ίδιος έμπορος. Ο Σκουφάς ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την ελληνική υπόθεση και επιθυμούσε την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό. Γι’ αυτό μαζί με άλλους δύο, επίσης άσημους, εμπόρους, τον Αθανάσιο Τσακάλωφ και τον Εμμανουήλ Ξάνθο, ιδρύουν στην Οδησσό της Ρωσίας το 1814 τη Φιλική Εταιρεία, ακολουθώντας τα πετυχημένα πρότυπα άλλων μυστικών οργανώσεων, που είχαν ξεκινήσει να εμφανίζονται παράλληλα την εποχή εκείνη, όπως το φιλελληνικό «Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο», το οποίο ιδρύθηκε το 1809 στο Παρίσι.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, ότι ο προσηλυτισμός και τα τελετουργικά μυήσεως νέων μελών έμοιαζαν πολύ με αυτά που συνηθίζονταν στις μασονικές στοές, των οποίων τη μυστικότητα και την οργανωτική δομή θέλησε να αντιγράψει η Φιλική Εταιρεία για τους δικούς της σκοπούς. Ο Δ. Κόκκινος μάλιστα, στον Α΄ τόμο της «Ελληνικής Επανάστασης» χαρακτηρίζει τους τρεις ιδρυτές της Φιλικής εταιρείας ως τέκτονες, δηλαδή ως άτομα τα οποία ήταν ήδη εξοικειωμένα με τέτοιου είδους τυπικά.
Ο ανιδιοτελής πατριωτισμός του Σκουφά ήταν έκδηλος, καθώς ανέλαβε πλήθος ενεργειών για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες που θα είχε ένας επαναστατικός αγώνας των Ελλήνων ενάντια στο κλίμα ανασφάλειας και καταπίεσης, που επέβαλλε η Υψηλή Πύλη στους υποταγμένους ραγιάδες. Προσπάθησε να αφουγκραστεί το κλίμα που επικρατούσε στη χριστιανική Ευρώπη μετά την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλώ το 1815, και το κατά πόσο οι Ευρωπαίοι θα ήταν πρόθυμοι να αποδεχτούν τα fait accompli που θα δημιουργούσε μια ελληνική εξέγερση.
Θα έτειναν οι Ευρωπαίοι στους Έλληνες χείρα βοηθείας, προσφέροντας οικονομική και/ή υλική βοήθεια, ή θα φρόντιζαν να ενισχύσουν εξοπλιστικά τους Τούρκους για να καταπνίξουν την αποστασία απέναντι στο δεσποτικό τους καθεστώς; Άραγε οι Έλληνες ήταν προετοιμασμένοι σε ψυχολογικό, σωματικό και οικονομικό επίπεδο, για να οργανώσουν σωστά την επανάσταση και να παλέψουν για την ελευθερία τους, ακόμα και χωρίς το ενδεχόμενο να λάβουν κάποια εξωτερική βοήθεια;
Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που απασχολούσαν τη σκέψη του Σκουφά, τα οποία και προσπαθούσε να επιλύσει με τη σταδιακή οργάνωση της Φιλικής Εταιρείας, γύρω από την αφύπνιση της ελληνικής συνείδησης και την ανάληψη επαναστατικών δράσεων. Κατά τον Ιωάννη Φιλήμονα, ο Σκουφάς αρχίζει επίσης και συνεργάζεται στενά με τον Παναγιώτη Α. Αναγνωστόπουλο, ιδρυτικό μέλος της Φιλικής Εταιρείας.
Αξίζει να σημειωθεί σε αυτό το σημείο πως, ο Ιωάννης Φιλήμων, στο έργο του «Δοκίμιον Ιστορικόν Περί της Φιλικής Εταιρείας», κατονομάζει τον Αναγνωστόπουλο ως το τρίτο ιδρυτικό μέλος της Φιλικής Εταιρείας, στη θέση του Εμμανουήλ Ξάνθου, με την αιτιολογία ότι η ηθική αξιοπιστία του Ξάνθου αμφισβητήθηκε λόγω των «οικονομικών ατασθαλιών» του. Οι απόψεις των ιστορικών διίστανται για το ποιος τελικά από τους δύο υπήρξε πράγματι το τρίτο ιδρυτικό μέλος της Φιλικής Εταιρείας, ενώ ο Φιλήμων, παρότι παραδέχτηκε ότι αδίκησε το Ξάνθο, στις αδημοσίευτες σημειώσεις του, με τίτλο «Γενικές Παρατηρήσεις», εμμένει στη θέση ότι ο Ξάνθος δεν ήταν ιδρυτικό μέλος.
Ο Σκουφάς ήταν αυτός, που αποφάσισε να διατηρηθεί ένα πέπλο μυστικότητας και ασάφειας σχετικά με τη δομή, την οργάνωση και τους σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας. Η αοριστία γύρω από την πολιτική της ιδεολογία, καθώς και το μυστήριο με το ποιος τελικά βρίσκεται πίσω από την Ανώτατη Αρχή και τη χρηματοδότηση της Φιλικής Εταιρείας, βοήθησαν στο να αποκτήσει απήχηση στον απόδημο ελληνισμό των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών και στα μεσαία κοινωνικά στρώματα, ενώ ένας κρυπτογραφημένος κώδικας για την επικοινωνία των μελών είχε ήδη συμφωνηθεί και κατασκευαστεί.
Ο ίδιος προσωπικά κατάφερε να μυήσει συνολικά 16 νέα μέλη, εκ των οποίων τα πιο σημαντικά ήταν οι Μανιάτες οπλαρχηγοί Ηλίας Χρυσοσπάθης, Παναγιώτης Δημητρόπουλος, Παναγιώτης Παπαγεωργίου, αλλά και ο Ιωάννης Φαρμάκης. Τα νέα αυτά μέλη, με το ταξίδι τους στη Ρωσία κατάφεραν να μυήσουν έτι περισσότερα άτομα στους κόλπους της Φιλικής Εταιρείας, ενώ διέδωσαν και τη φήμη, ότι πίσω από την Ανώτατη Αρχή ίσως ήταν ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, Ιωάννης Καποδίστριας, ίσως ακόμη και ο Τσάρος.
Φυσικά, αυτό δε σημαίνει ότι δεν προέκυψαν και ορισμένες δυσκολίες, αναφορικά με τη βιωσιμότητα της Φιλικής Εταιρείας. Το 1817, προέκυψε διχογνωμία μεταξύ του Αθανάσιου Τσακάλωφ και του Νικόλαου Σκουφά, εξαιτίας της μικρής προσέλευσης νέων μελών για τις ανάγκες του Αγώνα, αλλά και λόγω οικονομικών δυσχερειών. Ο Τσακάλωφ πρότεινε τη διάλυση της Φιλικής Εταιρείας ως ένα πλέον αποτυχημένο εγχείρημα. Ο Σκουφάς αντιπρότεινε τη μεταφορά της έδρας στην Κωνσταντινούπολη προσωρινά, μέχρι να ξεκινήσει η επανάσταση, οπότε και θα μετεγκαθιστούσαν το επιχειρησιακό τους κέντρο, και την κατάρτιση ενός νέου σχεδίου προσηλυτισμού, απευθυνόμενο αυτή τη φορά σε ελληνικούς πληθυσμούς του ελλαδικού χώρου.
Όσον αφορά τα οικονομικής φύσεως ζητήματα, ο Σκουφάς βρέθηκε σε αδιέξοδο, έχοντας ήδη υποθηκεύσει την οικία του. Γι’ αυτό το λόγο μάλιστα, κλήθηκε στη Μόσχα από την Εμπορική Τράπεζα. Δεν έχαιρε της εκτιμήσεως των Ελλήνων πλούσιων εμπόρων συναδέλφων του, οι οποίοι τον είχαν εξοστρακίσει ως έναν αποτυχημένο και χρεωκοπημένο παρία που δεν άνηκε στον κύκλο τους. Η ελληνική, εύπορη ιντελιγκέντσια της διασποράς ουδέποτε είδε με καλό μάτι την ιδέα της ελληνικής επανάστασης, ενώ ακόμη και οι περισσότεροι Φαναριώτες προτιμούσαν να διατηρήσουν την προνομιακή τους θέση εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από το να υποστηρίξουν το ξεσηκωμό των Ελλήνων, διαταράσσοντας την ομαλή σχέση τους με το υφιστάμενο status quo.
Ο Σκουφάς, παρά τη δυσφορία του, δεν έδινε σημασία στις διαβολές που του καταλογίζονταν. Αντίθετα, ήθελε να αποδείξει ότι τα χρήματα δεν είναι το παν στη ζωή, αλλά ο αγώνας που κάνει κάποιος για να καταστήσει εαυτόν ελεύθερο είχε μεγαλύτερη αξία από τα υλικά αγαθά και το κοινωνικό προφίλ. Μπορεί να μην είχε τύχει σπουδαίας μορφώσεως, αλλά οι εμπειρίες του, τον είχαν γαλουχήσει να αγαπάει όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και τους Τούρκους: δεν κατηγορούσε τους απλούς Τούρκους υπηκόους για τα δεινά του ελληνικού κόσμου, αλλά τη «διοίκησιν και την πολιτικήν των». Από την άλλη, εχθρεύονταν θανάσιμα τους ανθέλληνες και την εξάσκηση της εξουσίας τους για την εξυπηρέτηση μικροπολιτικών συμφερόντων.
Ωστόσο, ο Σκουφάς τον Απρίλιο του 1818, κατάφερε να διασφαλίσει την οικονομική επιβίωση της Φιλικής Εταιρείας, αφού ο συνεργάτης του Αναγνωστόπουλος καταφέρνει να μυήσει τον εφοπλιστή και ευεργέτη της Φιλικής Εταιρείας, Παναγιώτη Σέκερη. Οι Σκουφάς και Αναγνωστόπουλος είχαν ήδη μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη το Μάρτιο του 1818, για να ανασυστήσουν το νέο επιχειρησιακό κέντρο της Φιλικής Εταιρείας, πραγματοποιώντας πλήθος μυήσεων και ενεργειών που εξυπηρετούσαν τους στόχους της Επανάστασης. Η στρατηγική γεωγραφική τους θέση, τους επέτρεπε να έρχονται σε επαφή με πλήθος εμπόρων, βιοτεχνών, διοικητικών υπαλλήλων, οπλαρχηγών, ακόμα και καθημερινών ανθρώπων της βιοπάλης.
Η χορηγία των 10.000 γροσιών του Παναγιώτη Σέκερη αποδείχτηκε σωτήρια, αλλά όχι και πανάκεια στα λειτουργικά έξοδα της Φιλικής Εταιρείας, αφού εντός τριών μηνών το ποσό είχε ήδη εξαντληθεί. Η οικονομική ένδεια ήταν τόσο μεγάλη, που με το ζόρι οι διαμένοντες στο σπίτι του Ξάνθου στην Κωνσταντινούπολη μπορούσαν να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες. Μάλιστα, κάποιος Φιλικός ονόματι Δημήτριος Ύπατρος από το Μέτσοβο προσπάθησε να πείσει τον Σκουφά να πειραματιστούν με χημικά στοιχεία ώστε να βρουν τη χημική σύσταση της…Φιλοσοφικής Λίθου, λύνοντας μια και καλή το βιοποριστικό τους πρόβλημα, μετατρέποντας χαλκό και μόλυβδο σε ευγενή μέταλλα!
Εκτός των οικονομικών προβλημάτων και της κακοδιαχείρισης από τον Εμμανουήλ Ξάνθο, ο Σκουφάς βιαζόταν να ξεκινήσει η επανάσταση (σε αντίθεση με τον Τσακάλωφ που υποστήριζε ότι οι Φιλικοί έπρεπε να δείξουν υπομονή και αυτοσυγκράτηση) και να μεταφέρει τη Φιλική Εταιρεία στην Πελοπόννησο.
Όλα τα παραπάνω, υπήρξαν επιβαρυντικά στην ήδη εξασθενημένη υγεία του Νικόλαου Σκουφά. Πέθανε πάμπτωχος στις 31 Ιουλίου 1818, χωρίς να δει με τα μάτια του, ούτε να δρέψει τους καρπούς, που θα απέφεραν οι κόποι της Φιλικής Εταιρείας. Παρέμεινε πιστός στον όρκο που έδωσε μέχρι τέλους, πεθαίνοντας όχι ως «όμοιος μεταξύ ομοίων» αλλά ως «πρώτος μεταξύ ομοίων» για μια Ελλάδα ελεύθερη από την αμάθεια, την οπισθοδρόμηση και το σκοταδισμό.
Βιβλιογραφία
- Ι. Φιλήμων (1834), Δοκίμιον Ιστορικόν Περί Της Φιλικής Εταιρείας. Ναύπλιο: Τυπογρ. Θ. Κονταξή και Ν. Λουλάκη.
- Σ. Γ. Σακελλαρίου (1909), Φιλική Εταιρεία. Οδησσός: Τυπογρ. Ε. Χρυσογέλου
- Δ. Κόκκινος (1974), Η Ελληνική Επανάσταση Τόμος Α΄ (6η Εκδ) Αθήνα: Εκδ. Μέλισσα.
- Συλλογικό Έργο (1975), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Τόμος. ΙΑ΄. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.