Της Χριστίνας Φλωράκη,
Από τον χώρο λατρείας του Θεού σε χώρους λατρείας της τέχνης. Οι εκκλησίες στην Ευρώπη παρατηρείται πως όλο και περισσότερο γίνονται κέντρα πολιτισμού, πέρα από κάθε δόγμα, θρησκεία και πίστη. Από τις ιστορικές εκκλησίες της Ιταλίας και τους καθεδρικούς ναούς-μουσεία του Παρισιού και της Μάλτας, οι οίκοι του θεού γίνονται καθημερινά πόλος έλξης χιλιάδων ταξιδιωτών, ενώ παράλληλα εγκαταλελειμμένες εκκλησίες γίνονται γκαλερί στη Βουδαπέστη και την Κοπεγχάγη. Η χριστιανική τέχνη σε Δύση και Ανατολή αποδεικνύει για ακόμη μία φορά τη σπουδαιότητα, την αίγλη και την ανάγκη διατήρησης και προστασίας της. Στο παρόν άρθρο λοιπόν θα γνωρίσουμε διαφορετικά παραδείγματα εκκλησιών που μετατράπηκαν σε πολιτιστικούς χώρους/μνημεία, διαπιστώνοντας το πώς η θρησκεία γεννά την τέχνη και η τέχνη τη διαχρονική λατρεία.
Οι εκκλησίες – σύγχρονες γκαλερί τέχνης (Το παράδειγμα της Βουδαπέστης και της Κοπεγχάγης)
Ξεκινώντας, θα μιλήσουμε για έναν από τους εντυπωσιακότερους χώρους πολιτισμού του κόσμου, κυρίως λόγω του πολυμορφικού χαρακτήρα του κτηρίου, την πρώην εκκλησία του Αγ. Νικόλα, γκαλερί πλέον, γνωστή με την ονομασία Nikolaj Kunsthal. Η Εκκλησία αυτή έχει υπάρξει παράλληλα σταθμός πυροσβεστικής, κατάστημα κρεοπωλείου, βιβλιοθήκη, αλλά και μουσείο. Από το 1950 (!) το ιστορικό αυτό κτήριο φιλοξενεί τη σύγχρονη τέχνη, «φέρνοντας το παρελθόν και το μέλλον κάτω από την ίδια στέγη», όπως δηλώνει και ο σημερινός διευθυντής του χώρου, Andreas Brogger. O ίδιος ο χώρος, γυμνός, με μοναδικό στολίδι την ιστορία του, παρουσιάζεται στο κοινό, ωστόσο ένα χαλί γεμάτο με φράσεις, όπως «Αυτό δεν είναι μία Εκκλησία», παρουσία έντονης επιρροής του ζωγράφου Ρενέ Μαγκρίτ, και «Αφήστε την τέχνη να υπάρξει», δηλώνοντας τον πολιτιστικό χαρακτήρα του χώρου.
Ένα ακόμα δείγμα γκαλερί-εκκλησίας συναντάμε και στη Βουδαπέστη και είναι αυτό του μουσείου Kiscell. Συγκεκριμένα, το μουσείο αυτό υπήρξε ένα από τα Μπαρόκ μοναστήρια της πόλης, που χρονολογείται από το 1800 και σήμερα στεγάζει τη Δημοτική βιβλιοθήκη και τη Συλλογή Σύγχρονης Ιστορίας της Βουδαπέστης. Εξωτερικά η «χαρούμενη» κίτρινη όψη του κτηρίου δε θυμίζει καθόλου μια παραδοσιακή Μπαρόκ εκκλησία, μπερδεύοντας πολλούς αναζητητές της τέχνης που ενδιαφέρονται να την ψάξουν και να την ανακαλύψουν. Το εσωτερικό του μουσείου έχει μείνει σχεδόν αναλλοίωτο, με την αρχιτεκτονική να οργιάζει σε αντίθεση και ταυτόχρονη συνύπαρξη του σύγχρονου και του παρελθοντικού μεν, διαχρονικού δε Μπαρόκ!
Οι καθεδρικοί ναοί και μουσεία στην Ευρώπη: Το παράδειγμα της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό και του Αγίου Ιωάννη στη Μάλτα
Αδιαμφισβήτητα η Βασιλική του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό είναι ένα από τα σημαντικότερα μνημεία, όχι μόνο του καθολικού, αλλά ολόκληρου του χριστιανικού κόσμου. Χτισμένη πάνω στο σημείο ταφής του Αγίου Πέτρου, η Βασιλική του Αγίου Πέτρου φιλοξενεί ως σήμερα έργα των Bramante, Michelangelo και Carlo Maderno, έργα ανεκτίμητης αξίας που ξεπερνούν τα όρια της Ιταλίας και ανήκουν στην παγκόσμια πολιτισμική κληρονομιά. Η είσοδος στην εκκλησία είναι δωρεάν, ενώ η περιήγηση και η πρόσβαση στον επάνω χώρο του ναού κοστίζει από 6 έως 8 ευρώ.
Σε αυτή την περίπτωση, βλέπουμε την Εκκλησία να μην έχει αλλάξει ως προς τον θρησκευτικό χαρακτήρα της αλλά και ως προς την αξία της, διατηρώντας το προφίλ της Νέας Βασιλικής (ανακατασκευή της παλαιάς Βασιλικής, ύστερα από ολοκληρωτική κατάρρευση) από το 1626 μέχρι σήμερα. Τα έργα της και η ίδια ακόμα Αρχιτεκτονική είναι αρκετά στιβαρή που δε χωρά καν η ιδέα μετατροπής της σε κάτι πολύ πιο σύγχρονο. Ωστόσο, το γεγονός πως ο χώρος αυτός έχει μετατραπεί σε ένα μουσείο βρίσκει να ενοχλεί μερίδα πιστών, οι οποίοι δηλώνουν κατά της λειτουργίας των Καθεδρικών ως μουσεία, με επακόλουθο την επαναλειτουργία της εκκλησίας.
Ψάχνοντας περαιτέρω την αντίληψη της επαναλειτουργίας των ιστορικών Καθεδρικών Ναών-Μουσείων, δεν μπορεί κανείς να μην πέσει πάνω στην άποψη του γνωστού συντάκτη Phil Lawler της Catholic World News. Ο Lawler το 2016 δημοσιεύει άρθρο με τίτλο «Μην αφήνετε τους Καθεδρικούς μας να γίνονται Μουσεία». Ορμώμενος από μία πρόσφατη επίσκεψή του στη Βασιλική, ο Lawler ξεκινά το άρθρο του με την παρατήρηση πως οι πιστοί περίμεναν ώρες στην ουρά για να εισέλθουν στον ναό. Εκεί παρατηρεί πως οι τουρίστες είναι πολλοί περισσότεροι από τους προσκυνητές, ενώ λόγω του κόσμου άνθρωποι της Ασφάλειας του Ναού απαγορεύουν σε ανθρώπους να περάσουν τον χώρο της Ιερής Πύλης για να προσκυνήσουν, εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά του. Ο Lawler συνεχίζει παρόλα αυτά, προτείνοντας κάποιες εναλλακτικές λύσεις σχετικά με το πρόβλημα των προσκυνητών. Μία από αυτές είναι η επιβολή ενδυματολογικού κώδικα, η αποθάρρυνση της φωτογραφίας στους χώρους του ναού (καθώς η διαρκή φωτογράφιση απορροφά τον επισκέπτη και δεν τον αφήνει να εκτιμήσει ζωντανά την αξία της θρησκευτικής τέχνης ενώπιόν του), αλλά και η δημιουργία ιδιωτικού χώρου καθαρά για προσευχή, πράγμα το οποίο θα διευκόλυνε τους προσκυνητές από τα αδιάκριτα βλέμματα των επισκεπτών-τουριστών. Ωστόσο, η πληρωμή εισιτηρίου για την είσοδο στον ναό για τον Lawler θεωρείται κάτι αυτονόητα απαγορευτικό.
Στην αντίπερα όχθη, συναντάμε ένα άλλο παράδειγμα Καθεδρικού Ναού. Αυτού του Αγίου Ιωάννη στη Μάλτα. Ο ναός, προϊόν προσφοράς του Τάγματος των Ιωαννιτών Ιπποτών στο νησί, ανατέθηκε το 1572 από τον Μεγάλο Μάγιστρο Jean de la Cassiere στον αρχιτέκτονα Gerolamo Cassar και αφιερώθηκε στον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή, έναν από τους δύο προστάτες αγίους του Τάγματος. Ο Καθεδρικός του Αγίου Ιωάννη θυμίζει πολύ περισσότερο παλάτι της εποχής παρά εκκλησιαστικό ναό, δηλώνοντας πως το Στρατιωτικό Τάγμα θέλησε να δώσει έναν φόρο τιμής στον Προστάτη του με τον πλούτο τόσο με την έννοια της ευπορίας όσο και της τέχνης να υμνεί και να υποτάσσεται στο μεγαλείο του Θεού. Οι εντυπωσιακές Μπαρόκ τοιχογραφίες, τα περίτεχνα μαρμάρινα δάπεδα, τα τρισδιάστατα αγάλματα και οι θολωτές οροφές από τον γνωστό Ιταλό Μπαρόκ καλλιτέχνη, Mattia Preti. Ένα από τα διασημότερα έργα μέσα στον ναό είναι παράλληλα και ένα από τα μεγαλύτερα έργα τέχνης του ζωγράφου Caravaggio, o «Αποκεφαλισμός του Ιωάννη».
Σε αυτή την περίπτωση, βλέπουμε πως η Μάλτα έχει εκμεταλλευτεί σε μεγάλο βαθμό ωφέλιμα την παρουσία του Ναού, μετατρέποντάς την ολοκληρωτικά, θα έλεγε κανείς, σε ένα μουσείο τέχνης. Υπάρχει αντίτιμο εισόδου, το οποίο κυμαίνεται από 8 έως 15 ευρώ, οι ώρες επισκεψιμότητας ταιριάζουν απόλυτα με εκείνες ενός παραδοσιακού μουσείου στη Μάλτα, ενώ η είσοδος στον Ναό, πέρα του απλού εισιτηρίου που βγάζει κανείς στην είσοδο, μπορεί να γίνει και με αγορά πακέτου-εισόδου σε διάφορα μουσεία της Βαλέτα, συνδυάζοντας τα αξιοθέατα της πόλης μαζί, σε μία καλύτερη και πιο ελκυστική τιμή.
Στην παρούσα περίπτωση του Αγίου Ιωάννη στη Μάλτα, βλέπουμε πως ο λατρευτικός χαρακτήρας του Ναού εκλείπει, οι θεατές του μουσείου έρχονται κυρίως για να θαυμάσουν και να γνωρίσουν από κοντά τη μαλτέζικη πολιτιστική κληρονομιά, το μεγαλείο της θρησκευτικής τέχνης και όχι απόλυτα για να προσκυνήσουν τον Θεό, κάτι το οποίο βλέπουμε παράλληλα στο Βατικανό και τη Βασιλική του Αγίου Πέτρου. Αυτή η ειδοποιός διαφορά των δύο Ναών έγκειται στο γεγονός πως οι δύο αυτές Εκκλησίες διαφέρουν ως προς τον χαρακτήρα και την ιστορικότητά τους. Η Βασιλική του Αγίου Πέτρου είναι σύμβολο ολόκληρης της Χριστιανοσύνης, διαχρονικό τόσο για την τέχνη του όσο και για αυτό το οποίο πρεσβεύει. Αντίθετα, ο Καθεδρικός του Αγίου Ιωάννη στη Μάλτα είναι ένα από τα σημαντικότερα κτήρια που έχει να αναδείξει το νησί-χώρα. Πρόκειται για μια εκκλησία με σπουδαίο μεν πολιτιστικό ενδιαφέρον και κληρονομιά, αλλά όχι με την ίδια αξία σε καθαρά θρησκευτικούς λόγους.
Κλείνοντας, παρατηρούμε πως οι εκκλησίες διαφέρουν σε ιστορικότητα, περιοχή και κυρίως χαρακτήρα. Η ίδια η νομοθεσία σε διαφορετικές χώρες του κόσμου δίνει ανάλογες ελευθερίες στους διαχειριστές πολιτισμού σχετικά με την προστασία, την ανάδειξη και τη διάχυση των ιστορικών εκκλησιών ανά τον κόσμο. Τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολική Ευρώπη οι καινοτομίες που μπορούν να γίνουν σε έναν πρώην χώρο λατρείας είναι ανάλογες με την κοινωνία της κάθε περιοχής, τις αντιλήψεις, την ιστορία και τον πολιτισμικό της πλούτο. Παρ’ όλα αυτά, θα λέγαμε πως σε όλες τις περιπτώσεις το ζητούμενο είναι οι άνθρωποι να γνωρίσουν τον χαρακτήρα ενός πολιτισμικού χώρου, είτε αυτός είναι καθαρά θρησκευτικός είτε διαπολιτισμικά διαχρονικός είτε και τα δύο. Σε όλες τις περιπτώσεις θα λέγαμε πως ο άνθρωπος απέδειξε για ακόμη μια φορά πως η θρησκεία γεννά την τέχνη και η τέχνη τη διαχρονική λατρεία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Giorgio, Cynthia St John’s Co-Cathedral – Valletta. Santa Venera: Heritage Books, (2007).
- Saint Peters Basilica, Britannica Encyclopaedia, διαθέσιμο λήμμα ηλεκτρονικά εδώ
- Domenic Ruso – How churches become museums, 2019, διαθέσιμο ηλεκτρονικά εδώ
- Art Galleries in churches, διαθέσιμο εδώ
- Σταύρος Τζίμας, Ένα Μνημείο – Μια ιστορία, Εφημερίδα Καθημερινή 2005, διαθέσιμο ηλεκτρονικά εδώ
- Επιπλέον πληροφορίες για το Μουσείο Kischell, διαθέσιμες εδώ
- Επίσημη ιστοσελίδα του Καθεδρικού Ναού του Αγίου Ιωάννη στη Μάλτα – Πληροφορίες προς τους Ταξιδιώτες, διαθέσιμη εδώ