Της Μάρθας Λιάκου,
«θα ήταν στ’ αλήθεια έκπληξη, αν ένας μουσικός ήχος δεν μπορούσε να μας προκαλέσει την εντύπωση ενός χρώματος, εάν τα χρώματα δεν μπορούσαν να φέρουν στο νου ένα μελωδικό μοτίβο, εάν οι νότες και τα χρώματα δεν ήταν ικανά να μεταφέρουν ιδέες…»
Ch. Baudelaire, 1861
Η μουσική και η ζωγραφική αποτελούν δύο μορφές τέχνης, οι οποίες έχουν συναντηθεί σε κάποια στροφή της ιστορίας και αλληλοσυμπληρώνονται. Έχουν τη δική τους γλώσσα, τα δικά τους μοναδικά εκφραστικά μέσα και ένα κοινό βασικό χαρακτηριστικό: τη δύναμη να εκφράζουν συναισθήματα και ιδέες με τέτοιο τρόπο που οι λέξεις ή οι αριθμοί δεν δύνανται να το κατορθώσουν. Το μυστικό αυτού του επιτυχημένου συνδυασμού έγκειται στην εξωτερίκευση των συναισθημάτων που επιτυγχάνεται μέσω της μουσικής και στην αποτύπωση αυτών από καλλιτέχνες, ικανούς να προσδώσουν χρώμα στον ίδιο τον ήχο. Παρακάτω παρουσιάζονται ενδεικτικά δύο πίνακες Μοντέρνας Τέχνης όπου η ζωγραφική συναντά τη μουσική και παρουσιάζονται εικόνες και συναισθήματα, προκαλώντας απόλυτη αισθητική απόλαυση.
«Παιδική Συναυλία» (1900), Γιώργος Ιακωβίδης (1853-1932)
Στον πίνακα «Παιδική Συναυλία» ο Ιακωβίδης υπηρετεί πιστά τον γερμανικό ακαδημαϊκό νατουραλισμό της Σχολής του Μονάχου, ελληνικό κίνημα που αναπτύχθηκε στις εικαστικές τέχνες τον 19ο αιώνα χάρη στους δεσμούς της Ελλάδας με τη Βαυαρία, την εποχή του Όθωνα, με αρκετούς σπουδαίους Έλληνες ζωγράφους, όπως οι Βρυζάκης, Λύτρας και Γύζης, να έχουν φοιτήσει στη Βασιλική Ακαδημία. Το ύφος της Σχολής χαρακτηρίζεται συντηρητικό με ιδεαλιστικές ή ρομαντικές τάσεις, ενώ τα θέματα αντλούνται κυρίως από την ηθογραφία και την ιστορία, με χαρακτηριστικά τις έντονες φωτοσκιάσεις, τις κλειστές φόρμες και τους συμβατικούς χρωματισμούς.
Η «Παιδική Συναυλία» αποτελεί ένα από τα τολμηρότερα έργα του Ιακωβίδη από άποψη τεχνικής και φωτισμού. Παρουσιάζεται μία ομάδα παιδιών να παίζουν μουσική μέσα σ’ ένα ολοφώτεινο βαυαρικό επαρχιώτικο δωμάτιο, με σκοπό να ψυχαγωγήσουν ένα νήπιο, το οποίο κρατάει η μητέρα του στην αγκαλιά της. Πρωταγωνιστές της σκηνής είναι οι τέσσερεις νεαροί μουσικοί: ο πρώτος βρίσκεται στο πρώτο πλάνο, είναι καθιστός και παίζει τύμπανο, ο δεύτερος φυσάει τη σάλπιγγά του, ο τρίτος, αν και κρυμμένος πίσω από τον δεύτερο μουσικό, παίζει τη φυσαρμόνικά του και ο τέταρτος βρίσκεται πιο απομακρυσμένος, φυσώντας ένα αυτοσχέδιο μουσικό όργανο που θυμίζει ποτιστήρι, ενώ κοινό γνώρισμα των τεσσάρων παιδιών είναι ότι δεν φοράνε παπούτσια. Η σύνθεση στρέφεται γύρω από το νήπιο καθισμένο στην αγκαλιά της μητέρας του, ενώ ένα ακόμη κορίτσι, μεγαλύτερο σε ηλικία, κάθεται στο βάθος μπροστά από το ανθοστόλιστο παράθυρο, απολαμβάνοντας χαμογελαστό τη μουσική των παιδιών. Το μικρό κορίτσι εκδηλώνει τη χαρά του, ακούγοντας τη μουσική, καθώς απλώνει τα χέρια του προς τους μουσικούς.
Σε αυτή, λοιπόν, τη χαρμόσυνη και ζωηρή σκηνή καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν το φως και το χρώμα. Πιο συγκεκριμένα, το φως στο δωμάτιο εισέρχεται από δύο παράθυρα, στο κέντρο και στα αριστερά. Με αυτόν τον τρόπο ο ζωγράφος επιτυγχάνει τον φωτισμό της σκηνής με δύο τρόπους, καθώς το φως από το αριστερό παράθυρο έρχεται σε αντίθεση με αυτό του κεντρικού. Αποτέλεσμα αυτής της τεχνικής είναι οι όγκοι των παιδιών να φαίνονται πιο σκοτεινοί αλλά τα περιγράμματα να φωτίζονται πιο έντονα, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το παιδί που κρατάει το τύμπανο, το πουκάμισο του οποίου καθίσταται σχεδόν διάφανο. Από την άλλη πλευρά, τα χρώματα του έργου είναι κυρίως η ώχρα και οι γήινοι τόνοι, με ορισμένα ιμπρεσιονιστικά στοιχεία, όπως η χρήση συμπληρωματικών χρωμάτων (π.χ. το πράσινο με το κόκκινο).
Το έργο ζωγραφίστηκε δύο φορές: την πρώτη φορά εκτέθηκε το 1896 κατά τη διάρκεια των πρώτων Ολυμπιακών αγώνων στην Αθήνα και τότε, σύμφωνα με μία κριτική του Εμμανουήλ Ροΐδη, τα χρώματα ήταν ψυχρότερα και πιο γκρίζα. Τη δεύτερη φορά ο Ιακωβίδης ζωγράφισε τον πίνακα με σκοπό να τον αποστείλει στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού το 1900, όπου θεωρήθηκε το σημαντικότερο έργο της ελληνικής συμμετοχής και βραβεύθηκε με χρυσό μετάλλιο. Από το 1911 ανήκει στην Εθνική Πινακοθήκη.
«Ο γέρος κιθαρίστας» (1903), Pablo Picasso (1881-1973)
Ο Picasso δημιούργησε τον πίνακα «Ο γέρος κιθαρίστας» στα τέλη του 1903 στη Βαρκελώνη. Στα έργα της «Γαλάζιας Περιόδου» (1901-1904), ο καλλιτέχνης περιόρισε τον εαυτό του στη χρήση της μπλε μονοχρωματικής παλέτας και στο γκρι στις εικόνες χωρίς βάθος, ενώ τα θέματα που επέλεγε επικεντρώνονταν στην ανθρώπινη δυστυχία και την αποξένωση. Η χρήση του μπλε χρώματος αντικατοπτρίζει τις εσωτερικές συγκρούσεις του καλλιτέχνη, τη θλίψη και τη μοναξιά που επήλθαν μετά τον θάνατο του φίλου του, Carlos Cassahemas, ο οποίος αυτοκτόνησε, έπειτα από ερωτική απογοήτευση.
Πρόσφατες έρευνες και μικροσκοπικές εξετάσεις από ιστορικούς της τέχνης έδειξαν ότι πίσω από το σώμα του μουσικού κρύβονται τρεις επιπλέον μορφές: μία ηλικιωμένη γυναίκα, μια νεαρή μητέρα και ένα ζώο στη δεξιά πλευρά του καμβά. Παρά τις ασαφείς εικόνες, οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι πίσω από τον υπάρχοντα πίνακα κρύβονται τουλάχιστον άλλοι δύο.
Παρατηρώντας τον πίνακα, γεννιέται μία αντίδραση στον θεατή, κάτι το οποίο επιζητούσε και ο ίδιος ο Picasso. Πρωταγωνιστής του πίνακα είναι ένας ηλικιωμένος μουσικός, ένας τυφλός, φτωχός άνδρας ντυμένος με κουρέλια και αγκαλιασμένος με την κιθάρα του, καθώς παίζει στους δρόμους της Βαρκελώνης. Εύκολα εστιάζει κανείς στην κυριαρχία των μπλε αποχρώσεων, οι οποίες δημιουργούν μία γενική αίσθηση μελαγχολίας, τονίζοντας την απαισιοδοξία του θέματος. Ο κιθαρίστας, αν και μυώδης, δείχνει αδύναμος και κοντά στον θάνατο, γεγονός που συντελεί στη γενικότερη αίσθηση της τραγικότητας. Η μεγάλη καφέ κιθάρα είναι η μόνη σημαντική μετατόπιση του χρώματος που εντοπίζεται στο έργο, ενώ το θαμπό χρώμα της έρχεται σε αντίθεση με το μπλε φόντο, με αποτέλεσμα να τοποθετείται στο επίκεντρο της εστίασης του θεατή. Η κιθάρα αντιπροσωπεύει τον κόσμο του κιθαριστή και τη μόνη ελπίδα για επιβίωση, καθώς ο άνθρωπος εξαρτάται από την κιθάρα του και το μικρό εισόδημα, προκειμένου να επιβιώσει.
«Ο γέρος κιθαρίστας» δεν αποτελεί απλώς μία καλλιτεχνική δημιουργία. Αντιθέτως, είναι η αλληγορία της ανθρώπινης ύπαρξης. Η τέχνη, είτε πρόκειται για τη ζωγραφική είτε για τη μουσική, συχνά εκφράζει τη μοναχική ζωή ενός καλλιτέχνη και την οικονομική δυσχέρεια που συνήθως αντιμετωπίζει, με αποτέλεσμα την απομόνωση και την αποξένωση. Στον πίνακα ο κιθαρίστας, παρά την απομόνωσή του, χρειάζεται την υπόλοιπη κοινωνία για να βιοποριστεί, ενώ ο ίδιος ο Picasso αποτυπώνει την κατάσταση στην οποία ο ίδιος βρισκόταν, ασκώντας έτσι κριτική για την επικρατούσα κοινωνική κατάσταση. Το μεγαλοφυές και ελπιδοφόρο μήνυμα αποτυπώνεται στον γέρο άνθρωπο, ο οποίος, αν και δεν κοιτάζει τον κόσμο γύρω του, βλέπει μέσα από την κιθάρα του πιο καθαρά και πιο βαθιά την κοινωνική δομή.
Οι δύο πίνακες παρουσιάζουν ως κεντρική ιδέα τη μουσική, παρόλο που η απόδοσή της επιτυγχάνεται με εντελώς αντιθετικό τρόπο, περιγράφοντας την ευτυχία και την τραγικότητα. Η μουσική παρακινεί τα συναισθήματα που παλεύουν να βγουν στην επιφάνεια και αντιλαμβανόμαστε αυτό που επιθυμούσαν να μεταδώσουν οι καλλιτέχνες στο κοινό, ανοίγοντας νέους δρόμους στην έκφραση. Και αν τελικά η τέχνη μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή, ίσως τα λόγια του Βασίλι Καντίνσκι να φανερώνουν μία αλήθεια που λίγοι μόνο έχουν δει. «Τα βιολιά, οι χαμηλές νότες του βαθύφωνου και κυρίως τα πνευστά ενσάρκωναν συμπυκνωμένη την ώρα του δειλινού. Είδα όλα τα χρώματα που είχα στο νου μου. Συνειδητοποίησα ότι η τέχνη είναι γενικά πιο δυνατή απ’ ό,τι νόμιζα και ακόμα πως η ζωγραφική μπορεί να αποκτήσει τόση δύναμη όση και η μουσική…»
Βιβλιογραφία
- Χαραλαμπίδης, Άλκης, 1990, «Η τέχνη του 20ου αιώνα, Τόμος Ι, 1880-1920», UNIVERSITY STUDIO PRESS, Θεσσαλονίκη
- Εθνική Πινακοθήκη, «Παιδική συναυλία», διαθέσιμο εδώ
- Εθνική Πινακοθήκη, Ιακωβίδης Γιώργος, διαθέσιμο εδώ
- Art Institute Chicago, The Old Guitarist, διαθέσιμο εδώ
- Pablo Picasso, The Old Guitarist, διαθέσιμο εδώ