Του Μάριου Ντινάκους,
Η Δημοκρατία της Γκαμπόν βρίσκεται στην περιοχή της Κεντρικής και Δυτικής Αφρικής, βρέχεται στα Δυτικά από τον Ατλαντικό Ωκεανό και συνορεύει στα Βόρεια με την Ισημερινή Γουινέα και το Καμερούν, στα Νοτιοανατολικά με τη Δημοκρατία του Κονγκό και στα Δυτικά θαλάσσια σύνορά της με το νησιωτικό κράτος του Άγιου Θωμά και Πρίγκιπα. Η έκτασή της είναι 267.667 τετραγωνικά χιλιόμετρα και ο πληθυσμός της ανέρχεται περίπου στα 2 εκατομμύρια, ενώ πρωτεύουσα είναι το Λίμπρεβιλ, που κατοικείται περίπου από το 35% του πληθυσμού της χώρας. Είναι μέλος των Ηνωμένων Εθνών, της Αφρικανικής Ένωσης, της Οικονομικής συνεργασίας της Κεντρικής Αφρικής, του οργανισμού εξαγωγών των πετρελαιοπαραγωγών χωρών (OPEC) καθώς και άλλων οργανισμών. Επίσημο νόμισμα είναι το Φράγκο της Κεντρικής Αφρικής (CFA), το οποίο χρησιμοποιείται και από άλλες χώρες της Κεντρικής Αφρικής, όπως το Καμερούν και η Δημοκρατία του Κονγκό. Εκδίδεται από την Τράπεζα των Χωρών της Κεντρικής Αφρικής (BEAC) με έδρα το Καμερούν και εισήχθη στην οικονομία της Γκαμπόν το 1947, όταν η χώρα βρισκόταν υπό καθεστώς γαλλικής αποικιοκρατίας και διατηρήθηκε και μετά την ανεξαρτησία.
Επίσημη γλώσσα του κράτους είναι τα γαλλικά, ωστόσο υπάρχουν και άλλες ομιλούμενες γλώσσες. Αυτό οφείλεται κυρίως στην πληθώρα των εθνοτικών ομάδων που βρίσκονται στους κόλπους της Γκαμπόν και οι οποίες φθάνουν τις 40. Καθεμία από αυτές συνεισφέρει τόσο πολιτιστικά όσο και γλωσσολογικά, με μεγαλύτερη την Fang (1/3 του κράτους), ενώ σχεδόν όλοι οι πολίτες κατάγονται από φύλα των Bantu, που κατέφθασαν σε εκείνη την περιοχή πριν αρκετούς αιώνες.
Το 1885 η Γκαμπόν ήταν υπό την επιρροή της Γαλλικής Αποικιοκρατικής επέκτασης και από το 1910 αποτελούσε μέρος της Γαλλικής Ισημερινής Αφρικής μέχρι και το 1960, καθώς από εκεί και έπειτα το κράτος ανεξαρτητοποιήθηκε. Από την ανεξαρτησία του, το κράτος αυτό κυβερνήθηκε από τρεις προέδρους, από τους οποίους διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο ο Omar Bongo, που βρισκόταν στην εξουσία από το 1967 μέχρι και το 2009. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του υπήρχαν αρκετές αναταραχές λόγω του αυταρχικού καθεστώτος και των νοθευμένων εκλογών από τον ίδιο παρά στις όποιες πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις προέβη. Σημερινός Πρόεδρος του κράτους (επανεξελέγη το 2016) είναι ο υιός του, ο Ali Bongo Ondimba, ο οποίος έχει συνεισφέρει σημαντικά στη διπλωματία, την οικονομία και την κοινωνική υποδομή. Πρέπει να σημειωθεί ότι πρόσφατα, κατά τη διάρκεια της ανάρρωσης λόγω ασθένειας στο εξωτερικό, το κράτος ήταν ακυβέρνητο και έτσι με αυτή την πρόφαση τον Ιανουάριο του 2019 πραγματοποιήθηκε πραξικόπημα, το οποίο ωστόσο ήταν ανεπιτυχές.
Η οικονομία της Γκαμπόν έχει ισχυρότερους δεσμούς με την Ευρώπη και τις Η.Π.Α. παρά με τα γειτονικά της κράτη (εξαίρεση αποτελεί το Καμερούν). Γενικά, η οικονομία χαρακτηρίζεται από την ισχυρή σύνδεση με τη Γαλλία, τον μεγάλο αριθμό ξένων επενδύσεων, την εξάρτησή της από την παραγωγή πετρελαίου και το ξένο εργατικό δυναμικό καθώς και την παρακμή του πρωτογενούς τομέα.
Η Γκαμπόν θεωρείται οικονομία μεσαίου εισοδήματος και είναι σε φάση οικονομικής άνθησης, όπως αποτυπώνεται από το ΑΕΠ της. Η χώρα κατατάσσεται 116η στις 185 χώρες και συγκριτικά με τις υπόλοιπες οικονομίες της Αφρικής βρίσκεται στην 23η θέση. Όπως φαίνεται και από το παρακάτω διάγραμμα, το ΑΕΠ το 2018 έφτασε στα 16,875 δισεκατομμύρια και σύμφωνα με τις μετρήσεις για το 2019 μειώθηκε ελάχιστα στα 16,66 δισεκατομμύρια. Ενδεικτικά, το ΑΕΠ της Γκαμπόν για το 2019 αποτελεί μόνο το 15% σε σύγκριση με το ΑΕΠ της Ελλάδας. Έτσι, από ό,τι φαίνεται αποτελεί μια χώρα που βρίσκεται ένα επίπεδο πιο πάνω από τα φτωχά κράτη. Ωστόσο, είναι αρκετά μικρό σε σχέση με τις αναπτυγμένες οικονομίες.
Το ΑΕΠ της χώρας ακολουθεί γενικά μια σταθερά αυξητική τάση. Πιο συγκεκριμένα, από το 1970 μέχρι το 2019 υπάρχουν ελάχιστα έτη που το ΑΕΠ μειώθηκε, όπως το 2008 λόγω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης καθώς και το 2015 λόγω των δημοσιονομικών ελλειμάτων που επιδεινώθηκαν. Τα έξοδα του κράτους ήταν μεγαλύτερα από τα έσοδά του λόγω της εξάρτησης της οικονομίας από το πετρέλαιο. Τα αποθέματα εκείνη την περίοδο μειώθηκαν αισθητά. Επομένως, είναι λογικό το κράτος να εισπράττει λιγότερα χρήματα. Έπειτα, η χώρα συνεχίζει την αυξητική της πορεία με την εξομάλυνση των εσόδων και τη μείωση των εξόδων μέχρι και το 2019. Αυτή η πορεία της οικονομικής δραστηριότητας οφείλεται κυρίως στο ότι υπήρχε υψηλή συγκέντρωση του κεφαλαίου και του εργατικού δυναμικού στα προϊόντα που εξειδικεύτηκε η παραγωγή, όπως η ξυλεία και η παραγωγή μαγγανίου από την περίοδο της ανεξαρτησίας μέχρι και το 1970 που το πετρέλαιο κυριάρχησε. Αυτή η εξειδίκευση στο πετρέλαιο την κατατάσσει στην 5η θέση στις χώρες με τη μεγαλύτερη ποσότητα στην Αφρική και εξαρτάται το μισό της ΑΕΠ από το συγκεκριμένο ορυκτέλαιο. Ο δρόμος για την εντατικότερη εξειδίκευση σε αυτόν τον τομέα ήταν μακρύς, διότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 υπήρχε η προσδοκία ότι οι τιμές του πετρελαίου θα παρέμεναν υψηλές (αύξηση εσόδων), ωστόσο αυτή η εκτίμηση προφανώς είναι λανθασμένη, διότι το πετρέλαιο επηρεάζεται σημαντικά από αρκετούς εξωγενείς παράγοντες. Οι κρατικές δαπάνες και ο δανεισμός (για τη βελτίωση της παραγωγής πετρελαίου) αύξησαν το χρέος της χώρας σημαντικά. Αποτέλεσμα αυτής της κρατικής προσέγγισης ήταν η υιοθέτηση προγραμμάτων προσαρμογής με παράλληλη ανάπτυξη δραστηριοτήτων εκτός του πετρελαίου. Κύρια οικονομική πολιτική εκείνης της περιόδου ήταν τα προγράμματα ιδιωτικοποίησης και φιλελευθεροποίησης, η περικοπή των δαπανών, ο εξορθολογισμός της λειτουργίας των επιχειρήσεων του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα.
Η δημιουργία οικονομικών δραστηριοτήτων πέρα από το πετρέλαιο ήταν ανεπιτυχής και έτσι το 1994, με ένα υψηλό χρέος λόγω και της υποτίμησης του νομίσματος, το κράτος υιοθέτησε ένα πρόγραμμα οικονομικής ανάκαμψης που υποστηρίχθηκε από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Οι στόχοι που είχαν τεθεί επιτεύχθηκαν στις αρχές του 1999. Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια του προγράμματος αυτού πραγματοποιήθηκαν σημαντικές ιδιωτικοποιήσεις σε καίριους τομείς της οικονομίας, όπως είναι οι εταιρείες ηλεκτρικής ενέργειας και ο σιδηρόδρομος. Εισήχθησαν στην οικονομία αρκετές φορολογικές και επενδυτικές μεταρρυθμίσεις με σκοπό την προσέλκυση επενδύσεων από το εξωτερικό. Αυτές οι πολιτικές ενισχύσεις της οικονομίας συνεχίστηκαν μέχρι και τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση και παρά τη μείωση της ανάπτυξης το 2015 η οικονομία συνεχίζει να ανθίζει. Η οικονομική ανάπτυξη εμφανίζει διακυμάνσεις, όπως φαίνεται από το παρακάτω διάγραμμα, κυρίως λόγω της εξάρτησης από τις τιμές του πετρελαίου και της μείωσης των αποθεμάτων του, όπως το 1978–1987 (πετρελαϊκές κρίσεις και αύξηση τιμών σε υψηλά επίπεδα) και το 1999 (έτος προσαρμογής στο πρόγραμμα του ΔΝΤ, ανάκαμψη τιμών πετρελαίου).
Το Κατά Κεφαλήν ΑΕΠ βρίσκεται στα πιο υψηλά για τις χώρες της Υπο-σαχάριας Αφρικής (χώρες κάτω από την έρημο Σαχάρα) και γενικότερα για τις χώρες της Αφρικής θεωρείται από τα υψηλότερα. Σε σύγκριση με τις αναπτυγμένες οικονομίες (ΟΟΣΑ) υπήρχε σύγκλιση το 1976, ωστόσο από εκείνη τη δεκαετία ανάπτυξης της οικονομίας της Γκαμπόν παρατηρείται σημαντική απόκλιση λόγω της φιλελευθεροποίησης και παγκοσμιοποίησης των οικονομιών στις χώρες που βρίσκονται στον ΟΟΣΑ. Έπειτα από τη δεκαετία του 1970 παρατηρείται μια σταθεροποιητική αυξητική τάση με μερικές εξαιρέσεις. Υπάρχουν δηλαδή σημαντικές περίοδοι ανόδου και έπειτα καθόδου λόγω της μείωσης του ΑΕΠ παρά την αύξηση του πληθυσμού της χώρας. Σε σύγκριση με το 1960 το Κατά Κεφαλήν ΑΕΠ έχει αυξηθεί κατά 600%, μια κατάσταση πολύ θετική σε σχέση με τις άλλες χώρες της Αφρικής.
Σύμφωνα με τον δείκτη εισοδηματικής ανισότητας (GINI), το εισόδημα στη χώρα διανέμεται σχετικά άδικα. Όπως παρατηρείται και στο διάγραμμα, υπάρχει μεγάλη απόκλιση στα εισοδήματα της χώρας, ωστόσο εμφανίζεται μία άμβλυνση των ανισοτήτων το 2017 σε σχέση με τα προηγούμενα έτη. Τα εισοδήματα αρχίζουν να συγκλίνουν προς τη δικαιότερη κατανομή τους μεταξύ πλουσίων και φτωχών, δηλαδή όλο και λιγότεροι άνθρωποι θα έχουν υψηλότερα εισοδήματα. Αυτό επιτυγχάνεται κυρίως λόγω της αναδιανεμητικής πολιτικής του κράτους μέσω επιδομάτων και δημόσιων επενδύσεων. Αξίζει να αναφερθεί ότι η Γκαμπόν έχει και τον υψηλότερο δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης (HDI) στις χώρες της υπο-Σαχάριας Αφρικής. Ο δείκτης αυτός αποτελεί ένα σύνθετο μέτρο που κατασκευάζεται με βάση τρεις επιμέρους δείκτες οι οποίοι σχετίζονται με το προσδόκιμο ζωής, τον βαθμό εκπαίδευσης και την ποιότητα ζωής.
Σημαντικοί είναι και οι δείκτες του πληθωρισμού και της ανεργίας για την οικονομική ανάλυση της Γκαμπόν. Αρχικά, ο πληθωρισμός χαρακτηρίζεται από περιόδους σταθερότητας με εξαιρέσεις τη δεκαετία του ‘70 και το 1995 όπου ο πληθωρισμός έφτασε το 40% λόγω του υψηλού κόστους ζωής και της αύξησης των τιμών του πετρελαίου. Από εκείνη την περίοδο κινείται μεταξύ 5%-2%. Επίσης, παρατηρείται στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 και τις αρχές του ‘90 τάση αποπληθωρισμού κυρίως λόγω της μειωμένης ζήτησης και των προσδοκιών σχετικά με τον πληθωρισμό. Δηλαδή, εφόσον οι καταναλωτές περίμεναν ότι οι τιμές των αγαθών θα μειωθούν, ανέβαλλαν την απόκτηση αγαθών με σκοπό να επωφεληθούν από τη μείωση αυτή. Οπότε η κατάσταση αυτή δημιουργεί φαύλο κύκλο για την οικονομία. Ωστόσο, όλο αυτό έλαβε χώρα για ένα μικρό διάστημα. Επομένως, ο πληθωρισμός επηρεάζεται και αυτός από την τιμή του πετρελαίου και από την οικονομική κατάσταση της χώρας γενικότερα.
Η ανεργία είναι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα για την οικονομία της Γκαμπόν, διότι παρά τη συνεχή οικονομική μεγέθυνση δεν έχουν δημιουργηθεί αρκετές θέσεις εργασίας και το ποσοστό της ανεργίας είναι τέσσερις φορές υψηλότερο από τον μέσο όρο των οικονομιών του μεσαίου εισοδήματος. Ο κύριος λόγος που συμβαίνει αυτό είναι ότι η βιομηχανία πετρελαίου παρά τη σημαντική συνεισφορά της στην οικονομική ανάπτυξη δεν δημιουργεί αρκετές θέσεις εργασίας (δεν χρειάζεται αρκετό εργατικό δυναμικό για την παραγωγή). Επίσης, ένας άλλος λόγος είναι ότι το εκπαιδευτικό σύστημα δεν είναι προσαρμοσμένο στις ανάγκες της αγοράς και οι απόφοιτοι αδυνατούν να ενταχθούν στην αγορά εργασίας λόγω έλλειψης εμπορεύσιμων δεξιοτήτων. Σημαντικό είναι και το αδύναμο επιχειρηματικό κλίμα που επικρατεί στην οικονομία, καθώς δεν ευνοεί την προσέλκυση επενδύσεων λόγω των νόμων που εμποδίζουν τις νέες προσλήψεις και τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων.
Εν κατακλείδι, η θετική οικονομική ανάπτυξη πρέπει να συμβαδίζει με την κοινωνική ευημερία και τη δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος. Σκοπός της κυβέρνησης οφείλει να είναι η προσέλκυση επενδύσεων σε όλους τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας και η απεξάρτηση της οικονομίας από την τιμή του πετρελαίου, έτσι ώστε να μειωθεί η ανεργία και να διατηρείται ο πληθωρισμός σε ικανοποιητικά επίπεδα. Επομένως, έχοντας ως θεμέλιο την οικονομική και κοινωνική άνθηση και την πολιτική σταθεροποίηση, η χώρα παρουσιάζει σημαντικές προοπτικές ανέλιξης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ:
- David E. Gardinier, Gabon Economy, Brittanica, Retrieved from here
- Gabon – Overview of economy, Retrieved from here
- Gabon- Economic Outlook, Retrieved from here
- World Bank (2019), Gabon overview, Retrieved from here
- Ibounde, Rick Emery Tsouck, Hoang-Vu, Patrick, Dieye, Fallou (01/01/2013), Gabonese Republic – Report on growth and employment: paving the way toward inclusive growth, Retrieved from here
- World Bank (2020), Gabon increasing Economic Diversification & Equalizing Opportunity to Accelerate Poverty Reduction, Retrieved from here
- IMF (2013), Gabon 2012 article iv consultation, Retrieved from here
- OPEC, Gabon facts and figures, Retrieved from here
- Lorena Stancu (09/2020), The State of Gabon’s Oil Industry, Retrieved from here
- Ali Zafar, World Bank Policy Research Working Paper 3403, September 2004, what happens when a country does not adjust to terms of trade shocks? – the case of oil-rich Gabon, Retrieved from here