Της Χαράς Αναστασιάδου,
Η διοίκηση αλλοτρίων ρυθμίζεται στα άρθρα 730-739 του Αστικού Κώδικα και συνίσταται στην διεξαγωγή ξένης υπόθεσης χωρίς προηγούμενη εντολή εκ μέρους του κυρίου αυτής. Το τελευταίο στοιχείο είναι εκείνο που την διακρίνει από την σύμβαση εντολής, έργου και εργασίας, καθώς εκεί υπάρχει πράξη ανάθεσης. Το άλλο στοιχείο που διαφοροποιεί τις ως άνω από τη διοίκηση αλλοτρίων είναι ότι αυτές συνιστούν συμβάσεις και όχι εξωδικαιοπρακτικές ενοχές, όπως η διοίκηση αλλοτρίων, η οποία υπάρχει από όταν ο διοικητής προέβη σε πράξη διαχείρισης, είτε με δικαιοπραξία είτε με υλική ενέργεια. Τα εννοιολογικά στοιχεία, επομένως, είναι διεξαγωγή υπόθεσης, ξένη υπόθεση και έλλειψη εντολής.
Οι δύο μεγάλες διακρίσεις της διοίκησης αλλοτρίων, όταν μία υπόθεση διεξάγεται εν γνώσει ότι είναι ξένη, είναι σε γνήσια (ΑΚ 730) και σε μη γνήσια (ΑΚ 739), όπου η πρώτη συνίσταται στο ότι η υπόθεση διεξάγεται ως ξένη, ενώ στην δεύτερη σαν ίδια αποβλέποντας σε δικό του όφελος. Περαιτέρω, η γνήσια διακρίνεται σε επιτρεπτή (ΑΚ 736) σε μη επιτρεπτή ή απαγορευμένη (ΑΚ 737). Η μεν διεξάγεται σύμφωνα με το συμφέρον και την πραγματική ή εικαζόμενη βούληση του κυρίου (για αυτό λέγεται και θεμιτή), ενώ η δε αντίθετα από αυτό (εξ ου και ο όρος αθέμιτη). Όσον αφορά την πραγματική βούληση του κυρίου, αναζητούμε την ρητώς εκφρασμένη και εξωτερικευμένη βούληση του για το ποιες πράξεις διαχείρισης είναι οι επιβεβλημένες. Απεναντίας, όταν δεν υπάρχει τέτοια βούληση, μεταβαίνουμε στην εικαζόμενη βούληση του, που δεν είναι αυτή που θα εικάσει ο διοικητής, αλλά η βούληση που μπορεί να θεωρηθεί σε παρόμοιες περιστάσεις, αντικειμενικά ερευνώμενες, συνεκτιμώντας τις ανάγκες του, τις συνήθειες του καθώς και την οικονομική και κοινωνική του κατάσταση. Αν μια υπόθεση διεξάγεται άνευ γνώσης του ότι η υπόθεση είναι ξένη μιλάμε για κατά πλάνη διοίκηση αλλοτρίων, κάτι που ρυθμίζεται στο άρθρο 740 ΑΚ , όπου κρίσιμη είναι η λέξη “νομίζοντας”. Στην τελευταία περίπτωση δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις για την διοίκηση αλλοτρίων, αλλά μόνο οι σχετικές για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (904) και για τις αδικοπραξίες (914), υπό την προϋπόθεση ότι η συμπεριφορά αυτή συνιστά παράνομη πράξη και μπορεί να καταλογιστεί στο δρών πρόσωπο.
Για παράδειγμα, αν πατέρας προέβη σε γονική παροχή και στην συνέχεια με δικές του δαπάνες διόρθωσε και ολοκλήρωσε κατασκευαστικά το ξένο πλέον πράγμα, έχουμε περίπτωση γνήσιας θεμιτής διοίκησης αλλοτρίων, πρώτον για τον λόγο ότι διοικεί κάτι σαν να είναι ξένο και δεύτερον γιατί το κάνει προς το συμφέρον και σύμφωνα με την βούληση του κυρίου και όχι έχοντας ως κίνητρο να αποκομίσει ο ίδιος κάποιο όφελος (όχι προς το συμφέρον του). Το κρίσιμο θέμα στην γνήσια θεμιτή διοίκηση αλλοτρίων είναι ότι μπορούν να εφαρμοστούν οι διατάξεις που αφορούν στην εντολή, ήτοι τα άρθρα 722 και 723 για απόδοση δαπανών και ανόρθωση ζημίας. Όμως κάτι τέτοιο δεν γίνεται αν ο διεξάγων την υπόθεση είχε πρόθεση να μην απαιτήσει δαπάνες ή να ζητήσει αποζημίωση, βάσει του άρθρου 738 παράγραφος 1.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί η απόφαση 2091/2013 του Αρείου Πάγου, όπου γίνεται αναφορά στις ενστάσεις που μπορούν να προβληθούν όταν ο κύριος της υπόθεσης αποβλέπει στην πληρέστερη άμυνα του. Μπορεί, λοιπόν, να επικαλεστεί ότι ο διοικητής δεν ενήργησε προς το συμφέρον του, αλλά με τρόπο ιδιοτελή, ότι υπήρχε αντίθετη πραγματική και εικαζόμενη βούληση, εύκολα διαγνώσιμη. Βέβαια, όλα αυτά δεν μένουν χωρίς αντίκρουση, καθώς ο διοικητής δύναται να προβεί σε αντένσταση (ως απάντηση στην ένσταση του κυρίου) ισχυριζόμενος ότι η θέληση του κυρίου προσέκρουε στον νόμο ή στα χρηστά ήθη. Επίσης, ενδιαφέρουσα υπόθεση του Αρείου Πάγου είναι η 784/2005, όπου γίνεται αναφορά στο ότι αν ο διοικητής διαχειριστεί αλλότρια υπόθεση, ενώ έχει λάβει γνώση της εναντίωσης των κυρίων της υπόθεσης, τότε μπορεί να είναι άξιος προστασίας και τυχόν αξίωση του για απόδοση των δαπανών θα δικαιολογείται, εφόσον οι ενέργειες στις οποίες προέβη θα διεξάγονταν κάποια στιγμή από τους έχοντες την κυριότητα επί του πράγματος. Η λογική της απόφασης αυτής ερείδεται στο ότι οι κύριοι εξοικονόμησαν την σχετική δαπάνη, καθώς η οι παραπάνω εργασίες ήταν απαραίτητο να διεξαχθούν και έτσι βρέθηκαν σε θέση να αποκομίσουν πραγματική ωφέλεια εις βάρος της περιουσίας του διοικητή. Έτσι, λοιπόν, οι κύριοι της υπόθεσης είχαν καταστεί πλουσιότεροι χωρίς αυτό να δικαιολογείται και έπρεπε να επιστρέψουν στον διοικητή το ποσό της δαπάνης στην οποία προέβη με βάσει τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΚ 904).
Έχοντας λεχθεί τα ανωτέρω, επιβεβλημένη θα ήταν η αναφορά στο άρθρο 731 εδάφιο α’,, προκειμένου να δούμε το θέμα της ευθύνης του. Ο διοικητής ευθύνεται για κάθε αθέτηση της υποχρέωσης του (πταίσμα), δηλαδή και για αμελή και για δόλια συμπεριφορά βάσει του άρθρου 330 ΑΚ. Το συγκεκριμένο ισχύει για την περίπτωση όπου υπάρχει γνήσια θεμιτή διοίκηση αλλοτρίων, δηλαδή όταν κάτι γίνεται προς το συμφέρον και σύμφωνα με την βούληση του κυρίου. Αν, όμως, η διεξαγωγή γίνεται αντίθετα προς αυτά, υπάρχει επίταση της ευθύνης του διοικητή. Το τελευταίο συνάγεται από το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 731, διότι προβλέπει ευθύνη και για τα τυχηρά (τυχαία γεγονότα), που είναι κάτι έξω από την σφαίρα υπαιτιότητας. Με άλλα λόγια, όταν υπάρχει ανεπίτρεπτη -αθέμιτη διοίκηση αλλοτρίων ευθύνεται είτε επέδειξε πταίσμα είτε όχι. Επομένως, στις περιπτώσεις αθέμιτης διοίκησης αλλοτρίων δεν μας ενδιαφέρει αν θα καταλογίσουμε κάτι στο υποκείμενο που προβαίνει σε πράξεις διαχείρισης, καθώς το ότι επιχείρησε ενέργεια αντίθετη σε αυτά που θέλει και επιδιώκει ο κύριος του πράγματος είναι αρκετό για να θεμελιώσουμε την ευθύνη του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Γενικό Ενοχικό Δίκαιο , Γεωργιάδης , 2η Έκδοση
- Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο , Γεωργιάδης
- ΑΠ 2091/2013 , 668/2007 , 1728/2014 , 784/2005
- ΜΠρωτΠ 1254/2019