Της Βάσιας Ζέρβα,
Αργά το βράδυ της Πέμπτης 10 Δεκεμβρίου, μετά από ονομαστική ψηφοφορία, ψηφίστηκε το νομοσχέδιο, το οποίο προτάθηκε από την Υπουργό Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, σχετικά με την αναδιάρθρωση του ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων αλλά και άλλες διατάξεις, προκαλώντας μια θύελλα αντιδράσεων τόσο στον κόσμο του πολιτισμού όσο και από την αντιπολίτευση. Το νομοσχέδιο πέρασε με 179 ψήφους υπέρ, οι οποίοι αποτελούνταν από βουλευτές του ΚΙΝΑΛ και της Νέας Δημοκρατίας. Ποιο όμως μέρος αυτής της αναδιάρθρωσης είναι που δίχασε τόσο πολύ το κοινοβούλιο κατά την ψηφοφορία;
Το άρθρο αυτό μεταξύ άλλων, τροποποιεί την μέχρι τώρα μουσειακή πολιτική της χώρας και κάνει υπαρκτή πλέον την δυνατότητα του δανεισμού αρχαιοτήτων στο εξωτερικό, τα οποία μπορούν να παραμείνουν εκεί έως και 50 χρόνια. Μέχρι τώρα η μουσειακή πολιτική του υπουργείου, επέτρεπε τον δανεισμό εκθεμάτων έως 5 χρόνια με δικαίωμα παράτασης άλλων 5 ετών, έπειτα από εξέταση του υπουργείου. Αυτός ήταν αρκετός χρόνος για να υπάρξει η πολυπόθητη «πολιτισμική προβολή» στην οποία αναφέρεται το υπουργείο, καθώς και η ευκαιρία να έρθουν όσοι επιθυμούν σε επαφή με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Τα 50 χρόνια όμως, σηματοδοτούν την αποστέρηση των εκθεμάτων αυτών για 2 ολόκληρες γενιές κάτι το οποίο σημαίνει πως κάποιοι δε θα μπορέσουν να έχουν καν την ευκαιρία να τα δουν να γυρίζουν πίσω. Η ρύθμιση αυτή αφορμάται και αφορά κυρίως το μουσείο Μπενάκη το οποίο έχει προσεγγιστεί από το μουσείο της Μελβούρνης στο οποίο ήδη δανείζει κάποια εκθέματα του εδώ και 5 χρόνια σύμφωνα με την μέχρι τώρα νομοθεσία, με άδεια του υπουργείου πολιτισμού. Μάλιστα η κ. Μενδώνη παρομοίασε την συνεργασία αυτή με το μουσείου του Λούβρου στο Άμπου Ντάμπι. Η πρόεδρος του συλλόγου αρχαιολόγων Δέσποινα Κουτσούμπα σχολίασε εύστοχα σχετικά με αυτή την παρομοίωση: «Το Λούβρο δεν είναι τέτοιο μουσείο, είναι μουσείο αποικιακό με κλεμμένες αρχαιότητες κι έτσι άνοιξε παράρτημα στο Άμπου Ντάμπι. Αυτή τη μουσειακή πολιτική θέλουμε να ακολουθήσουμε;».
Σύμφωνα με τα λόγια της ίδιας της υπουργού πολιτισμού: «η μη αξιοποίηση του Πολιτισμού μας ως δημοσίου κεφαλαίου, εξαιτίας παρωχημένων αντιλήψεων, συνιστά όχι απλώς ασυγχώρητη αδράνεια αλλά εγκληματική αμέλεια, που στερεί τη χώρα από πολύτιμους πόρους, και οδηγεί με ταχείς ρυθμούς σε απαξίωση και μαρασμό των μοναδικών πολιτιστικών, μη ανανεώσιμων πόρων μας». Είναι ειρωνικό όμως η Υπουργός Πολιτισμού να αναφέρεται τόσο κατηγορηματικά στην εγκληματική αμέλεια, όταν το ίδιο το υπουργείο πολιτισμού είναι αυτό το οποίο έχει αμελήσει εδώ και χρόνια την ορθή αξιοποίηση και ανάδειξη των αρχαιοτήτων που καταλήγουν στα αζήτητα. Μάλιστα συνέχισε τον λόγο της υπογραμμίζοντας πως: «Είναι πολύ σημαντικό για την ανάδειξη του πολιτιστικού μας πλούτου ότι δίνεται επιτέλους η ευκαιρία να αξιοποιηθούν σημαντικά πολύτιμα αρχαία μας που βρίσκονται στις αποθήκες του υπουργείου. Αυτό είναι μια πολύ μεγάλη προσφορά στον ελληνισμό γιατί αντί να βρίσκονται στο σκοτάδι της αποθήκης θα λάμπουν και θα αναδεικνύουν τον ελληνικό πολιτισμό» Ωστόσο το σκοτάδι της αποθήκης το οποίο αναφέρεται η κυρία Μενδώνη αποτελεί ολοκληρωτική ευθύνη του υπουργείου, το οποίο θα έπρεπε να έχει μεριμνήσει ώστε το φως τους να λάμψει σε δομές, οι οποίες να το αντλούν από τον ίδιο ήλιο κάτω στον οποίο τα αρχαία αυτά πριν χιλιάδες χρόνια σμιλευτήκαν και δημιουργήθηκαν. Μόνο τότε θα λάμπουν πραγματικά όχι υπό το φως της εφήμερης αισχροκέρδειας..
Μπορεί όμως ο πολιτισμός ο οποίος αποτελεί μία άυλη αξία να δανεισθεί; Τα αρχαία αυτά δεν μπορούν να αποτελέσουν υλική περιουσία κανενός παρά μόνο την πνευματική κληρονομιά του ελληνισμού και του πολιτισμού που τον συνοδεύει. Οπότε η στυγνή εμπορευματοποίηση τους προς οικονομικά οφέλη αποτελεί μια «ύβρις» καθώς ο δανεισμός αυτός είναι ενάντια σε όλες τις αξίες τις οποίες αυτά πρεσβεύουν. Όπως μάλιστα χαρακτηριστικά ανέφερε σε συνέντευξή της το tvxs.gr η πρόεδρος του συλλόγου αρχαιολόγων Δέσποινα Κουτσούμπα: «Δε γίνεται πολιτιστική πολιτική χαρίζοντας αρχαιότητες». Στη συνέχεια επεσήμανε πως «το μεγάλο πλεονέκτημα των ελληνικών δημόσιων μουσείων και αρχαιοτήτων είναι ότι έχεις τη μοναδική ευκαιρία να βλέπεις την Κόρη της Ακρόπολης δίπλα στην Ακρόπολη που ήταν εκτεθειμένη. Έχεις την ευκαιρία να βλέπεις τα ευρήματα της Κνωσσού στον τόπο που γεννήθηκαν». Αυτή μάλιστα η σπανιότητα και μοναδικότητα των εκθεμάτων είναι και που αποτελεί ένα σημαντικό πλεονέκτημα της χώρας, καθώς η ευκαιρία κάποιος να τα θαυμάσει δίνεται μόνο σε όσους αποφασίσουν να την επισκεφθούν, κάτι το οποίο αφαιρείται με το νομοσχέδιο αυτό. Το γεγονός αυτό αποτελεί ένα σημαντικό πλήγμα στη τουριστική βιομηχανία της χώρας η οποία στηρίζεται στη δίψα της ανθρωπότητας να έρθει σε επαφή με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.
Το νομοσχέδιο αυτό έφερε όμως και μεγάλες αντιδράσεις από την πλευρά της αντιπολίτευσης. Ο τομεάρχης Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκος Φίλης, μίλησε για: «αυτό που επιχειρούν, ας το ονομάσουν καλύτερα «εκπατρισμό» και όχι προσωρινή έκθεση των πολύτιμων μουσειακών αντικειμένων στο εξωτερικό» και για «πλειστηριασμό ανεκτίμητης αξίας συλλογών». Επίσης, η κοινοβουλευτική εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ, Σία Αναγνωστοπούλου, κατηγόρησε τη κυβέρνηση ότι «εκκινεί την εμπορευματοποίηση και το ξεπούλημα του αρχαιολογικού πλούτου της χώρας». Υπογράμμισε μεταξύ άλλων ότι: «ξηλώνετε με τροπολογία τον συνταγματικής περιωπής αρχαιολογικό νόμο του 2002. Αλλάζετε τη μουσειακή πολιτική της χώρας. Διαπραγματεύεστε με μπακάλικη λογική ερήμην της ελληνικής κοινωνίας. Δεν είναι περιουσία δική σας ή δική μας», και μάλιστα ζήτησε την άμεση απόσυρσή της. «στόχος του είναι η συγκρότηση αμιγούς επιχειρηματικού ομίλου» ενώ και για «χυδαία εμπορευματική λογική που οδηγεί σε σκύλευση του αρχαιολογικού μας χώρου», μίλησε και ο εισηγητής του ΚΚΕ, Γιάννης Δελής.
Η Ελλάδα, δυστυχώς έχει αναγκαστεί αρκετές φορές στο παρελθόν να αποδείξει ότι η ιστορία δεν δανείζεται. Υπάρχουν έτσι αξίες και ιδεώδη στα οποία δε μπορούμε να βάζουμε τιμή. Είναι ειρωνικό και ταυτόχρονα υβριστικό, εκπρόσωποι του λαού, οι οποίοι βρίσκονται σε μια θέση όπου η Μελίνα Μερκούρη είχε υπηρετήσει διεκδικώντας με πάθος να μετατρέψει την Ελλάδα σε έναν παγκόσμιο πολιτισμικό προορισμό, να παίρνουν τέτοιες επιζήμιες για τον πνευματικό πλούτο της χώρας αποφάσεις, συγκαταθέτοντας στην υποκλοπή του. Μετά από χρόνια εκκλήσεων και αγώνων, με σκοπό την επιστροφή των αρχαιοτήτων που έχουν κλαπεί από τη χώρα και εκθέτονται στο Βρετανικό Μουσείο, οι ίδιοι οι οποίοι διατυμπάνιζαν την επιθυμία για τον επαναπατρισμό τους είναι αυτοί οι οποίοι συνειδητά τώρα επισφραγίζουν τον εκπατρισμό άλλων, με μόνο σκοπό τους την οικονομική απολαβή. Μάλλον ακόμα και αυτές οι εκκλήσεις δεν σήμαιναν τίποτα άλλο παρά την προσπάθεια ευαισθητοποίησης των εύπιστων ψηφοφόρων για την εκλογή τους, κάτι το οποίο αποδεικνύει με τη σειρά του την βαθιά πολιτισμική απαλλοτρίωση που βιώνει η χώρα.