Του Απόλλωνα-Δαμιανού Κικίδη,
Η μουσική των Ρομά ή συχνά η μουσική των Γύφτων (Gypsy music) είναι η μουσική των μελών της φυλής των Ρομά, οπού έχουν ρίζες στη βόρεια Ινδία και σήμερα ζουν στην Ευρώπη κατά το πλείστον.
Μια ιστορικά νομαδική φυλή, πλέον εγκατεστημένη σε διάφορα σημεία του κόσμου, οι Ρομά συχνά έχουν υπάρξει ως διασκεδαστές και έμποροι. Σε πολλά μέρη είναι γνωστοί και ως μουσικοί. Εξαιτίας των μεγάλων ταξιδιών τους στη μουσική τους μπορούν να βρεθούν επιδράσεις από πολλούς πολιτισμούς. Πιο συγκεκριμένα, βρίσκονται στοιχεία μουσικής από τον βυζαντινό, τον ελληνικό, τον αραβικό, τον ινδικό, τον περσικό, τον τούρκικο, τον σλάβικο, τον ρουμάνικο, τον γερμανικό, τον ολλανδικό, τον γαλλικό, τον ισπανικό και τον ιουδαϊκό πολιτισμό.
Όμως, εξαιτίας των πολυπληθών επιδράσεων και διαφορετικών περιοχών εγκατάστασης των Ρομά, είναι δύσκολο να οριοθετήσουμε ένα ενιαίο μουσικό στυλ για τον πολιτισμό αυτό. Υπάρχουν διαφορές σε μελωδία, αρμονία, ρυθμό και επίσημη δομή από περιοχή σε περιοχή. Οι στίχοι των τραγουδιών τους συχνά είναι σε μία ή παραπάνω από τις διαλέκτους των Ρομά της κάθε περιοχής. Πολύ συχνά χορός θα συνοδεύει τα τραγούδια τους ως μέρος της παράστασης.
Παραδοσιακά τραγούδια των Ρομά που δεν προέρχονται από χώρες στις οποίες αυτοί ζουν είναι σπάνια. Υπάρχουν όμως και είναι συνήθως αργά θρηνητικά τραγούδια με γρήγορες μελωδίες που κάποιες φορές συνοδεύονται από χορό. Οι γρήγορες αυτές μελωδίες μπορεί να συνοδεύονται από χειροκροτήματα, ήχους με το στόμα ή τη γλώσσα, καθώς και με ξύλινα κουτάλια. Σύμφωνα με τη μουσική θεωρία υπάρχουν πέντε βασικά στοιχεία στη μουσική των Ρομά που εμφανίζονται παντού. Το πρώτο είναι η χρήση τριών φωνών ή κομματιών στη μελωδική συνέχεια. Έπειτα, είναι η μουσική συγκοπή και οι διαφορετικές φάσεις της μουσικής, δηλαδή η είσοδος και έξοδος διαφορετικών μουσικών θεμάτων σε διαφορετικά χρονικά σημεία. Η χρήση της ελάσσονος χορδής για αρμονία και τέλος το τραγούδι.
Η ανάπτυξη της μουσικής τους φαίνεται να άρχισε από τα τέλη του 15ου αιώνα στην Ουγγαρία και την Ιταλία. Οι Ρομά με άτομα που δεν ήταν της φυλής τους θα έπαιζαν σε κάθε είδος σόου για διασκέδαση. Με τα χρόνια, όταν η οργανωμένη θρησκεία άρχισε να αποκτά ακόμα παραπάνω δύναμη και έτσι άρχισαν να μην δίνουν έμφαση στη διασκέδαση, η οποία κάποιες φορές απαγορευόταν στους πιστούς, οι Ρομά έγιναν αποκλειστικά οι μόνοι επαγγελματίες διασκεδαστές. Δούλευαν συχνά σε γάμους, βαπτίσεις, κηδείες και σε περιτομές.
Η πλειοψηφία της μουσικής τους βασίζεται στην παραδοσιακή μουσική των χωρών από όπου έχει περάσει και εγκατασταθεί η κάθε κοιτίδα των Ρομά. Υιοθετούν, λοιπόν, την παραδοσιακή μουσική και καθώς την αναπαράγουν ορχηστρικά, σταδιακά μεταμορφώνεται στο στυλ τους. Η επιρροή είναι όμως αμφίδρομη μεταξύ των Ρομά και της παραδοσιακής.
Οι Ρομάνοι στην Ισπανία (Gitanos) συνεισέφεραν πολύ στη μουσική παράδοση της Ανδαλουσίας με τη μουσική παράδοση του flamenco. Αν και δεν είναι καθαρά δικό τους βέβαια είναι στενά συνδεδεμένο με αυτούς και πολλοί γνωστοί καλλιτέχνες του Flamenco, μουσικοί και χορευτές, είναι της Φυλής.
Στη Βουλγαρία, εξαιτίας του μεγάλου αριθμού Ρομά στον πληθυσμό της χώρας, η μουσική τους είναι πολύ διάσημη και εκτός από τη δική του μουσική πολλοί Ρομά καλλιτέχνες υιοθετούν και το βουλγάρικο είδος μουσικής Chalga. Στη Ρουμανία υπάρχουν οι παραδοσιακοί Ρομά μουσικοί Lăutari που παίζουν σε διάφορα γεγονότα, όπως σε γάμους και κηδείες. Και έπειτα οι Ρομά εθνικοί μουσικοί παίζουν και το πολύ γνωστό εκεί μουσικό είδος manele. Στη Ρωσία υπήρχε η γνωστή Sokolovsky gypsy choir και το 1931 άνοιξε ένα δημόσιο θέατρο gypsy, το Romen Theatre, στη Μόσχα, όπου ενώνονται μουσική και χοροί των Ρομά σε θεατρικές παραστάσεις.
Οι Ρομά είναι γνωστοί και στην Τουρκία και την Ελλάδα για τη μουσική τους στις ταβέρνες και στα χάνια. Στην Τουρκία, επηρεασμένοι από την κλασσική τουρκική μουσική fasil, δημιούργησαν τη δική τους εκδοχή, που συχνά συνοδεύει τις εξόδους για φαγητό και ποτό. Τότε συνδέθηκε και με τον παραδοσιακό χορό της κοιλιάς. Έτσι, ήρθε και στην Ελλάδα ως γύφτικο τσιφτετέλι.
Άλλη τυπική μουσική των Ρομά είναι γνωστή ως Tallava. Προέρχεται από τους Ρομά του Κόσοβο στη δεκαετία του 1990. Είναι δημοφιλής η Tallava στην Αλβανία και φαίνεται να έχει σημαντικές επιδράσεις στα ελληνικά σκυλάδικα και τα βουλγάρικα Chalga. Μικρότερες επιδράσεις υπάρχουν στην τούρκικη Arabesque, στην αραβική ποπ, στη σέρβικη Turbo-folk και γενικότερα στην υπόλοιπη αλβανική μουσική.
Στην Ουγγαρία η Rajkó Orchestra και η Folk Ensemble είναι γνωστές για τη διατήρηση της Ουγγρικής μουσικής, του χορού και της ενδυμασίας του πολιτισμού των Ρομά από το 1952. Συχνά κάνουν παραστάσεις σε διάφορα σημεία, όπως και στο παλάτι του Δούναβη. Παραδοσιακά, η μουσική των Ρομά στην Ουγγαρία χωρίζεται σε δύο τύπους, στην “gypsy music” για κοινό που δεν είναι Ρομά και στην παραδοσιακή τους για μέλη της φυλής τους. Σε βιβλία υπάρχουν ονόματα μουσικών Ρομά από τον 15ο αιώνα, αν και δεν ήταν διαδεδομένο σαν επάγγελμα σε αυτούς μέχρι τον 18ο. Άρχισαν όμως τη δημιουργία της εθνικής δικής τους μουσικής από τη δεκαετία του 1970.
Στις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα η μουσική των Ρομά της Ουγγαρίας έγινε τόσο διαδεδομένη εξαιτίας του εθνικού κινήματος της χώρας, όταν άρχισαν να δημιουργούνται νέα είδη μουσικής και χορού. Συναυλίες γύφτικων μπαντών άρχισαν να στήνονται σε περισσότερα μέρη, όπως πάρκα. Υπό την καθοδήγηση των αριστοκρατών, οι Ρομά καλλιτέχνες άρχισαν να μαθαίνουν για τον κλασσικισμό της Βιέννης και την Ευρωπαϊκή μουσική κουλτούρα. Η μοναδική εναρμόνιση της ουγγρικής γύφτικης μουσικής είναι αυτό που τη διαφοροποιεί από την αντίστοιχη βαλκανική.
Αυτός ίσως ήταν ο μεγαλύτερος λόγος που η μουσική αυτή διαδόθηκε στη Δυτική Ευρώπη. Εξωτική αλλά ακόμα φιλική στο αυτί του λαού της Κεντρικής Ευρώπης. Άλλος ένας λόγος της επιτυχίας της ήταν η έλλειψη παρτιτούρας, καθώς ήταν πιο εύκολο να μάθει κάποιος να παίζει δίχως να ξέρει θεωρία, απλά ακούγοντάς την. Το πιο γνωστό σχήμα ενορχήστρωσης ήταν δύο βιολιά, ένα κύμβαλο και ένα κοντραμπάσο. Σε μεγαλύτερες ενορχηστρώσεις συχνά συναντάται κλαρινέτο, τσέλο και άλλο ένα βιολί.
Από τον 19ο αιώνα οι Ρομά της Ουγγαρίας θεωρούνται οι αντιπρόσωποι της εθνικής μουσικής της χώρας, καθώς κέρδισαν τον σεβασμό όλων και συνδέθηκαν με την ελευθερία, καθώς κατά την Εθνική του Επανάσταση το 1848 οι μουσικοί θα έπαιζαν στους στρατιώτες πριν και μετά από κάθε μάχη για να τους εμψυχώσουν.
Εκλεπτυσμένες ορχήστρες Ρομά επισκέπτονταν συχνά τη Δυτική Ευρώπη από τα μέσα του 19ου αιώνα, με το ζενίθ της δημοτικότητάς τους από τη δεκαετία του 1920 έως το 1960. Το κύμβαλο, άγνωστο όργανο σε αυτούς μέχρι τότε, σε συνδυασμό με το βιολί, δημιουργούσε τον χαρακτηριστικό ήχο της μουσικής τους. Γνωστά ονόματα καλλιτεχνών της εποχής ήταν οι Bela Babai, Lajos Veres και μέλη της οικογενείας Lakatos.
Το κοινό της Δύσης το θεωρούσε αντίστοιχο με το άλλο γνωστό είδος μουσικής Ρομά στην περιοχή, την Gypsy Jazz. Θεωρούνταν μαζί ως άλλο ένα στοιχείο του τυπικού γύφτικου στυλ. Κάποια από τα ονόματα που του δίνανε σε διάφορες χώρες ήταν “Gypsy music”, “Musique tsigane”, “Zigeunermusik”. Ίσως ο πιο γνωστός Ρομά καλλιτέχνης της Gypsy Jazz να είναι ο δημιουργός της, Django Reinhardt (1910-1953).
Η μουσική κουλτούρα των Ρομά είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εξαιτίας όλων αυτών των διαφορών που έχει ανά μέρος. Αντικατοπτρίζει τελείως τον ίδιο τους τον πολιτισμό, καθώς είναι μια μουσική και αυτή δίχως μία συγκεκριμένη πατρίδα, αλλά υιοθετώντας πολλές, όπως και οι ίδιοι οι άνθρωποι της φυλής αυτής. Εγκαθίσταται, μαθαίνει και αλλάζει στο δικό της προσωπικό είδος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Simon Broughton, Kings and Queens of the Road, από το World Music, Τόμος 1: Africa, Europe and the Middle East, Penguin Books, 2000
- Balint Sarosi, Zigeunermusik (Gypsy music), Budapest, 1970
- What is Romani music?, Initiative for Romani Music at NYU, διαθέσιμο εδώ
- Rroma music, The Rroma Foundation (rroma.org), διαθέσιμο εδώ
- The music of Roma in Hungary, Rombase – Graz University, διαθέσιμο εδώ
- Turkish Style Belly Dance, Atlanta Belly Dance, διαθέσιμο εδώ