Της Μαρίας Μαλανδράκη,
Ο συγγραφέας
Ελάχιστα είναι γνωστά για τον συγγραφέα του βιβλίου ο οποίος υπογράφει με το ψευδώνυμο Κωστάκης Ανάν. Με σιγουριά μπορούμε να πούμε όμως πως έχει γράψει συνολικά πέντε βιβλία, πως σε όλα έχει αναλάβει την εικονογράφηση ο sotos anagnos και πως μεγάλο μέρος του κοινού του τον γνώριζε ήδη από το περιοδικό Βαβέλ (ένα περιοδικό το οποίο αποτέλεσε βήμα για να συστηθούν στο ευρύ κοινό καλλιτέχνες κόμικ, όπως ο Γιάννης Καλαϊτζίδης, ο Αρκάς και ο Δημήτρης Παπαϊωάννου).
Το βιβλίο
Αποτελούμενο από έντεκα αυτοτελείς ιστορίες, το βιβλίο ασκεί μια διόλου εύφημη «μνεία» στην ελληνική πραγματικότητα. Γραμμένες σε α’ ενικό, οι ιστορίες του Ανάν αφηγούνται από τα μάτια του «μέσου όρου» ιστορίες σουρεαλιστικού χαρακτήρα μέσα από τις οποίες ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με όλες τις ψυχικές διακυμάνσεις του αφηγητή, οι οποίες κινούνται στη λεπτή γραμμή της απόγνωσης και του αυτοσαρκασμού, συνδετικός κρίκος των οποίων αποτελεί το αστείρευτο χιούμορ του συγγραφέα. Από την απάθεια στον αυτοσαρκασμό και από αυτόν στις πιο μύχιες και τελικά ανθρώπινες σκέψεις των χαρακτήρων, ο Ανάν δεν διστάζει να φέρει στο προσκήνιο την πιο αγνή μορφή της μικρότητας που διαπνέει το κοινωνικό πλέγμα της Ελλάδας.
«[…] Είναι ένας από αυτούς, η ίδια ατελής ράτσα, το λαμόγιο της διπλανής πόρτας, ο σιχαμένος μικροαστός που είναι έτοιμος να πουλήσει την ψήφο του, την ιδεολογία του (ποιά;) και την μάνα του, στην προσπάθειά του να σκαρφαλώσει μια κοινωνική τάξη παραπάνω. Είναι το απόλυτο πρότυπο της μετριότητας και η αποθέωση του μέσου όρου, που δεν ξέρει τι του γίνεται και όμως έχει γνώμη για όλα. Είναι ο σωτήρας πρωθυπουργός της μιας μέρας που θα μπει στο ασανσέρ με τσιγάρο και όταν του πεις να το σβήσει, θα απαντήσει «έλα μωρέ, στον δεύτερο κατεβαίνω». Δεν είναι αυτό που ο μέσος άνθρωπος ονειρεύεται να γίνει, είναι η ίδια η αποθέωση του μέσου ανθρώπου και οι πιστοί του θα πληθαίνουν με τον καιρό, να μου το θυμηθείτε […]»
Τη συγκεκριμένη μικρότητα ο Ανάν την επικρίνει αλλά πολύ περισσότερο την κοιτάζει σκωπτικά και τη χρησιμοποιεί σαν ένα φόντο στην επιφάνεια του οποίου κατασκευάζει απλούς ανθρώπους στον ψυχισμό των οποίων μπορεί ο καθένας να δει μικρά κομμάτια του εαυτού του όπως αυτά αναδύονται στους ταχείς ρυθμούς της καθημερινότητας. Εκείνο που κάνει όμως τις ιστορίες του ιδιαίτερες είναι ο τρόπος που εντάσσει αυτούς τους χαρακτήρες σε σουρεαλιστικές καταστάσεις, οι οποίες μπλέκονται με το καθημερινό, δημιουργώντας ένα χαοτικό ψηφιδωτό, το οποίο -με έναν παράδοξο τρόπο- όχι μόνο δεν κουράζει τον αναγνώστη, αλλά του κεντρίζει το ενδιαφέρον περισσότερο, κάνοντάς τον να γυρνάει τη μία σελίδα μετά την άλλη.
Κριτική
Ίσως από τα πιο ωραία και ενδιαφέροντα ελληνικά πεζογραφήματα που έχω διαβάσει. Χωρίς αμφιβολία ο Κωστάκης Ανάν θα μπορούσε να αποτελεί μια κατηγορία από μόνος του, αφού ο εναλλακτικός τρόπος γραφής του αλλά και οι γενναίες δόσεις χιούμορ του, οι οποίες δεν δημιουργούν ένα σφιγμένο χαμόγελο αλλά οδηγούν τον αναγνώστη σε ένα αυθόρμητο ξέσπασμα γέλιου (γεγονός που -εάν θέλετε τη γνώμη μου- καθιστά τα βιβλία του ακατάλληλα για ανάγνωση σε δημόσιους χώρους, εκτός εάν δεν έχετε πρόβλημα με τη συγκέντρωση βλεμμάτων αποστροφής πάνω σας), καθιστούν τα βιβλία του κάτι το ξεχωριστό για την ελληνική πεζογραφία, η οποία στις μέρες μας πολλές φορές επιστρατεύει μέχρι και το πολυτονικό σε μια προσπάθεια να πάρει στα σοβαρά την αξία και τον εαυτό της.
Ο Κωστάκης Ανάν δείχνει να μην ενδιαφέρεται για το εάν οι αναγνώστες του θα τον πάρουν στα σοβαρά, καθώς, όπως φαίνεται και από το βιογραφικό σημείωμα -το οποίο από βιβλίο σε βιβλίο είναι εντελώς αυτοσαρκαστικό και διαφορετικό-, ούτε ο ίδιος εκλαμβάνει τον εαυτό του κατά αυτόν τον τρόπο. Κύριο μέλημά του είναι η ταύτιση, το γέλιο και η καθαίρεση της διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στη θλίψη και το χιούμορ, αφού είναι οι ίδιες στιγμές απόγνωσης τις οποίες ο συγγραφέας χρησιμοποιεί σαν κάδρο για τα αστεία του.
Ίσως το συγκεκριμένο βιβλίο, σε μια περίοδο αρκετά σουρεάλ, όπως αυτή, είναι το πλέον κατάλληλο ανάγνωσμα για κάποιον που θέλει να ξεχαστεί, να γελάσει και να έρθει σε επαφή με μια καθημερινότητα προ καραντίνας, η οποία προς το παρόν έχει τεθεί σε αναμονή.