Της Κέλλυς Πάντου,
Ο Claude Monet είναι το πρόσωπο πίσω από το όνομα, που έχει αφήσει ανεξίτηλη πινελιά στην ιστορία της ζωγραφικής και της τέχνης. Ο γεννημένος τον Νοέμβρη του 1840 στο Παρίσι καλλιτέχνης, μας έχει αφήσει με τον θάνατό του το 1926, μια το λιγότερο γενναιόδωρη κληρονομιά από περίπου 2.500 έργα, που τον έχουν δικαίως αναδείξει ως τον πρωτοστάτη και κύριο εκπρόσωπο του κινήματος του Ιμπρεσιονισμού. Ο Μονέ ανέπτυξε τη μέθοδό του, παράγοντας επαναλαμβανόμενα σπουδές του ίδιου θέματος και μοτίβου σε μορφή σειρών, διαφοροποιώντας αυτές μόνο όσον αφορά το φυσικό φως κατά την εκάστοτε ώρα της ημέρας. Τα πιο μνημειώδη έργα του τα ολοκλήρωσε στην οικεία του στο Ζιβερνύ και προς το τέλος της ζωής του, όπου εμπνεύστηκε να φτιάξει και επανειλημμένα να ζωγραφίσει τη λίμνη με τα νούφαρα. Η δουλειά του αναγνωρίστηκε στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, όταν εμφανίστηκε σε μουσεία και εκθέσεις ανά τον κόσμο όπου το πλήθος των θεατών έγιναν αμέσως θαυμαστές του.
Τι εννοούμε, όμως, με τον όρο του Ιμπρεσιονισμού; Το ρεύμα αυτό χρονολογείται στα μισά του 19ου αιώνα και έχει ως κύρια χαρακτηριστικά τα έντονα χρώματα, συνθέσεις σε εξωτερικούς χώρους, έξυπνη χρήση του φωτός και πάνω από όλα, πυκνές ανάλαφρες πινελιές. Οι Ιμπρεσιονιστές δεν ήθελαν να απεικονίσουν ποτέ την τελειότητα και λεπτομέρεια. Από τεχνικής μορφής ξεφεύγουν από το αυστηρό πλαίσιο του «ζωγραφίζω ό,τι νομίζω πως βλέπω» και υιοθετούν το κυριολεκτικό «ζωγραφίζω ό,τι ακριβώς βλέπω». Εστιάζουν στο να δώσουν στον θεατή την ιδέα του τοπίου, την εντύπωση του τί όντως αντικρίζουν μέσα από τα δικά τους ξεχωριστά μάτια, όχι ένα φωτογραφικό αντίγραφο. Μέσα σε αυτό το αφηρημένο πλαίσιο ζωγραφικής έκφρασης βλέπουμε τα πάντα να απεικονίζονται μέσα από τις εκφάνσεις της ατμόσφαιρας. Ακόμα και οι σκιές είναι χρωματικές, ποτέ μαύρες. Κυρίως, στους πίνακες του Μονέ βλέπουμε εικόνες που εορτάζουν τη μεσοαστική ζωή: από γεμάτα και ζωντανά τοπία φύσης, ηλιοβασιλεμάτων και αναγνωρίσιμων κτιρίων και κατασκευών, μέχρι και πιο σπάνια οικιακές σκηνές με την γυναίκα και τον γιό του. Συγκεκριμένα, ο κήπος του, με την βοήθεια κηπουρών που είχε προσλάβει, είχε μετατραπεί σε ιμπρεσιονιστικό έργο τέχνης.
Ιαπωνική Γέφυρα πάνω από λίμνη με νούφαρα
Κάπως έτσι ο Μονέ άρχισε να ζωγραφίζει τα πλέον πασίγνωστα νούφαρα το 1899. Αρχικά σε κατακόρυφους πίνακες που περιλαμβάνουν την περίφημη Ιαπωνική γέφυρα και έπειτα σε οριζόντιας διάταξης, μεγάλης κλίμακας πίνακες, που θα τον απασχολούσαν τα επόμενα 20 χρόνια της ζωής του. Δημιούργησε λοιπόν πιο συγκεκριμένα, 12 πίνακες με πλάνο την λίμνη με τα νούφαρα και την γαλαζοπράσινη αυτή γέφυρα, κάθε έναν τους σε διαφορετική ώρα της ημέρας. Ένας από αυτούς βρίσκεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης. Ο Μονέ, στα 59 του χρόνια, διαφοροποιεί το έργο αυτό από τα υπόλοιπα, έχοντας τη γέφυρα να εκτείνεται από τη μία άκρη του κάδρου έως την άλλη σαν ένα ενιαίο τόξο. Παρατηρούμε τα δέντρα πάνω από τη γέφυρα τόσο ζωντανά και γλαφυρά όσο και μέσα από την αντανάκλασή τους στα νερά τη λίμνης. Ο ζωγράφος μας δίνει την αίσθηση του νερού από τα στρατηγικά τοποθετημένα νούφαρα που εκτείνονται στο κέντρο της προοπτικής του έργου σαν να ξεκουράζονται στην επιφάνεια της λίμνης, χωρίς ποτέ να χρειαστεί να μας «πει» χρωματικά κάτι πιο συγκεκριμένο από το νερό. Η αντανάκλαση και μόνο μας δίνει την επιθυμητή αίσθηση. Στο κάτω μέρος του πίνακα βλέπουμε την σκιά της γέφυρας που ίσως μας μαρτυρά την ώρα της ημέρας που δημιουργήθηκε ο πίνακας. Σε συνδυασμό με τις εναλλαγές των χρωμάτων από πράσινα και χρυσά, σε κόκκινες, ροζ και άσπρες πινελιές καταλαβαίνουμε πως η σκηνή είναι απογευματινή, μέσα σε ένα καλοκαιρινό ή και πρώιμα φθινοπωρινό τοπίο. Η τεχνική του Μονέ είναι γρήγορη, αφού προσπαθεί να αποτυπώσει ένα στιγμιότυπο.
Προχωρώντας σε μία δεύτερη εκδοχή του ίδιου τοπίου αλλά σε έναν διαφορετικό πίνακα, πηγαίνουμε στο Μουσείο Τέχνης του Πανεπιστημίου του Πρίνστον. Αρχικά, το κάδρο σε σύγκριση με το προηγούμενο είναι πιο τετράγωνο, δίνοντας την αίσθηση μιας αμβλυμμένης οπτικής γωνίας. Οι ψυχρές πράσινες και μπλε παχιές πινελιές πλαισιώνουν πολύ ζωντανά και ρεαλιστικά την φύση που αντίκριζε ο ίδιος ο καλλιτέχνης. Παρατηρούμε πως η γέφυρα διαφέρει σε χρώμα, καθώς επιχειρείται να αναμειχθεί με το περιβάλλον της, έχοντας δηλαδή σε κάθε ξεχωριστό πίνακα το χρώμα που της δίνει η φύση γύρω της. Τα χρώματα της γέφυρας βρίσκονται παντού στο υπόλοιπο τοπίο, κάνοντάς την στα μάτια του θεατή αναπόσπαστο κομμάτι της λίμνης. Παρότι δεν υπάρχει ουρανός στην εικόνα, η αίσθηση του ήλιου παρουσιάζεται πολύ φυσικά, ενώ προσπαθεί να αποτυπωθεί η ώρα και ο καιρός της ημέρας εκείνης. Το συγκεκριμένο είναι ένα πιο έντονα σκιασμένο πλάνο που απεικονίζει τα άνθη της φύσης κυρίως με βαθύ μπλε και μωβ, με ελάχιστο άσπρο και κόκκινο στα νούφαρα. Το πάνω μέρος του πίνακα δείχνει τι υπάρχει πίσω από την γέφυρα, μακριά από τον θεατή, ένα σύνολο από ιτιές με κλαδιά που χύνονται μέσα στα νερά της λίμνης, η οποία με την πιστή και καθαρή αντανάκλασή της φέρνει το τοπίο στα πόδια μας, μπροστά στον θεατή.
Στον τρίτο πίνακα της ανάλυσής μας, αντικρίζουμε ξανά το γνώριμο αυτό πλέον τοπίο της λίμνης, όπως θα το βλέπαμε στο Μουσείο Τέχνης, στην Φιλαδέλφεια. Στο έργο αυτό, το κέντρο εστίασης είναι η φύση που λούζεται από το φως του ήλιου μέσα από τις πολλαπλές άσπρες πινελιές του καλλιτέχνη στο πυκνό δάσος του ορίζοντα. Η γέφυρα ωστόσο, βρίσκεται πλέον στην σκιά, κάτι που στα προηγούμενα έργα δεν συνέβαινε εξ ολοκλήρου. Η κίνηση της ματιάς του θεατή πολύ στοχευμένα συμπίπτει με την ροή της αντανάκλασης της φύσης μέσα στο νερό της λίμνης. Η τελευταία, ακόμα γεμάτη με νούφαρα, τα διαχωρίζει έντονα σε φωτιζόμενα και μη, από το πίσω μέρος του πίνακα μέχρι κοντά στον θεατή. Ο διαχωρισμός επιτυγχάνεται όχι μόνο τοπικά αλλά και με την χρήση έντονου άσπρου και ανοιχτών αποχρώσεων του πράσινου που αντιτίθενται με τα χλωμά μπλε και πράσινα του κάτω μέρους. Το αξιοθαύμαστο στη συγκεκριμένη σειρά του Μονέ, είναι πως οι πίνακες δημιουργούν μία ενιαία ιστορία σαν να μοιράζονται το φως της ίδιας ημέρας. Φαντάζει σαν να παρακολουθούμε καρέ καρέ την ζωντανή εξέλιξη της φύσης ώρα με την ώρα. Αποτέλεσμα είναι η τεχνική συνοχή των έργων με τρόπο όμως που δεν εξαντλεί το ενδιαφέρον του θεατή καθώς, από εικόνα σε εικόνα τον περιμένει και κάτι τόσο διαφορετικό όσο και γνώριμο. Ίσως και αυτό να ήταν το μυστικό της επιτυχίας και της απήχησης των έργων του Μονέ: όχι νέα πληροφορία αλλά νέο πρίσμα για διαφορετική οπτική γωνία.
Στη διάρκεια όλης της καριέρας του, ο Μονέ παρέμεινε πιστός παρατηρητής της φύσης και του μεγαλείου της. Όπως είχε ομολογήσει και ο ίδιος λίγα χρόνια πριν τον θάνατό του, φρόντιζε και έφτιαξε τον κήπο και τη λίμνη του χωρίς ποτέ να σκεφτεί να τα ζωγραφίσει. Όταν όμως αντίκρισε το τελικό προϊόν της δουλειάς του, αναγνώρισε τη μαγεία του τοπίου και έπιασε τα πινέλα του. Κάπως έτσι φτάνουμε στο 1914, που αποτελεί χρονολογία σταθμό για τον Μονέ. Ο καλλιτέχνης γυρνά από μία απουσία δύο χρόνων μετά τους θανάτους της δεύτερης γυναίκας του από λευχαιμία και του γιού του στον πόλεμο. Η προσωπική του οδύνη αντιτίθεται στην καλλιτεχνική του αναγνώριση, όταν την ίδια χρονιά, το Μουσείο του Λούβρου εκθέτει 14 πίνακές του. Ο Μονέ πρόσφατα είχε διαγνωστεί με καταρράκτη και στα δύο μάτια του, γεγονός το οποίο, σαν σωστός ιμπρεσιονιστής, το απεικονίζει σε όλους τους τότε πίνακές του. Στα 74 του λοιπόν, επαναπροσδιόρισε όλο το ύφος του, το οποίο έγινε πολύ πιο τολμηρό και αφηρημένο. Μεγαλύτερες και πιο παχιές πινελιές, απρόσμενα χρώματα και αφαιρετικότητα χαρακτηρίζουν τα έργα αυτής της εποχής. Αποφασισμένος να γυρίσει σε ιδέες που είχε πρώτα εξερευνήσει τη δεκαετία του 1890, ανέλαβε την δημιουργία μιας σειράς από υπερμεγέθεις πίνακες, με θέμα τα πολυαγαπημένα του νούφαρα. Ωστόσο, ο καλλιτέχνης φαίνεται εξίσου προβληματισμένος και ενθουσιασμένος με την χειροτέρευση της όρασής του. Όσο και αν τον στεναχωρούσε το γεγονός, δεν μπορούσε παρά να βρει την ομορφιά μέσα από τα μάτια του. Το έργο του πλέον ήταν εξουθενωτικό για τον ίδιο, καθώς δούλευε ασταμάτητα και επανειλημμένα ανέφερε σε γράμματα στους ανθρώπους του κύκλου του την δυσαρέσκειά του. Το 1923 υποβλήθηκε σε χειρουργείο για τον καταρράκτη του, ο οποίος τον είχε αφήσει με μόλις το 10% της όρασής του. Αν και μερικώς πετυχημένο χειρουργείο, η υγεία του τον πρόδωσε όταν στα 86 χρόνια του απεβίωσε από καρκίνο στα πνευμόνια. Ο Μονέ αναγνώριζε το έργο του ως μία συνεχή, και κορυφαία, σπουδή στην φύση που βρήκε την αναγνώριση που του αρμόζει στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Η οικεία του που διατηρείται στο Ζιβερνύ, μαζί με τον κήπο και το Μουσείο Ιμπρεσιονισμού προσελκύουν ανθρώπους και θαυμαστές του από όλο τον κόσμο. Η δουλειά του έχει χαρακτηριστεί ως η Καπέλα Σιστίνα του Ιμπρεσιονισμού.
“Color is my daylong obsession, joy, and torment.” -Claude Monet.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- John Rewald: “History of Impressionism”, 1980, The Museum of Modern Art
- Christoph Heinrich: “Monet (Basic Art Series 2.0)”, 2015, TASCHEN
- Bernard Denvir: “The Thames and Hudson Encyclopedia of Impressionism (World of Art)”, 1990, Thames and Hudson
- Thomas J. Watson: “Monet’s Years at Giverny: Beyond Impressionism”, 1978, The Metropolitan Museum of Art
- Michael Howard: “The Treasures of Monet”, 2007, Musee Marmottan Monet, Paris
- George T. M. Shackelford: “Monet: The Late Years”, 2019, Kimbell Art Museum
- Richard Kendall: “Monet By Himself”, 2000, Little, Brown & Company
- Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής: “Ιστορία της Τέχνης (Γ’ Γενικού Λυκείου)”, 2013, Διόφαντος
- Princeton University Art Museum, διαθέσιμο εδώ
- The Metropolitan Museum of Art, διαθέσιμο εδώ
- Philadelphia Museum of Art, διαθέσιμο εδώ
- Minneapolis Institute of Art, διαθέσιμο εδώ