Της Μαρίας Καλαμπόκα,
Το σκάκι είναι γνωστό ως παιχνίδι στρατηγικής ένεκα της παρουσίας βασιλιά, βασίλισσας, ιππικού και πεζικού και μια σειρά από κανόνες για τη διεξαγωγή του. Η προέλευση του παίγνιου χρονολογείται αιώνες πίσω, κατά προσέγγιση 1500 χρόνια. Η αλήθεια είναι ότι η καταγωγή του θεωρείται ακόμη αβέβαιη. Για την ακρίβεια, το σκάκι είναι Ασιατικής καταγωγής, όμως, τρεις περιοχές διεκδικούν την προέλευσή του: η Ινδία, η Περσία και η Κίνα, με την πρώτη να υπερισχύει προς το παρόν. Αρχικά, ο πόλεμος κατέχει συμβολική θέση στη σκακιέρα και διεξάγεται από ορισμένους κανόνες κοινά αποδεκτούς με απόλυτη ισότητα (όσον αφορά σε υλικό και χώρο). Οι αντικρουόμενες δυνάμεις κατηγοριοποιούνται σε Λευκά και Μαύρα πιόνια, με τα λευκά να έχουν το δικαίωμα να πραγματοποιήσουν την έναρξη.
Αναφορικά με την Ινδία, κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας Γκούπτα, εγκαινιάζεται η πρώιμη μορφή του, τον 6ο αιώνα με την ονομασία chaturanga. Η σανσκριτική λέξη αποδίδει την ύπαρξη τεσσάρων βασικών μερών, σύμφωνα με την οργάνωση του Ινδικού στρατού εκείνη την εποχή, τους ελέφαντες, άρματα, ιππικό και πεζικό με πεδίο 8Χ8. Την περίοδο εξουσίας των Σασσανιδών της Περσικής Αυτοκρατορίας (7ος αιώνας), εισήχθη ο όρος chatrang, ενώ μεταγενέστερα εξελίχθηκε σε Shatranj, με τους παίκτες να προσφωνούν στα περσικά «Shāh!» (βασιλιάς). Αξίζει να αναφερθεί, πως το περσικό Shatranj συνδέθηκε με τη Χρυσή Εποχή του Ισλάμ (750-1258), καθώς δημιουργήθηκε βιβλιογραφία, θεωρίες, προβλήματα και γνωστοί παίκτες. Τα ονόματα του παιχνιδιού προέρχονται κυρίως από το μουσουλμανικό κόσμο, ιδιαίτερα με την ισλαμική κατάκτηση της Περσίας (σημερινό Ιράν). Το σκάκι διαδόθηκε στην υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη από μουσουλμάνους εμπόρους. Ως εκ τούτου, με τις Αραβικές κατακτήσεις στην Ευρώπη, το Shatranj «γονιμοποιήθηκε» στον Ευρωπαϊκό Μεσαιωνικό κόσμο (11ο αι.), συμβάλλοντας στην προαναγγελία της Αναγέννησης, με έμφαση κυρίως στην Ιβηρική Χερσόνησο και τη Σικελία.
Όσον αφορά την Κίνα, το σκάκι τοποθετείται στις αρχές του 9ου αιώνα με την ονομασία Xiangqui. Μολαταύτα, στην Κίνα πιστεύεται ότι η καταγωγή του παίγνιου προέρχεται από το ινδικό chaturanga, το οποίο μετατράπηκε σε Xiangqui. Η ιδιαιτερότητα του Xiangqui βρίσκεται στο γεγονός, ότι τα πιόνια τοποθετούνται στη διασταύρωση γραμμών της σκακιέρας και όχι στα τετράγωνα, ωστόσο, η μεσαία κατάταξη αντιπροσωπεύει ένα ποτάμι και δεν διαχωρίζεται από τετράγωνα, τα πιόνια διαφέρουν από τα κλασικά φημισμένα, καθώς είναι επίπεδα και στην επιφάνειά τους αναγράφονται τα ονόματά τους.
Περνώντας στην περίοδο του Βυζαντίου, κυριαρχεί η ονομασία zatrikion και θεωρείται ένα αριστοκρατικό χόμπι, που συνδέεται με την ευγένεια και την υψηλή κουλτούρα. Κατά την περίοδο της Αναγέννησης, το σκάκι αποτέλεσε σημαντικό κομμάτι στη λατινική λογοτεχνία της Ευρώπης, με αποτέλεσμα από τον 12ο μέχρι τον 15ο αι. να γραφθούν πολλά έργα, σκιαγραφώντας βασικά χαρακτηριστικά της υψηλής κοινωνίας, τις ίντριγκες και τη στρατηγική των βασιλέων. Επιπροσθέτως, το σκάκι κατέστη αντικείμενο τέχνης, καθώς ποικίλες κασετίνες και μενταγιόν ήταν διακοσμημένα με σκακιστικά σχέδια. Η γνώση του παιχνιδιού ήταν βασικό γνώρισμα των ιπποτών, συγκαταλέγοντας μεταξύ των επτά δεξιοτήτων, που όφειλε να έχει ένας καλός ιππότης. Το 13ο αι., σημειώθηκε αυξανόμενη δημοτικότητα του παιχνιδιού με χρήματα. Αυτό το γεγονός εξέπληξε την Εκκλησία, διότι παρατηρήθηκε έξαρση βίας. Εκδόθηκε διάταγμα κατά του τζόγου το 1254, όμως, η διάταξη αυτή αγνοήθηκε από το κοινό και εν συνεχεία απορρίφθηκε.
Στα μέσα του 19ου αιώνα, αναπτύχθηκαν διάφορες θεωρίες σχετικά με τη διεξαγωγή του, δίνοντας έμφαση στην άμυνα και την επίθεση. Ο Γάλλος δάσκαλος Andre Philidor διατύπωσε πως «τα πιόνια είναι η ψυχή του σκακιού». Εμφανίζονται στην πορεία τα σκακιστικά ρολόγια, καθιστώντας το παιχνίδι πιο ανταγωνιστικό, φθάνοντας μέχρι και τις 14 ώρες! Γύρω στο 1800, αναπτύχθηκαν τα αμυντικά παιχνίδια, με απώτερο σκοπό την πραγματοποίηση κίνησης ματ στον αντίπαλο με βίαιο τρόπο, διότι διαφορετικά δεν ήταν διασκεδαστικό. Ο παίκτης Paul Morphy κατόρθωσε να ενσαρκώσει τα ρομαντικά και επιθετικά παιχνίδια στο σκάκι, νικώντας αξιόλογους και φημισμένους αντιπάλους. Ο υπερμοντερνισμός, στη δεκαετία του 1920, δημιούργησε νέα ανοίγματα και σχήματα ανάπτυξης, όπως την ινδική άμυνα, το Grunfeld και το Benoni. Ο Alexander Alekhine ήταν ο τέταρτος παγκόσμιος πρωταθλητής και προς τιμήν του ονομάστηκε το άνοιγμα Alekhine. Ουσιαστικά, οι λευκοί καλούνται να προωθηθούν προς το κέντρο και στη συνέχεια να επιτεθούν στο υπερβολικό κέντρο. Ο ίδιος ηττήθηκε από το Max Euwe το 1935, όμως το 1937, κέρδισε ξανά διατηρώντας τον τίτλο μέχρι τον θάνατό του το 1946. Είναι ο μοναδικός παγκόσμιος πρωταθλητής σκακιού που πέθανε κρατώντας τον τίτλο.
Στον 20ο αιώνα, η Σοβιετική κυριαρχία στο σκάκι είναι προφανής. Είναι αξιοπρόσεχτο, το γεγονός ότι από το 1927-2006, παίκτες από τη Σοβιετική Ένωση και την μετέπειτα Ρωσία κατέκτησαν τον τίτλο του παγκοσμίου πρωταθλήματος (ενδεικτικά: Mikhail Botvinnik, Vassily Smyslov, Anatoly Karpov, Garry Kasparov). Χαρακτηρίστηκαν ως «γίγαντες του σκακιού», κατακτώντας την κυριαρχία και αναδεικνύοντας τις δυναμικές τους ικανότητες στη σκακιέρα. Οι θρύλοι του σκακιού σημείωσαν νέα σκορ και τεχνικές συνδυάζοντας τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών. Πιο συγκεκριμένα, ο Kasparov αξιοποίησε κατά κύριο λόγο τους υπολογιστές για την προετοιμασία και τη μελέτη των στρατηγικών κινήσεων, νικώντας τους ισχυρότερους υπολογιστές προς τα τέλη του 1980 και κερδίζοντας μεγάλη δημοσιότητα. Πράγματι, από ότι φημίζεται από τους πρωταθλητές σκακιού τα τελευταία χρόνια, η βοήθεια των υπολογιστών είναι σημαντική και κρίσιμη για την απαραίτητη προετοιμασία και την ανάδειξη νέων στρατηγικών. Ο Magnus Carlsen είναι ο τρέχων παγκόσμιος πρωταθλητής και έχει καταφέρει να παραμείνει ως ο ισχυρότερος παίκτης στον κόσμο για μεγάλο χρονικό διάστημα, σημειώνοντας βαθμολογία 2876.
Εν κατακλείδι, το σκάκι πρόκειται για ένα κλασικό και διαχρονικό παίγνιο το οποίο εμφύσησε πολλούς ηγέτες στην άσκηση ισχυρής στρατηγικής, ενδυναμώνει τον πνευματικό και διανοητικό κόσμο, αποτελεί έργο τέχνης και αισθητικής, αποτελεί πρόκληση και φυσικά, προσφέρει ένα μαγικό κόσμο που εντοπίζεται στα τετράγωνα της σκακιέρας, είτε με τον παραδοσιακό κλασικό τρόπο, είτε μέσω του ψηφιακού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Murray, H. (1986). «A History of Chess. Northampton», Mass: Benjamin Press
- Shenk, D. (2006). «The immortal game: a history of chess or how 32 carved pieces on a board illuminated our understanding of war, art, science, and the human brain». New York: Doubleday.
- Από την ιστοσελίδα Chess. Στο «Chesscom. History of Chess. From early stages to Magnus», Διαθέσιμο εδώ