Της Δανάης Λυπιρίδη,
Η επιστροφή της Ρωσίας ως σημαντικού γεωστρατηγικού παράγοντα στο περιφερειακό υποσύστημα της Ανατολικής Μεσογείου είναι μία από τις πιο σημαντικές εξελίξεις που χαρακτηρίζουν την περιοχή αυτή μεταψυχροπολεμικά. H δημιουργία κενών ισχύος λόγω της απόσυρσης των Ηνωμένων Πολιτειών από την Ανατολική Μεσόγειο και η αδυναμία συντονισμού των συμφερόντων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης διευκολύνουν την άσκηση της ρωσικής γεωοικονομικής και γεωπολιτικής επιρροής σε μία περιοχή στρατηγικής σημασίας, χάρη στα ενεργειακά της αποθέματα και στη γεωστρατηγική της θέση.
Ο χαρακτήρας της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσικής Ομοσπονδίας στην Ανατολική Μεσόγειο μπορεί να διακριθεί σε τρεις διαφορετικές περιόδους από το 1991: 1) στο στάδιο της αδυναμίας και της εσωτερικής αναδιάρθρωσης κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, 2) στη φάση της ανάκαμψης κατά την πρώτη δεκαετία του 2000 και 3) του ενεργού ρόλου στα χρόνια της παγκόσμιας αποσταθεροποίησης μετά την Αραβική Άνοιξη το 2010. Αυτή η διαίρεση της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής είναι βασισμένη στις διαφορετικές στρατηγικές που ακολούθησαν οι Ρώσοι Πρόεδροι σχετικά με την παρουσία της Ρωσίας στην περιοχή. Υπό την προεδρία του Boris Yeltsin, η Ρωσία είχε περιοριστεί σε ρόλο παρατηρητή, ωστόσο η ανάληψη της εξουσίας από τον Vladimir Putin, το 2000, σηματοδότησε κρίσιμες αλλαγές στους στρατηγικούς στόχους της χώρας. Η Ανατολική Μεσόγειος κατέστη σε σύντομο χρονικό διάστημα ένα από τα σημαντικότερα πεδία άσκησης της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής και διπλωματίας, με αποτέλεσμα τη μετατροπή της περιοχής σε μια ζώνη γεωπολιτικού και γεωοικονομικού ανταγωνισμού μεταξύ της Ρωσίας και των δυτικών δυνάμεων.
O σχεδιασμός της υψηλής στρατηγικής της Μόσχας φαίνεται να καθοδηγείται και να διαμορφώνεται από την εξασφάλιση των ουσιωδών συμφερόντων της και από το διαχρονικό ανταγωνισμό, ο οποίος είχε αναπτυχθεί έντονα την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Βασικός στόχος της μεταψυχροπολεμικής στρατηγικής της Ρωσίας αποτελεί η εξασφάλιση της προνομιακής της θέσης ως κύριου προμηθευτή ενέργειας της Ευρώπης∙ η διατήρηση, δηλαδή, της ενεργειακής εξάρτησης μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών και της Ρωσικής Ομοσπονδίας και των ανάλογων οικονομικών ωφελειών. Όσον αφορά την Ανατολική Μεσόγειο, κάθε φορά που λάμβαναν χώρα αλλαγές στους συσχετισμούς δυνάμεων στην περιοχή, η Μόσχα επεδίωκε να αντιμετωπίσει τις αναφυόμενες γεωπολιτικές και γεωοικονομικές προκλήσεις καθιερώνοντας ενεργειακή και αμυντική συνεργασία με αρκετά από τα κράτη του περιφερειακού υποσυστήματος.
Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, οι σχέσεις μεταξύ της Ρωσίας και των χωρών του περιφερειακού υποσυστήματος της Ανατολικής Μεσογείου πέρασαν από περιόδους συνεργασίας αλλά και ανταγωνισμού. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι ρωσοτουρκικές σχέσεις. Παρά τις πολυάριθμες συμφωνίες οικονομικού και στρατιωτικού περιεχομένου που έχουν επισυνάψει, η Ρωσία δε φαίνεται να έχει σταματήσει να θεωρεί την Τουρκία ως απειλή για τα συμφέροντά της στην Κεντρική Ασία και στον Καύκασο -περιοχές στις οποίες οι δύο χώρες συγκρούονταν επανειλημμένα κατά τη διάρκεια του 18ου, 19ου και απαρχών 20ου αιώνα. Οι αμερικανικές και τουρκικές φιλοδοξίες για την αξιοποίηση της γεωστρατηγικής θέσης της Τουρκίας με στόχο την κάλυψη του κενού ισχύος, το οποίο εμφανίστηκε μετά τη σταδιακή απομάκρυνση των στρατιωτικών δυνάμεων των Η.Π.Α. από την περιοχή την τελευταία δεκαετία, δυσκολεύουν τις διμερείς σχέσεις Τουρκίας και Ρωσίας. Επιπλέον, είναι αξιοσημείωτο της ικανότητας της σημερινής πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσικής Ομοσπονδίας το γεγονός ότι η Ρωσία και η Τουρκία έχουν καταφέρει, μέχρι στιγμής, να εξισορροπήσουν προσεκτικά τα γεωπολιτικά και γεωοικονομικά συμφέροντά τους, ακόμη και όταν δεν είναι πλήρως ευθυγραμμισμένα, όπως καταδεικνύουν οι περιπτώσεις του εμφυλίου πολέμου της Λιβύης και της πολεμικής σύρραξης στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ.
Η προσπάθεια διατήρησης καλών διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών έχει καίρια σημασία για τη διατήρηση της θέσης της Ρωσίας ως σημαντικού γεωστρατηγικού παράγοντα στην περιοχή. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο Προέδρων, Vladimir Putin και Recep Tayyip Erdoğan, βελτιώθηκαν σημαντικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα στην Τουρκία το 2016, ενώ η άμεση στρατιωτική παρουσία στη Συρία μέσω της ρωσικής ναυτικής βάσης στην Ταρτούς και η εμβάθυνση των αμυντικών δεσμών των δύο χωρών, ιδιαίτερα με την αγορά των ρωσικών αντιαεροπορικών πυραυλικών συστημάτων S-400 από την Τουρκία παρά τις αντιδράσεις των εταίρων της στο ΝΑΤΟ, συνεισφέρουν ως υποστηρικτικοί παράγοντες στην ενίσχυση των διπλωματικών τους σχέσεων. Επιπλέον, η διαχείριση ενεργειακών ζητημάτων διαδραματίζει βασικό ρόλο στη διατήρηση των καλών σχέσεων μεταξύ Ρωσίας-Τουρκίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσπάθεια της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής για τη δημιουργία αμυντικής και ενεργειακής συνεργασίας ανάμεσα στη Ρωσία, την Τουρκία και το Ιράν, γεγονός ανησυχητικό για την ασφάλεια του Ισραήλ.
Η αναδιάταξη της ισορροπίας δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο τα τελευταία χρόνια έδωσε στη Ρωσία την ευκαιρία να προχωρήσει στην αποκατάσταση της ενεργειακής και αμυντικής συνεργασίας της με αρκετά από τα κράτη του περιφερειακού συστήματος. Οι σχέσεις Ρωσίας-Ισραήλ φαίνονται να είναι και αυτές αρκετά περίπλοκες. Μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014, το Ισραήλ απείχε, παραδόξως, από το ψήφισμα των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο καταδίκαζε τις ρωσικές ενέργειες. Η Ρωσία είναι ένας από τους μεγαλύτερους προμηθευτές αργού πετρελαίου του Ισραήλ και εξίσου σημαντικός αποδέκτης των γεωργικών του εξαγωγών. Εντούτοις, η ανάπτυξη των προηγμένων αντιαεροπορικών πυραυλικών συστημάτων S-400 από τη Ρωσία έχει προκαλέσει σοβαρές ανησυχίες στο Ισραήλ, καθώς το Τελ Αβίβ φοβάται την απόκτηση προηγμένων όπλων από το Ιράν ή τη Hezbollah. H Μόσχα κατάφερε να αναβιώσει επίσης τις διμερείς σχέσεις της με την Αίγυπτο, μέσα από μια σειρά των συμφωνιών στρατιωτικής συνεργασίας και συνεργασίας σχετικά με την πυρηνική ενέργεια, οι οποίες υπεγράφησαν την τελευταία δεκαετία. Η Αίγυπτος έχει υποστηρίξει έμμεσα τη Ρωσία στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας, καθώς φαίνεται να είναι σύμφωνη με τη διατήρηση του καθεστώτος του Σύριου Προέδρου Bashar al-Assad.
Το 2013-2014, οι ρωσικές εταιρείες Gazprom και Ρωσικοί Σιδηρόδρομοι επιχείρησαν να αγοράσουν τη δημόσια εταιρεία παροχής φυσικού αερίου (ΔΕΠΑ) στην Ελλάδα, η οποία ήταν μία από τους συμμετέχοντες στο προτεινόμενο έργο South Stream, και τον Οργανισμό Σιδηροδρόμων Ελλάδος (ΟΣΕ) με στόχο τη διαχείριση των υποδομών ενέργειας και μεταφορών. Ωστόσο, τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρενέβησαν και ακύρωσαν την εξαγορά πριν υλοποιηθεί. Στηριζόμενη στο νομικό πλαίσιο της τρίτης δέσμης μέτρων της Ε.Ε. για την ενέργεια (EU Third Energy Package), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέφρασε τις αντιρρήσεις της, με αποτέλεσμα η Gazprom και οι Ρωσικοί Σιδηρόδρομοι να αποσύρουν την πρόταση της εξαγοράς της ΔΕΠΑ και του ΟΣΕ. Όσον αφορά την περίπτωση της Κύπρου, η Ρωσία έχει δηλώσει παραδοσιακά τη δέσμευσή της για τη διασφάλιση της κρατικής κυριαρχίας και ουδετερότητάς της, προκειμένου να αποφευχθεί μια δυνητική στρατιωτικοποίηση του νησιού, η οποία θα ήταν φιλικά προσκείμενη προς το ΝΑΤΟ.
Συνολικά, η εξωτερική πολιτική της Μόσχας φαίνεται να έχει αναπτυχθεί στο πλαίσιο του συνεχούς ανταγωνισμού μεταξύ Ε.Ε., Η.Π.Α. και Ρωσίας σχετικά με τα ενεργειακά ζητήματα και διλήμματα ασφαλείας στο περιφερειακό σύστημα της Ανατολικής Μεσογείου. Αξιοποιώντας τα κενά ισχύος και τις επανειλημμένες συγκρούσεις που προέκυψαν μεταψυχροπολεμικά μεταξύ των περιφερειακών παραγόντων, η Ρωσία προσπαθεί να διατηρήσει μια χαμηλών τόνων στρατηγική εξισορρόπησης των γεωοικονομικών και γεωπολιτικών συμφερόντων της, βασιζόμενη στην ενεργειακή και στρατιωτική της εμπλοκή στην Ανατολική Μεσόγειο. Η ενεργειακή της εμπλοκή έχει ως στόχο την εξασφάλιση της προνομιακής θέσης της Ρωσίας στην αγορά ενέργειας της Δύσης. Αναφορικά με τη στρατιωτική της εμπλοκή, η ενισχυμένη αμυντική συνεργασία που έχει επιδιώξει η Ρωσία με τις περισσότερες χώρες της περιοχής και η εμπλοκή της στη Συρία καταδεικνύουν το ρόλο της χώρας ως εναλλακτικό πάροχο ασφάλειας σε αυτήν την ασταθή περιοχή και την ένταξη στη μεταψυχροπολεμική παγκόσμια τάξη ως μεγάλη δύναμη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Geopolitical Shifts in the Eastern Mediterranean, JSTOR, διαθέσιμο εδώ
-
Framing Russia’s Mediterranean Return: Stages, Roots, and Logics, The German Marshall Fund of the United States, διαθέσιμο εδώ
- Stergiou, Andreas. (2020). Russia’s policy in the Eastern Mediterranean during the Post-Cold War.