Της Μαρίας Κόλλια,
Έπειτα από τριάμιση χρόνια συνεχών διαπραγματεύσεων μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τρεις παρατάσεις της τελικής συμφωνίας, όσον αφορά την έξοδο του πρώτου από την Ένωση, το Βrexit πήρε σάρκα και οστά στις 31 Ιανουαρίου του 2020. Από τότε, λοιπόν, και μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου του 2020, ορίστηκε η μεταβατική περίοδος, κατά τη διάρκεια της οποίας, το Ηνωμένο Βασίλειο εξακολουθεί να συμμετέχει στην τελωνειακή ένωση, καθώς και στο σύστημα της ενιαίας αγοράς στα πλαίσια της Ένωσης, μέχρι να επιτευχθεί συμφωνία αναφορικά με κάποια θέματα μείζονος σημασίας, όπως, λόγου χάριν, του εμπορίου.
Όσο το τέλος της προθεσμίας για συμφωνία πλησιάζει τόσο εντείνονται οι διαπραγματεύσεις, στις οποίες, όμως, υπάρχουν πολλές δυσκολίες. H Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ανακοίνωσε: «Παρόλη την εξουθένωση μας, έπειτα από έναν χρόνο διαπραγματεύσεων, και παρόλο που οι προθεσμίες δεν τηρούνται ξανά και ξανά, πιστεύουμε ότι το υπεύθυνο είναι να συνεχίσουμε τις προσπάθειες. Συζητάμε τα άλυτα ζητήματα, οι διαπραγματευτές μας δουλεύουν χωρίς σταματημό. Καταβάλλουμε προσπάθειες για να καταλήξουμε σε κάποια συμφωνία ακόμα και την τελευταία στιγμή». Με την σειρά του, ο Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Μπόρις Τζόνσον, δήλωσε πως «Το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να συνεχίσει να προσπαθεί, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε συμβιβασμούς σε βασικά θέματα, για τα οποία ουσιαστικά έγινε και το Brexit».
Kάποιος θα μπορούσε να αναρωτηθεί εύλογα «είναι πιθανή μια επιπλέον επέκταση της προθεσμίας, όπως έχει γίνει ουκ ολίγες φορές στο παρελθόν στην συγκεκριμένη υπόθεση»; H αλήθεια είναι πως σύμφωνα με τη διεθνή συνθήκη για το Brexit, αν η Αγγλία επιθυμούσε κάποια επιπλέον επέκταση της μεταβατικής περιόδου, θα έπρεπε να υποβάλλει σχετικό αίτημα και αυτό να γίνει δεκτό μέχρι την 1η Ιουλίου του 2020, κάτι που δε συνέβη. Επομένως, κάτι τέτοιο δεν είναι νομικά και τεχνικά εφικτό, πλέον, αλλά φαίνεται να μην είναι και επιθυμητό από την αγγλική πλευρά. Συγκεκριμένα, ο Μάικλ Γκόουβ, μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου, το επιβεβαίωσε την περασμένη Τρίτη λέγοντας ότι «Αν δεν μπορούμε να εξασφαλίσουμε μια συμφωνία μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου, έτσι θα έχει η κατάσταση».
Τα ζητήματα στα οποία οι δύο πλευρές δυσκολεύονται να βρουν «κοινό τόπο» είναι κατά κύριο λόγο οικονομικής -και όχι μόνο- φύσεως. Πιο συγκεκριμένα, η αλιεία αποτελεί κεντρικό σημείο των διαπραγματεύσεων, με την Ευρωπαϊκή Ένωση να διεκδικεί ελεύθερη πρόσβαση στα πλούσια, σε αλιευτικά προϊόντα, νερά του Ηνωμένου Βασιλείου, από τα οποία προέρχεται και μεγάλος αριθμός των ετήσιων εσόδων της. Την ελεύθερη αυτή πρόσβαση, μάλιστα, την θέτει ως προϋπόθεση για μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου, χωρίς δασμούς ή κάποιου είδους φορολογίας στα διάφορα αγαθά. Από την άλλη πλευρά, το Ηνωμένο Βασίλειο επιθυμεί να εκμεταλλευτεί την ιδιότητα του ως «ανεξάρτητο παράκτιο κράτος», θεσπίζοντας την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, που θα εκτείνεται στα 200 ναυτικά μίλια, εντός της οποίας τα αγγλικά καράβια θα έχουν σαφή προτεραιότητα. Εκτός από ζήτημα αλιείας, αυτό, είναι και θέμα που θα επιφέρει πολλαπλές αλλαγές στο εμπόριο, καθώς πάνω από το 50% των προϊόντων της αλιείας στην περιοχή, εξάγονται στην Ε.Ε., με κάποια προϊόντα να εξάγονται αποκλειστικά στην Ε.Ε.
Ένα άλλο ζήτημα που προκαλεί διχογνωμία στις δύο πλευρές είναι αυτό των ίσων όρων ανταγωνισμού. Πρόκειται για ζήτημα που αποτελεί παράλληλα και την ουσία του Brexit. H Ευρωπαϊκή Ένωση ασκεί πιέσεις, ώστε το Ηνωμένο Βασίλειο να συνεχίσει να ακολουθεί πιστά τους κανονισμούς της Ένωσης σε κάποια θέματα, όπως, επί παραδείγματι, τα δικαιώματα των εργαζομένων και οι κανονισμοί αναφορικά με το περιβάλλον. Αυτό συμβαίνει, επειδή υπάρχει φόβος πως οι βρετανικές αγορές θα γίνουν πιο ανταγωνιστικές, αφού απελευθερωθούν από τους κανονισμούς της Ε.Ε. και αυτό, φυσικά, θα είναι επιβλαβές για τις ευρωπαϊκές εταιρείες. H Μεγάλη Βρετανία επιμένει να διασφαλίσει την ιδέα της αυτονομίας της, αρνούμενη να ακολουθεί τους κανόνες που θεσπίζονται από την Ένωση, ακόμα και μετά το Βrexit.
Tέλος, μένει να αποφασιστεί ο μελλοντικός τρόπος επίλυσης των διαφορών ανάμεσα στα δύο μέρη, αφότου η Συμφωνία Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θα εμπερικλείει πλέον το Ηνωμένο Βασίλειο και οι μηχανισμοί επίλυσης διαφορών που αφορούν τα κράτη-μέλη της Ένωσης θα πάψουν να ισχύουν για την συγκεκριμένη χώρα. Η ευρωπαϊκή πλευρά προτείνει τη θέσπιση ενός ανεξάρτητου συστήματος διαιτησίας, μέσω του οποίου θα μπορεί να επιβάλλει αντίμετρα στη βρετανική πλευρά, σε περίπτωση που η προαναφερθείσα δεν τηρήσει τους κανόνες που θεσπίζονται στην συνθήκη για το Brexit.
Συμπερασματικά, διαπιστώνεται και έμπρακτα, πλέον, πως η έξοδος ενός κράτους-μέλους από την Ευρωπαϊκή οικογένεια κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση είναι. Οι διαδικασίες είναι πολύπλοκες και μακρόσυρτες, εφόσον η ευρωπαϊκή ενοποίηση αποτελεί σύγχρονη πραγματικότητα. Πολλά οικονομικά και πολιτικά ζητήματα διακυβεύονται και τόσο η ευρωπαϊκή κοινότητα όσο και τα κράτη-μέλη μπαίνουν στην διαδικασία της στάθμισης της σχέσης «κόστους-οφέλους». Το κατά πόσο τελικά είναι έξυπνη επιλογή για μια χώρα με σημαντική οικονομία να βγει από την Ένωση είναι κάτι που μόνο το μέλλον μπορεί να δείξει.
Πάντως, πραγματιστικά μιλώντας, το ενδεχόμενο της εξόδου της χώρας χωρίς τελική συμφωνία δεν φαίνεται να είναι απίθανο, αν θα είναι το λιγότερο συμφέρον και για τις δυο πλευρές. Επομένως, είναι αδήριτη η ανάγκη στενής συνεργασίας μεταξύ των δύο μερών και οι αμοιβαίοι συμβιβασμοί για να βρεθεί η καλύτερη δυνατή λύση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Brexit trade talks: Could the UK and the EU keep negotiating?, BBC, διαθέσιμο εδώ
- Brexit: Trade talks in ‘a serious situation’ says Boris Johnson, BBC, διαθέσιμο εδώ
- Fishing: Why is fishing important in Brexit trade talks?, BBC, διαθέσιμο εδώ
- Brexit trade deal: What are the sticking points?, BBC, διαθέσιμο εδώ
-
Johnson and EU vow to go ‘extra mile’ to thrash out Brexit deal, The Guardian, διαθέσιμο εδώ