Της Μαρίας Τσέα,
Στις αρχές του 19ου αιώνα, οι σκλαβωμένοι Έλληνες δείχνουν ώριμοι και έτοιμοι για την απελευθέρωσή τους. Η κούραση και η αδικία τούς έχουν αγανακτήσει και δεν βλέπουν άλλη πιθανή λύση από την εξέγερση. Γνωρίζουν, επίσης, ότι «η αρχή της νίκης» είναι η εμπιστοσύνη στις δικές τους δυνάμεις, καθώς σχετικές εμπειρίες του παρελθόντος, τους έχουν διδάξει να μην βασίζονται αποκλειστικά στην εξωτερική βοήθεια.
Βασική προϋπόθεση για την οργάνωση και τον συντονισμό μιας πρώτης προσπάθειας αποτίναξης του οθωμανικού ζυγού, ήταν η μόρφωση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων, οι οποίοι ήταν αγράμματοι. Η ανύψωση του πνευματικού επιπέδου του ελληνικού λαού αποτελούσε, για αρκετό καιρό, πηγή έμπνευσης για τους λόγιους της εποχής. Ο Καποδίστριας έλεγε χαρακτηριστικά: «πρέπει πρώτα να μορφώσωμεν Έλληνας και έπειτα να κάμωμεν Ελλάδα». Η έλλειψη σχολείων, ο διασκορπισμός και η καταστροφή των αρχαίων μνημείων αποτελούσαν βασικούς λόγους ίδρυσης μιας Εταιρείας, που θα είχε ως στόχο τη διαφύλαξη της εθνικής πολιτιστικής κληρονομιάς.
Η Φιλόμουσος Εταιρεία των Αθηνών ιδρύθηκε περίπου στα τέλη του 1813 στην Αθήνα. Οι ευχάριστες ειδήσεις της ίδρυσης της Εταιρείας ανακοινώνονται από τον εκδότη του «Λογίου Ερμή», αρχιμανδρίτη Άνθιμο Γαζή στον κόμη Καποδίστρια, στον Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο, καθώς και σε άλλους ομογενείς. Κύριος σκοπός της ήταν η διατήρηση των φθειρόμενων από την τότε άμουσο κυβέρνηση αρχαιοτήτων, και η νοερή και ηθική βελτίωση της ελληνικής νεολαίας μέσω της ανέγερσης σχολείων.
Ένα μεγάλο εκπολιτιστικό πρόγραμμα ξεκινά. Κεντρική ιδέα της Φιλομούσου Εταιρείας είναι όλοι οι χριστιανικοί λαοί της Ανατολής να μορφωθούν, με την ίδρυση και τη βελτίωση των ελληνικών σχολείων, και να συμπτυχθούν σ’ ένα δυνατό και ομόδοξο κράτος. Οι λόγιοι της εποχής, επηρεασμένοι από τη θαυμαστή μετατροπή του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους σε βυζαντινό- ελληνικό, στήριζαν την κεντρική ιδέα της Εταιρείας στην υπεροχή του ελληνικού πολιτισμού. Η δημιουργία των δυναμικών εστιών ελληνισμού στη Βλαχία και Μολδοβλαχία, στη Βουλγαρία και σε μικρότερο βαθμό στη Σερβία από Έλληνες εμπόρους, λόγιους και κληρικούς ενθαρρύνουν τις προσπάθειες εκπολιτισμού.
Στα 1818, και ενώ πρόεδρός της είναι ο λόρδος Frederic North of Guilford, ο Άγγλος περιηγητής J. O. Hanson γράφει για αυτήν ότι κάθε ξένο μέλος που πλήρωνε για συνδρομή 3 ισπανικά τάλληρα το χρόνο, μόλις έφθανε στην Αθήνα, είχε τη συμπαράσταση του Ιδρύματος, κατά την επίσκεψη και μελέτη των αρχαιολογικών τόπων και μνημείων. Οι έφοροι τον εξυπηρετούσαν πρόθυμα και με κάθε τρόπο, ώστε η παραμονή του εκεί να είναι χρήσιμη και ευχάριστη. Και η αλήθεια είναι ότι μέσα στο φιλικό και συμπαθητικό εκείνο περιβάλλον, με τη συντροφιά Αθηναίων που αγαπούσαν τις αρχαιότητες, ξένοι περιηγητές, ζωγράφοι, αρχαιολόγοι και όχι μόνο, μελετούσαν τις αρχαιότητες και απολάμβαναν την παραμονή τους.
Ο φιλομαθής και ουδόλως πολιτικός σκοπός της και το λαμπρό όνομα της γης όπου συστάθηκε, διέδωσαν την Φιλόμουσο Εταιρεία ταχύτατα τόσο εντός όσο και εκτός της Ελλάδας, εν μέσω ελεύθερων αλλά και δεσποτικών επικρατειών. Μάλιστα, ευγενείς και σοφοί, υπουργοί και βουλευτές, ηγεμόνες και βασιλόπαιδες, όλοι φορούσαν το χάλκινο ή το χρυσό δαχτυλίδι, το γνώρισμα των συνηγόρων ή των ευεργετών της Φιλομούσου Εταιρείας. Τα δαχτυλίδια αυτά προσφέρονταν στους συνδρομητές προς ένδειξη του ποσού που έδιναν οι τελευταίοι ως χρηματική βοήθεια. Μέσω αυτής, ιδρύεται η Ελληνική και Φιλοσοφική Σχολή.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας, στην προσπάθειά του να ενισχύσει τους σκοπούς της Εταιρείας, βρήκε φλογερή συνεργάτιδα την Κόμισσα Ρωξάνδρα Στούρτζα-Edling, η οποία περιβάλλει με την προστασία και τη φροντίδα της όλα τα Ελληνόπουλα που σπουδάζουν με έξοδα της Φιλομούσου Εταιρείας, στα γερμανικά πανεπιστήμια της Iena, του Gottingen και της Weimar, όπου και η ίδια είναι εγκατεστημένη. Μάλιστα ο Ταξίαρχος Franz Czerwenka, σε σχετική έκθεση του στις 13 Φεβρουαρίου 1816, αναπτύσσει με αχαλίνωτη φαντασία το πολιτιστικό πρόγραμμα της Εταιρείας, αποδίδοντας σε αυτό μεγαλεπήβολα σχέδια, που αποτελούν δήθεν το πιστεύω του Καποδίστρια: να κηρυχθεί η Ελλάδα για όλη την ανθρωπότητα ένα κράτος ιερό, που θα διαθέτει για όλο τον κόσμο διδασκάλους, καλλιτέχνες και νόμους.
Η Φιλόμουσος Εταιρεία στην Αθήνα είχε την έμμεση υποστήριξη των Άγγλων, καθώς ένας από τους τέσσερις εφόρους της, ο Αλέξανδρος Λογοθέτου Χωματιανός, ανήκε σε παλιά αγγλική οικογένεια, πολλά από τα μέλη της οποίας είχαν διατελέσει πρόξενοι της Αγγλίας. Ο Καποδίστριας και ο Ιγνάτιος, θεωρώντας ότι η ενίσχυση και προαγωγή των πολιτιστικών σκοπών ευνοούνται από τις διεθνείς συγκυρίες, υποκινούν ευφυέστατα το ενδιαφέρον του Τσάρου, για την ανάγκη να αντιμετωπίσει και να αντισταθμίσει την αγγλική επιρροή στην Ελλάδα.
Με την έγκρισή του λοιπόν, ιδρύουν στη Βιέννη νέα ομώνυμη εταιρεία, που σύμφωνα με τον κανονισμό της, απέβλεπε να δώσει στην αντίστοιχη αθηναϊκή τα αναγκαία μέσα για την αύξηση και την επίδοση της μάθησης στην Ελλάδα. Στόχος της ήταν επίσης, η έκδοση των κλασικών συγγραφέων και η βοήθεια των φτωχών μαθητών, όσοι εξ αυτών σπουδάζουν τις επιστήμες, και τέλος η διάσωση κάθε είδους αρχαιότητας. Για την επίτευξη αυτών των σκοπών, ο Καποδίστριας υπέβαλε στον Τσάρο την ιδέα την συλλογής συνδρομών από τα επίσημα πρόσωπα, που συμμετείχαν στις εργασίες του συνεδρίου.
Ο ίδιος ο Τσάρος γράφτηκε με το ετήσιο ποσό των 200 ολλανδικών δουκάτων, η Τσαρίνα με 100 και οι άλλες προσωπικότητες όπως ηγεμόνες και υπουργοί, με διάφορα ποσά. Το συνολικό ποσό των πρώτων αυτών εγγραφών διαιρέθηκε σε δύο ίσα μέρη. Το ένα μέρος στάλθηκε στους εφόρους των σχολών της Αθήνας, ενώ το άλλο δόθηκε στον Γαζή για την ίδρυση, στο Πήλιο, ενός σχολείου τακτικού κατά μίμηση των Ακαδημιών της Ευρώπης. Έτσι, η νέα Εταιρεία, χάρη στα ευγενικά ιδανικά της και στη δραστηριότητα των ιδρυτών της, γρήγορα βρήκε την ηθική και υλική υποστήριξη επιφανών Ελλήνων και ξένων προσωπικοτήτων.
Τη δραστηριότητα των μελών της Φιλομούσου της Βιέννης, και μάλιστα των ιδρυτών της, παρακολουθεί τα επόμενα χρόνια η αυστριακή κατασκοπεία παντού, στη Συρία, στην Πάδοβα και στις άλλες πόλεις της Ιταλίας, στη Βουδαπέστη, στο Ζέμουν (Σεμλίνο), στο Μόναχο, καθώς ακλόνητη ήταν η γνώμη του Metternich, ότι τα φιλεκπαιδευτικά προγράμματα των Ελλήνων κάλυπταν εθνικοαπελευθερωτικούς σκοπούς και ότι πλέον, έμμεσα τουλάχιστον, εξυπηρετούσαν τα πολιτικά σχέδια της Ρωσίας.
Η δράση της Φιλομούσου Εταιρείας δεν ήταν δυνατόν να συνεχιστεί με ελπίδες επιτυχίας μέσα στο δυσμενές πολιτικό περιβάλλον της αυστριακής πρωτεύουσας. Πραγματικά, η αστυνομία παρακολουθεί τις κινήσεις των οπαδών της, παρατηρεί ότι οι σκοποί της είναι πολιτιστικοί, αλλά και πολιτικοί, ότι υπάρχουν ταμεία της σε πολλές πόλεις και ότι το κεντρικό ταμείο της, το οποίο διευθύνει ο Αλέξανδρος Βασιλείου, μεταφέρθηκε, πριν από τον Ιούνιο του 1816, από τη Βιέννη στο Μόναχο και ότι, κατά πάσα πιθανότητα, η Εταιρεία αυτή είναι απλώς ένα μέσο για την επιτυχία ορισμένων μυστικών πολιτικών σκοπών, που αφορούν την Ελλάδα. Επιπλέον, η ιδέα ότι η Ρωσία κρυβόταν πίσω από την κίνηση της Εταιρείας είχε γίνει πια πεποίθηση για την Αυστρία.
Οι εργασίες της Εταιρείας εξακολουθούν υπό την αιγίδα του Καποδίστρια στην Πετρούπολη. Οι σκοποί της στρέφονται προς την αποστολή υποτρόφων στα πανεπιστήμια της Ευρώπης. Πάντως, όπως φαίνεται και από την επιστολή του Καποδίστρια στον Αλέξανδρο Στούρτζα της 20 Ιανουαρίου/1 Φεβρουαρίου 1820, οικονομικά η Φιλόμουσος στέκεται καλά, γιατί συνεχώς δέχεται συνεισφορές και με τους τόκους των κεφαλαίων της συντηρεί τους υποτρόφους της.
Ο Καποδίστριας σκέφτεται να προβεί σε μια αναδιοργάνωση της εταιρείας, να παραχωρήσει τη θέση του στον Στούρτζα ονομάζοντάς τον ισόβιο πρόεδρο, περιστοιχιζόμενο από δύο μέλη, τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και τον Ιωάννη Δόμπολη, με αναπληρωματικούς τον Α. Φ. Νέγρη και τον Πιστόλη. Παρακαλεί μάλιστα τον Στούρτζα να σκεφτεί τις ιδέες που θα ήταν αναγκαίες για την σύνταξη ενός μικρού κανονισμού αυτής της νέας μορφής της Εταιρείας. Η επιτροπή θα είχε αυστηρά ιδιωτικό χαρακτήρα, αλλά ο Τσάρος θα έπρεπε να λάβει γνώση της μεταβολής. Τα πράγματα όμως σταμάτησαν εδώ, γιατί σε λίγο αναταράχθηκαν, μετά την ανάληψη της αρχηγίας της Φιλικής από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Η απόδοση των λογαριασμών και η διάλυση του ταμείου της Φιλομούσου γίνεται μετά την αναχώρηση του Καποδίστρια για την Ελλάδα (1827).
Ένα δύσκολο αλλά αξιοθαύμαστο έργο ανέλαβε η Εταιρεία Φίλων των Μουσών, τόσο στην Αθήνα όσο και στη Βιέννη. Έθεσε τις βάσεις μιας μακροχρόνιας πορείας προς την γνώση για τους αγράμματους Έλληνες, οι οποίοι με οδηγό τη γνώση, επιζητούσαν απεγνωσμένα την ελευθερία τους. Πρόκειται για έναν εφοδιασμό με γνώση, που σε συνδυασμό με τον εφοδιασμό πολεμικού εξοπλισμού, θα συντρόφευαν τους Έλληνες στον αγώνα προς την Ελευθερία.
Βιβλιογραφία
- Ι. Φιλήμονος (1834) Δοκίμιον Ιστορικόν Περί της Φιλικής Εταιρείας. Ναύπλιο: Τυπογρ. Θ. Κονταξή και Ν Λουλάκη
- Σ. Τρικούπης (1860), Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως τόμος Α΄. (2η εκδ) Λονδίνο: Τυπογρ. Ταϋλόρου και Φραγκίσκου
- Α. Ε. Βακαλόπουλος (1871) Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821. Αθήνα: ΟΕΔΒ
- Α. Ε. Βακαλόπουλος (1980) Ιστορία του Νέου Ελληνισμού – Η Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση, τόμος Ε’. Θεσσαλονίκη