Της Βάλιας Πλακουδάκη,
Τους τελευταίους μήνες γίναμε μάρτυρες των πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν στην περιοχή Ναγκόρνο-Καραμπάχ, η αλλιώς Αρτσάχ. Για τους Αρμένιους σε όλο τον κόσμο, η πρόσφατη μονόπλευρη ειρηνευτική συμφωνία για τον τερματισμό της σύγκρουσης, που αφορά την αμφισβητούμενη περιοχή του Ναγκόρνο-Καραμπάχ πρέπει να εξεταστεί μέσω της ιστορίας. Η ιστορία αυτή περιλαμβάνει την πρώτη γενοκτονία του 20ου αιώνα, όταν περισσότερο από ένα εκατομμύριο Αρμένιοι εξοντώθηκαν συστηματικά από τους Οθωμανούς, γεγονός που η Τουρκία εξακολουθεί να αρνείται μέχρι σήμερα. Το να καθορίζουμε, λοιπόν, τη σύγκρουση μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν ως γεωγραφική, αφαιρεί την πραγματική ουσία των πραγμάτων. Οι Αρμένιοι βλέπουν τις τελευταίες επιθέσεις της Τουρκίας, μέσω του Αζερμπαϊτζάν, ως συνέχεια της γενοκτονίας και ως απειλή για την ίδια τους την ύπαρξη. Κατά κάποιον τρόπο η ιστορία επαναλαμβάνεται.
Αξίζει να εξετάσουμε, λοιπόν, την ιστορία των Αρμενίων στην περιοχή. Το Αρτσάχ (ή Καραμπάχ) αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας της Αρμενίας. Την εποχή των Ουράρτιων (9ος-6ος αιώνας π.Χ.), το Αρτσάχ ήταν γνωστό ως Ουρτεχίνι ή Ουρτεχέ. Ως μέρος της Αρμενίας, το Αρτσάχ αναφέρεται στα έργα του Στράβωνα, του Πλινίου του Πρεσβύτερου, του Κλαύδιου Πτολεμαίου, του Πλούταρχου και άλλων αρχαίων συγγραφέων. Σήμερα, η πλούσια πολιτισμική κληρονομιά της περιοχής μαρτυρά την αρχαία παρουσία των Αρμενίων.
Μετά τη διαίρεση του βασιλείου της Αρμενίας (387 μ.Χ.), το Αρτσάχ έγινε μέρος του βασιλείου της Ανατολικής Αρμενίας, το οποίο σύντομα πέρασε στην περσική κυριαρχία. Στους αιώνες που ακολούθησαν, το Αρτσάχ έπεσε στα χέρια διαφόρων κατακτητών, ωστόσο οι κάτοικοι διατήρησαν την ταυτότητα τους και ζούσαν σε ένα ημιανεξάρτητο καθεστώς. Στα μέσα του 18ου αιώνα, άρχισαν οι εισβολές των τουρκικών νομαδικών φύλων στα βόρεια του Καραμπάχ, δημιουργώντας έντονες συγκρούσεις με τους ντόπιους. Στα τέλη του 18ου αιώνα, οι Αρμένιοι της περιοχής είχαν φτάσει στο αποκορύφωμα της ευημερίας και της προόδου. Ωστόσο, στο τέλος του πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Περσίας (1804-1813), το Αρτσάχ ενσωματώθηκε στη Ρωσία με την συνθήκη του Γκουλιστάν.
Η διαμάχη στο Ναγκόρνο–Καραμπάχ ξεκίνησε το 1917, με το σχηματισμό των τριών εθνικών δημοκρατιών του Καυκάσου, της Αρμενίας, του Αζερμπαϊτζάν και της Γεωργίας, ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Ο πληθυσμός του Ναγκόρνο–Καραμπάχ, 95% των οποίων ήταν εθνικά Αρμένιοι, συγκάλεσε συνέδριο, με το οποίο ανακήρυξε την περιοχή ως ανεξάρτητη πολιτική μονάδα και προχώρησε στην ψήφιση Εθνικού Συμβουλίου και κυβερνήσεως. Τα έτη 1918-1920 το Ναγκόρνο-Καραμπάχ διέθετε όλα τα απαραίτητα στοιχεία, που το καθιστούσαν ένα αυτόνομο κρατίδιο, συμπεριλαμβανομένων του στρατού και της νομικής εξουσίας. Η Λαϊκή Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν απάντησε με στρατιωτικές δράσεις στις ειρηνευτικές πρωτοβουλίες του λαού του Ναγκόρνο–Καραμπάχ. Από τον Μάιο του 1918 έως τον Απρίλιο του 1920, το Αζερμπαϊτζάν και οι στρατιωτικές μονάδες της Τουρκίας, που υποστήριζαν το Αζερμπαϊτζάν, χρησιμοποίησαν βία και πραγματοποίησαν σφαγές εναντίον των Αρμενίων. Μόνο τον Μάρτιο του 1920, περίπου 40.000 Αρμένιοι σκοτώθηκαν και απελάθηκαν από την πόλη Σούσα.
Τον Αύγουστο του 1919, προκειμένου να αποφευχθεί η στρατιωτική σύγκρουση, υπογράφηκε μια προκαταρκτική συμφωνία μεταξύ Αζερμπαϊτζάν και Ναγκόρνο–Καραμπάχ, με την οποία οι δυο πλευρές συμφώνησαν να προχωρήσουν σε διαπραγματεύσεις στη Σύνοδο Ειρήνης του Παρισιού. Η Κοινωνία των Εθνών απέρριψε το αίτημα για ένταξη της διαμφισβητούμενης περιοχής στο Αζερμπαϊτζάν, τονίζοντας, πως είναι δύσκολο να καθοριστούν σαφή όρια για την αυτονομία της περιοχής.
Η Σοβιετική Ρωσία είχε αναγνωρίσει το Ναγκόρνο-Καραμπάχ ως αμφισβητούμενη περιοχή μεταξύ της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν. Σύμφωνα με τη συμφωνία που υπεγράφη τον Αύγουστο του 1920 μεταξύ Σοβιετικής Ρωσίας και της Δημοκρατίας της Αρμενίας, ρωσικά στρατεύματα τοποθετήθηκαν προσωρινά στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Αμέσως μετά την εγκαθίδρυση του σοβιετικού καθεστώτος στην Αρμενία (30 Νοεμβρίου 1920), η Επαναστατική Επιτροπή του Αζερμπαϊτζάν (κύριο όργανο εξουσίας των μπολσεβίκων εκείνη την εποχή) δήλωσε, ότι αναγνώριζε τα εδάφη που διεκδικούσε το Αζερμπαϊτζάν, δηλαδή το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, το Zangezour, και το Nakhijevan, ως περιοχές της Αρμενίας. Βάση αυτής της ανακοίνωσης, από το πλέον Σοβιετικό Αζερμπαϊτζάν, η Αρμενία προχώρησε σε ανάλογη δήλωση, στην οποία ανέφερε πως το Ναγκόρνο–Καραμπάχ ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της. Επομένως, πραγματοποιήθηκε μια επίσημη επιβεβαίωση της ενοποίησης του Ναγκόρνο-Καραμπάχ με την Αρμενία. Στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, αυτή ήταν η τελευταία νομική διαδικασία για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ κατά τη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος.
Στις 4 Ιουλίου 1921, στην Τιφλίδα της Γεωργίας, το Καυκάσιο Γραφείο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσίας συγκάλεσε σύνοδο ολομέλειας, κατά τη διάρκεια του οποίου επιβεβαιώθηκε η ένωση του Ναγκόρνο-Καραμπάχ με την Αρμενία. Ωστόσο, έπειτα από άμεση παρέμβαση του Στάλιν, το βράδυ της 5ης Ιουλίου, αναθεωρήθηκε η απόφαση της προηγούμενης ημέρας και τα διαμφισβητούμενα εδάφη του Ναγκόρνο–Καραμπάχ ανακηρύχθηκαν ως αυτόνομη επικράτεια, ενσωματωμένη στο Σοβιετικό Αζερμπαϊτζάν. Το γεγονός αυτό, αποτελεί μια άνευ προηγουμένου νομική δράση στην ιστορία του νομικού δικαίου, όπου μια τρίτη χώρα χωρίς επίσημη δικαιοδοσία, ορίζει το καθεστώς αμφισβητούμενων εδαφών. Το Δεκέμβριο του 1922, η Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν ενσωματώθηκαν στη Σοβιετική Ένωση. Αν και οι Αρμένιοι στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ συνέχισαν να επιθυμούν την ένωση με την Αρμενία, η διαμάχη μεταξύ των δυο κρατών βρέθηκε σε παύση κατά τη σοβιετική εποχή.
Την περίοδο που το Ναγκόρνο-Καραμπάχ υπήρχε ως αυτόνομο κρατίδιο, ενσωματωμένο στο Σοβιετικό Αζερμπαϊτζάν, οι Αρμένιοι της περιοχής έζησαν τη διαρκή παραβίαση των δικαιωμάτων τους, καθώς και την υπονόμευση των συμφερόντων τους. Οι πολιτικές διακρίσεων από την πλευρά του Αζερμπαϊτζάν, αντικατοπτρίστηκαν σε προσπάθειες αναστολής της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης της περιοχής, επεμβαίνοντας στη δημογραφική διαδικασία, με στόχο την εθνοκάθαρση και την καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς των Αρμενίων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την μετανάστευση μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Ενώ, το 1923 οι Αρμένιοι ανέρχονταν στο 94.4 %, το 1989, ο αριθμός είχε μειωθεί σημαντικά στο 75.9%. Η Αρμενική πλευρά είχε ζητήσει επανειλημμένα από τις Σοβιετικές αρχές να επανεξετάσουν το ζήτημα της περιοχής, ωστόσο, οι προσπάθειές τους αγνοήθηκαν ή απορρίφθηκαν.
Η σημερινή διαμάχη στο Ναγκόρνο–Καραμπάχ ξεκίνησε το 1988, όταν σε απάντηση των ισχυρισμών αυτοδιάθεσης του πληθυσμού της περιοχής, οι αρχές του Αζερμπαϊτζάν προχώρησαν σε εθνοκάθαρση των Αρμενίων σε ολόκληρη την επικράτεια της χώρας, ιδίως στο Σουγκμαγήτ, στο Μπακού και στο Κιρομπάντ. Ύστερα από το δημοψήφισμα του 1991, ανακηρύχθηκε η ίδρυση της Δημοκρατίας του Ναγκόρνο–Καραμπάχ εντός των συνόρων του Αζερμπαϊτζάν. Η πολιτική που ακολούθησαν οι αρχές του Αζερμπαϊτζάν μετατράπηκε γρήγορα σε έκδηλη επιθετικότητα και σε στρατιωτικές επιθέσεις μεγάλης κλίμακας κατά της νεοσύστατης Δημοκρατίας, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα χιλιάδες νεκρούς και σημαντικές υλικές ζημιές. Το Αζερμπαϊτζάν αγνόησε τις εκκλήσεις της διεθνούς κοινότητας, που απαιτούσαν την παύση των στρατιωτικών ενεργειών και την άμεση έναρξη ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων.
Το Μάιο του 1994, το Αζερμπαϊτζάν, η Αρμενία και το Ναγκόρνο-Καραμπάχ υπέγραψαν εκεχειρία, η οποία εξακολουθεί να ισχύει παρά τις παραβιάσεις. Οι διαπραγματεύσεις επίλυσης των συγκρούσεων διεξάγονται στο πλαίσιο της Ομάδας του OSCE Minsk Group (Ρωσία, ΗΠΑ, Γαλλία). Την τελευταία δεκαετία, οι συμπρόεδροι πρότειναν αρκετές επιλογές για νέο διακανονισμό, οι οποίες όμως απορρίφθηκαν από το Αζερμπαϊτζάν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Malek, Martin. «NATO and the South Caucasus: Armenia, Azerbaijan, and Georgia on Different Tracks» Connections 7, no. 3 (2008): 30-51.
- Aram Simonian. «An Episode from the History of the Armenian-Azerbaijani Confrontation (January-February 1919)» Iran & the Caucasus 9, no. 1 (2005): 145-58.
- Iskandaryan Alexander. «Armenian-Turkish Rapprochement: Timing Matters» Insight Turkey 11, no. 3 (2009): 37-44.