Της Μαριτίνας Γκίνη,
Η Τασσώ Καββαδία ήταν Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Γεννήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 1921 στην Πάτρα, όπου έζησε τα παιδικά της χρόνια. Όταν ανακοίνωσε στην οικογένειά της πως θέλει να σπουδάσει, ο πατέρας της τής το απαγόρευσε. Μάλιστα, της επέβαλε να παντρευτεί τον βιομήχανο, Αντώνη Σαλαπάτα, το 1942, όταν η Τασσώ ήταν 21 ετών. Από τον γάμο αυτό απέκτησε τρία παιδιά, ωστόσο αποφάσισε να πάρει διαζύγιο και να φύγει για την Αθήνα.
Στην Αθήνα, σπούδασε πιάνο και αργότερα έφυγε για το Παρίσι, προκειμένου να σπουδάσει ζωγραφική και διακόσμηση. Επέστρεψε στην Αθήνα και μαθήτευσε κοντά στον Γιάννη Τσαρούχη στη σκηνογραφία και την ενδυματολογία. Έπειτα, πήρε την απόφαση να φοιτήσει στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης δίπλα στον Κάρολο Κουν. Το 1954, κάνει το κινηματογραφικό της ντεμπούτο στο Κυριακάτικο ξύπνημα, ενσαρκώνοντας τη Λίζα Καραγιάννη. Το 1955, συμμετέχει στην κινηματογραφική επιτυχία Στέλλα ως η αυστηρή αδερφή του Αλέκου Αλεξανδράκη. Η Τασσώ Καββαδία σημαδεύτηκε και χαρακτηρίστηκε ως η «κακιά» του ελληνικού κινηματογράφου, αφού εξαιτίας του βλοσυρού της παρουσιαστικού ερμήνευε ρόλους, όπως της δύστροπης πεθεράς, αδερφής και μητέρας.
Η δεκαετία του 1960 ήταν ιδιαιτέρως παραγωγική για την Τασσώ Καββαδία, αφού συμμετείχε σε περίπου 26 ταινίες, μεταξύ των οποίων Το Κλοτσοσκούφι, Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα, Κοινωνία ώρα μηδέν, Καπετάν φάντης μπαστούνι και πολλές ακόμα. Στο θέατρο συνεργάστηκε στενά με τον θίασο του Κάρολου Κουν και της Μαίρης Αρώνη. Την ίδια χρονική περίοδο, εργαζόταν και ως ραδιοφωνική παραγωγός και ως συντάκτρια του ελεύθερου και καλλιτεχνικού ρεπορτάζ σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής. Η Τασσώ Καββαδία άφησε το στίγμα της και στη μικρή οθόνη μέσα από τηλεοπτικές επιτυχίες τόσο στην κρατική, όσο και στην ιδιωτική τηλεόραση. Χαρακτηριστική είναι η συμμετοχή της στους Κληρονόμους της ΕΡΤ, στην Ανατομία ενός εγκλήματος, καθώς και στο Περί ανέμων και υδάτων.
Η Τασσώ Καββαδία έφυγε από τη ζωή στις 18 Δεκεμβρίου 2010 σε ηλικία 89 ετών, αφήνοντας τον καλλιτεχνικό κόσμο φτωχότερο.