Της Φαίης Φωτιάδου,
Ο Ρομαντισμός ως κίνημα αποτέλεσε ίσως μία από τις σημαντικότερες πνευματικές και καλλιτεχνικές έννοιες. Αναπτύχτηκε στα τέλη του 18ου αιώνα ως αντίδραση στον ορθολογισμό και τις αυστηρές προδιαγραφές της κλασικής και νεοκλασικής παράδοσης, με τη συναισθηματική έξαρση και την απεγνωσμένη επιθυμία για κατάκτηση των υψηλότερων ιδανικών να κατοπτρίζονται στο προσκήνιο, ενώ η μελαγχολία και το πάθος είναι αυτά που χαρακτηρίζουν τη ρομαντική ζωγραφική. Οι καλλιτέχνες ενδιαφέρονται πλέον για την απόδοση της έκφρασης ψυχικών καταστάσεων, ενώ αποπειρώνται να προκαλέσουν στον θεατή μια έντονη έξαρση συναισθημάτων. Η γενικότερη αίσθηση απαισιοδοξίας μεταφράστηκε σε τάση φυγής περισσότερο προς άλλες ιστορικές πραγματικότητες. Μακριά από ένα παρόν που μόνο πιέζει, και ακόμη μακρύτερα από το Παρίσι, που πνιγόταν στο αίμα.
Ο Τεοντόρ Ζερικώ (1791-1824) υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους του Ρομαντισμού. Μέσα από το αρνητικό πρίσμα και τη μελαγχολία που χαρακτήριζε το ρεύμα του ρομαντισμού, απέδωσε με επιτυχία στο έργο του «Η Σχεδία της Μέδουσας» ένα φλέγον θέμα της επικαιρότητας, που δεν είναι άλλο από το ναυάγιο της γαλλικής φρεγάτας «Μέδουσα». Όταν το 1816 η νέα γαλλική κυβέρνηση αποφάσισε να στείλει έναν μικρό στόλο στο λιμάνι της Σενεγάλης, σε μια προσπάθεια να υπερφαλαγγίσει χρονικά τα τρία άλλα σκάφη του στολίσκου, η επικεφαλής «Μέδουσα» βρέθηκε περίπου εκατό μίλια εκτός πορείας. Η φρεγάτα σύντομα βρέθηκε κολλημένη σε αχαρτογράφητη γη. Για τη μεταφορά του πληρώματος, οι επιβάτες άρχισαν να φορτώνονται στις σωστικές λέμβους, καθώς και σε μια σχεδία που θα ρυμουλκούσαν οι βάρκες. Ωστόσο, όταν βγήκαν στα ανοιχτά του ωκεανού, φημολογείται πως ο καπετάνιος έκοψε τα σχοινιά για να απαλλαγεί από το βάρος των εκατόν πενήντα επιζώντων πάνω στη σχεδία.
Ήδη από το πρώτο βράδυ, πολλοί ήταν εκείνοι που σκοτώθηκαν ή αυτοκτόνησαν από απελπισία, ενώ, τις ημέρες που ακολούθησαν, πολλοί έχασαν τη ζωή τους στην προσπάθειά τους να φτάσουν στο κεντρικότερο και ασφαλέστερο μέρος της σχεδίας για να επιβιώσουν και παρασυρόμενοι από τα κύματα που προκάλεσε η ξαφνική καταιγίδα. Η κακοφτιαγμένη σχεδία βρέθηκε τυχαία από το πλοίο «Άργος» δεκατρείς μέρες μετά την αποκόλλησή της από τον στολίσκο, με τους επιζήσαντες, μόνο δεκαπέντε στον αριθμό, να βρίσκονται αφυδατωμένοι, στα όρια της παράνοιας και της λιμοκτονίας.
Αγανακτισμένος από την ανεπάρκεια της απόδοσης δικαιοσύνης, ο Ζερικώ αποφάσισε να καυτηριάσει το καθεστώς, συνθέτοντας με εξαιρετική προσοχή τον πίνακα που μίλησε στις ψυχές των ανθρώπων που τον αντίκρισαν, ξυπνώντας τους συναισθήματα συγκίνησης, απογοήτευσης, απελπισίας και φόβου. Προηγήθηκε λεπτομερής μελέτη και προετοιμασία: ο Ζερικώ συναντήθηκε με τους Henri Savigny και Alexander Coreeard, δύο από τους επιζώντες, ενώ έστησε το ατελιέ του κοντά στο νοσοκομείο που νοσηλεύονταν. Επισκέφτηκε ακόμη και το νεκροτομείο του ίδιου νοσοκομείου ώστε να μελετήσει τα νεκρά σώματα και τα ταλαιπωρημένα πρόσωπα προκειμένου να μπορέσει να τα αποδώσει πειστικά. Ακόμη, έφτιαξε ένα πιστό αντίγραφο της σχεδίας και το έριξε στα νερά για να παρατηρήσει τη συμπεριφορά του μέσα στα κύματα και για τους επόμενους οκτώ μήνες της ζωής του έζησε κλεισμένος στο ατελιέ, με ελάχιστη συντροφιά μερικούς από τους φίλους του, τους οποίους χρησιμοποίησε ως μοντέλα, και τα ελαιοχρώματά του.
Η σκηνή που επέλεξε ο καλλιτέχνης να απεικονίσει είναι η θέαση του «Άργους» από το πλήρωμα. Η μόνη πηγή φωτισμού του πίνακα προέρχεται από ένα σημείο στα δεξιά του, υπονοώντας έναν ήλιο που ανατέλλει ή δύει, κοντά σε ένα πλοίο που θα έρθει ή όχι για να τους διασώσει. Ολόκληρη η σύνθεση του πίνακα βασίζεται στην εναλλαγή της ελπίδας και της απελπισίας, εκφράζει μια συνεχώς αυξανόμενη ένταση που κορυφώνεται στο επάνω τμήμα του πίνακα, στις κορυφές δύο νοητών πυραμίδων. Με αυτόν τον τρόπο, το βλέμμα του θεατή οδηγείται σταδιακά από το κέντρο του πίνακα, όπου επικρατεί η σύγχυση μέσα στον σωρό από ανθρώπους στην προοπτική ροή των μορφών που εμφανίζονται πίσω δεξιά στον ορίζοντα. Ο άνεμος όμως φαίνεται να φυσά τα πανιά προς την αντίθετη κατεύθυνση και να τους απομακρύνει.
Τα σώματα, ακαδημαϊκά σχεδιασμένα, παρ’ όλες τις κακουχίες, παρουσιάζονται σχεδόν αγαλμάτινα, επηρεασμένα από τα αρχαιοελληνικά αγάλματα που οι Γιουτζίν Ντελακρουά και Μιχαήλ Άγγελος αντέγραψαν σε πολλά από τα έργα τους, χωρίς όμως να εμπνέουν αισθήματα χαράς στον θεατή. Στο πλάνο δεν υπάρχει κεντρική φιγούρα, γεγονός ασυνήθιστο για τα ρομαντικά πρότυπα, ενώ καμία από τις μορφές δεν θυμίζει ηρωική και ακέραια. Αντίθετα, μοιάζουν φορτισμένες με αισθήματα απώλειας και θρήνου, με βλέμματα κενά από ζωή.
«Χτυπά και προσελκύει όλα τα μάτια» – Le Journal de Paris
Βλέπουμε τον Ζερικώ να εξερευνεί το εκφραστικό δυναμικό των δραματικών, αδιαμεσολάβητων αντιθέσεων του χρώματος, του φωτός, του χώρου και της κλίμακας. Τα χρώματα που επιλέγει είναι κατά κύριο λόγο σκοτεινά και μελαγχολικά, εκτεινόμενα από αποχρώσεις του καφέ και του γκρίζου στο ανθρώπινο συστατικό του πίνακα μέχρι σκούρο πράσινο και πορφυρό στην απεικόνιση του ουρανού. Διακρίνουμε ακόμη και ζεστά χρώματα, όπως κοκκινωπό και πορτοκαλί, δηλώνοντας μια ελπιδοφόρα προοπτική. Τα κύματα που υψώνονται ορμητικά γύρω από τη σχεδία σε ψυχρές τονικότητες προσθέτουν μια κλειστοφοβική άποψη που ενισχύει την εικόνα της αποστράγγισης της ελπίδας. Το φως, πέφτοντας πάνω στα σώματα των ναυαγών, δίνει έμφαση στη δραματικότητα της σκηνής, ενώ η έμφαση στις γραμμές και τα περιγράμματα δεν έχει θέση στον πίνακα.
Το έργο μπορεί να χωριστεί σε διαφορετικά επίπεδα. Με οριζόντιες ζώνες, από πάνω προς τα κάτω έχουμε με τη σειρά τους ζωντανούς, τους αρρώστους και τους νεκρούς, ενώ με κάθετο άξονα διακρίνουμε από τα αριστερά προς τα δεξιά την απογοήτευση και την ελπίδα. Επιμέρους στοιχεία και λεπτομέρειες μαρτυρούν τάσεις βίας και κανιβαλισμού.
Στην πραγματικότητα, ο πίνακας αποτελεί ένα καλλιτεχνικό επίτευγμα που όχι μόνο ευαισθητοποιεί το κοινό του, αλλά έγινε γνωστό και για τους αιχμηρούς πολιτικούς υπαινιγμούς του. Η αδιαφορία της διαφοράς ανάμεσα στους ζωντανούς και τους νεκρούς, η αδυναμία διάκρισης της εθνικότητας, της κοινωνικής τάξης ή ακόμα και της φυλής ίσως προδίδει τις πεποιθήσεις του δημιουργού.
«…όλη η κοινωνία μας επιβαίνει στη Σχεδία της Μέδουσας…» – Jyles Michlet, ιστορικός
Ο πίνακας παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Σαλόν του Παρισιού το 1819, με τις τεράστιες διαστάσεις του (491×716 εκ.), καταπλήσσοντας το κοινό και διχάζοντας τους κριτικούς. Προκλήθηκαν αμφιλεγόμενες αντιδράσεις, έχοντας από τη μία μεριά υποστηρικτές του έργου, καθώς η φρικαλεότητα ήταν άριστα αποτυπωμένη και ο συνδυασμός δύο φαινομενικά αντίθετων ενστίκτων, όπως η τάση προς τη ζωτικότητα και η τάση προς το μεγαλείο των κολοσσιαίων εικόνων ήταν απολύτως επιτυχημένη, και από την άλλη ανθρώπους που κατέκριναν και καταδίκασαν με πάθος το έργο, χαρακτηρίζοντάς το απλώς «έναν σωρό από πτώματα» που δεν θα έπρεπε να βρίσκονται στο πρώτο πλάνο, σχεδόν στο πραγματικό μέγεθος των ανθρώπων. Εκτέθηκε για δεύτερη φορά στο Λονδίνο το επόμενο έτος κι εκεί η αποδοχή του υπήρξε πολύ θετικότερη.
Σήμερα, εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου μαζί με δύο από τα πολλά προσχέδια του Ζερικώ, που τον έβρισκαν αναποφάσιστο ως προς τη σκηνή στην οποία θα εστίαζε, κατά τη διάρκεια των μαρτύριων των δεκατριών ημερών. Στην επεξηγηματική επιγραφή του έργου αναγράφεται: «Ο μοναδικός ήρωας σε αυτή την οδυνηρή ιστορία είναι η ανθρωπότητα».
Ο Ζερικώ δεν ξεκίνησε με την πρόθεση να δημιουργήσει έναν ρομαντικό πίνακα, όμως σήμερα η «Σχεδία της Μέδουσας» θεωρείται ένα από τα έργα-σταθμούς του κινήματος. Ο πίνακας ήταν ρομαντικός στην πρόθεση και στο θέμα, όμως ανακαλεί κλασικά μοντέλα, όπως είναι το άγαλμα Torso del Bervedere που μας θυμίζει η γυμνή πλάτη ενός από τους ναυτικούς, ένα από τα πιο πολυσυζητημένα και μελετημένα μοντέλα αρχαίας γλυπτικής κατά τη διάρκεια της νεοκλασικής περιόδου. Στην ουσία, αποτέλεσε τον ενωτικό κρίκο ανάμεσα στα καλλιτεχνικά ρεύματα, με φανερές επιρροές εξίσου και από τα δύο. Ο ζωγράφος κατάφερε να συνδυάσει την τέχνη με την πραγματικότητα, ανοίγοντας τον δρόμο για άλλους «να ακολουθήσουν τη σύνθεση του ρεαλισμού με την ιδεατή φόρμα».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Alhadeff, A. (2002). The Raft of the Medusa, Gericault, Art, and Race. Prestel Pub.
- Christensen, M. (2016, 11 15). Theodore Gericaults (French, 1791-1824). Ανάκτηση από Youtube: Διαθέσιμο εδώ
- Daniela M., B. A. (2019). Análisis de la pintura La balsa de la Medusa/Analysis of the painting The raft of the Medusa. HORIZONTE HISTÓRICO.
- Explained, G. A. (2020, 07 16). Great Paintings Explained: The Raft of the Medusa by Theodore Gericault. Ανάκτηση από Youtube, Διαθέσιμο εδώ
- Miles, J. (2007). The Wreck of the Medusa: The Most Famous Sea Disaster of the Nineteenth Century. Atlantic Monthly Press.
- Λάβαρη, Έ. (2020, 03 31). Theodore Gericault, Αποκωδικοποιώντας τη Σχεδία της Μέδουσας. Ανάκτηση από Ologramma, culture art events, Διαθέσιμο εδώ
- Ναυρίδης, Δ. (2015, 12 28). Η σχεδία της Μέδουσας, η ιστορία ενός διάσημου πίνακα. Ανάκτηση από Newsvillie, η δική μας κοινότητα, Διαθέσιμο εδώ
- Ρομαντισμός. Στο Ε. Μ. Όλγα Ζιρώ, Ιστορία της Τέχνης (σσ. 205-222). ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ.
- Σουλοπούλου, Σ. (2016). Ο Jean Louis Andre Theodore Gericault και ο πίνακάς του η ‘Σχεδία της Μέδουσας’. Academia.edu.