Της Άννας Βαρβαρέζου,
Με τον όρο θέατρο αποδίδεται η τέχνη στην οποία με τον λόγο αλλά και με τα λοιπά εκφραστικά μέσα που διαθέτει ο άνθρωπος επιτυγχάνεται η αναπαράσταση πραγματικών ή φανταστικών περιστατικών με απώτερο στόχο την ψυχαγωγία του κοινού. Ήδη από την εποχή των αρχαίων ελληνικών χρόνων είχε γίνει αντιληπτό πως το θέατρο ήταν κάτι το εξαίσιο, κάτι που προσέφερε έντονα συναισθήματα στους θεατές και ως εκ τούτου βρέθηκε γρήγορα ανάμεσα στους βασικούς τρόπους διασκέδασης. Πιο συγκεκριμένα, στην αρχαία Αθήνα οι θεατρικές παραστάσεις ήταν παραπάνω από μια απλή αποστολή προς τέρψιν των πολιτών. Λάμβανε εμφανώς κοινωνικές διαστάσεις, καθώς η παράσταση δεν εθεωρείτο επιτυχημένη, εάν δεν κατόρθωνε να οδηγήσει το κοινό της σε πλήρη κάθαρση -σε ψυχικό δηλαδή εξαγνισμό-, που ήταν απαραίτητη για τη διασφάλιση της κοινωνικής ισορροπίας.
Περνώντας στο σήμερα, πολλούς αιώνες μακριά από εκείνη την Αθήνα, διαπιστώνουμε πως ελάχιστα μονάχα έχουν έκτοτε αλλάξει. Το θέατρο καταφέρνει να είναι ταυτόχρονα μια πανάρχαια και συνάμα μια μελλοντική μορφή τέχνης. Σύμφωνα με τον Oscar Wilde άλλωστε, «το θέατρο είναι η μεγαλύτερη τέχνη όλων, ο πιο άμεσος τρόπος με τον οποίο ένας άνθρωπος μπορεί να μοιραστεί με κάποιον άλλον την αίσθηση του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος». Αξίζει, λοιπόν, σε αυτό το σημείο να εξειδικευτεί το αόριστο ευεργέτημα που προσφέρει η θεατρική παράσταση στον θεατή της και να εστιαστεί το ενδιαφέρον μας σε περισσότερο απτές ωφέλειες που αυτή η διαδικασία παρέχει.
Πρώτα από όλα, είναι πολύ σημαντικό για τη βελτίωση της ψυχικής υγείας και λειτουργίας. Επάνω στη σκηνή παίρνουν σάρκα και οστά φόβοι που πολλοί έχουν συλλογιστεί. Οι ήρωες αντιμετωπίζουν έντονα φαινόμενα που τους συνθλίβουν, πολεμώντας στην πραγματικότητα μέσω αυτής της διαδικασίας τα φαντάσματα των ίδιων των θεατών τους. Ωστόσο, όλη αυτή η θύελλα αρνητικών συχνά συναισθημάτων δεν καταστρέφει την ψυχοσύνθεση των αποδεκτών, καθώς η καλλιτεχνική αυτή έκφραση λειτουργεί προστατευτικά, σαν ένα εμβόλιο, ώστε, αν γεγονότα όμοια λάβουν χώρα εκτός του σανιδιού, να μην οδηγήσουν σε αδιέξοδα τους ανθρώπους. Στενά συνυφασμένη είναι εδώ και η παιδαγωγική λειτουργία που το θέατρο επιτελεί. Ειδικότερα, η άμεση επαφή του θεατή με τον φόβο, την απόγνωση και την απελπισία του μαθαίνει να διαχειρίζεται με σύνεση και με λογική οριακές καταστάσεις. Αποκτά δηλαδή την ικανότητα να διατηρεί τον έλεγχο των συμβάντων στα χέρια του και να μην παρασύρεται από αυτά.
Επιπλέον, το θέατρο έχει τη δική του γλώσσα, τη δική του αισθητική, που πολλές φορές ξεφεύγει από το κατεστημένο. Δεν είναι μάλιστα λίγες οι περιπτώσεις που η σάτιρα καυτηριάζει περίτεχνα τα τρέχοντα στην πολιτική σκηνή. Λειτουργεί επικριτικά σε όλα όσα λαμβάνουν χώρα, βοηθώντας έτσι τον θεατή να δημιουργεί τη δική του στάση και άποψη απέναντι στα κακώς κείμενα της εποχής του. Συνδυάζει με τον τρόπο αυτό την αισθητική -ακολουθώντας, όπως προείπα, τους δικούς του κώδικες και κανόνες- και την πολιτική λειτουργία, εξοπλίζοντας συνειδησιακά το κοινό.
Παρά όμως την κοινή διαπίστωση πως το θέατρο αποτελεί ένα σημαντικότατο τμήμα στην ομαλή διαμόρφωση του κοινωνικού γίγνεσθαι, στην καθημερινή πρακτική δεν μοιάζει να λαμβάνει τις διαστάσεις που του αναλογούν. Πιο συγκεκριμένα, στην πρώτη βαθμίδα της εκπαίδευσης διδάσκεται μεν το μάθημα της θεατρικής αγωγής αλλά υπό τη μορφή ενός μονότονου μοντέλου που ακολουθεί το διδακτικό εγχειρίδιο. Αυτό που θέλω να πω είναι πως συνήθως η θεατρική αγωγή αποτελεί ένα μάθημα ελεύθερης ζώνης που πολλές φορές καταλήγει να οδηγεί το μαθητικό κοινό σε πλήξη παρά σε ενθουσιασμό. Βέβαια, αυτό το φαινόμενο δεν εντοπίζεται -ευτυχώς- σε κάθε σχολική μονάδα, καθώς αρκετές φορές γίνονται προσπάθειες από τους διδάσκοντες εκπαιδευτικούς να ενεργοποιήσουν το ενδιαφέρον των μικρών τους μαθητών, χρησιμοποιώντας τα ψήγματα υποδομών που διαθέτουν ώστε να τους μεταδώσουν το «μικρόβιο» του θεάτρου. Ωστόσο, στη δεύτερη βαθμίδα της εκπαίδευσης αρκεί απλώς να αναφερθεί, δίχως περαιτέρω σχολιασμό, πως δεν υπάρχει καν πρόβλεψη για την ύπαρξη τέτοιων μαθημάτων!
Το φαινόμενο αυτό της έλλειψης ουσιαστικής καλλιέργειας της τέχνης του θεάτρου κατά την εκπαιδευτική διαδικασία δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό. Αν αναλογιστεί μάλιστα κανείς πως και στη μετέπειτα πορεία του ανθρώπου, και κυρίως του ανθρώπου που ζει στην επαρχία, δεν θεραπεύεται αυτή η έλλειψη. Ειδικότερα, όσο απομακρύνεται κανείς από τα αστικά κέντρα της χώρας μας τόσο λιγότερες είναι οι πιθανότητες να έχει ευκαιρίες να παρακολουθήσει θεατρικές παραστάσεις. Εδώ φυσικά δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε τα διάφορα φεστιβάλ που κατά τους θερινούς μήνες διοργανώνονται στα αρχαία θέατρα και διαδραματίζουν σαφώς σπουδαίο ρόλο, αλλά δεν θα ήταν σωστό να πούμε πως αυτό μονάχα είναι αρκετό.