Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Έφτασε η στιγμή να μάθουμε και το click away, ως τρόπο πραγματοποίησης αγορών από τα καταστήματα λιανεμπορίου. Έχει σημειωθεί πολλάκις η ανάγκη εκπόνησης ρεαλιστικών μέτρων προκειμένου τόσο η δημόσια υγεία να προστατευθεί όσο και η διάλυση της οικονομίας να αποφευχθεί. Αυτοί είναι οι δύο βασικοί πυλώνες της προσπάθειας να μη διαρραγεί η κοινωνική συνοχή. Δυστυχώς, όμως, τόσο οι πολιτικοί προϊστάμενοι όσο και οι επιστημονικοί-υπηρεσιακοί παράγοντες μοιάζουν να ενδιαφέρονται πρωτίστως για την προσωπική τους κατοχύρωση, έναντι των ενδεχομένων συνεπειών κάποιας απόφασης, και δευτερευόντως για τη λειτουργικότητα αυτής. Εν μέρει κατανοητό, στο πλαίσιο της ανάγκης της ατομικής πολιτικής, επιστημονικής κι επαγγελματικής επιβίωσης κι ανέλιξης. Εν πάση περιπτώσει, πρόκειται για μια συμπεριφορά που δεν απάδει στο ρόλο του ηγέτη. Όσα έχουν ανακοινωθεί τις τελευταίες ημέρες, ενόψει των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, δεν αποτελούν απλώς ημίμετρα, αλλά ανεφάρμοστα ημίμετρα.
Η μέθοδος της διαδικτυακής παραγγελίας και της παραλαβής κι εξόφλησης του προϊόντος εκτός του καταστήματος με πλαστικό χρήμα μπορεί να υποστηριχθεί μόνο από μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν την οικονομική δυνατότητα και την τεχνική υποδομή να διατηρούν ηλεκτρονικά καταστήματα και λογαριασμούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Οι δε πελάτες που μπορούν ν’ ανταποκριθούν σε αυτόν τον τρόπο λειτουργίας του λιανεμπορίου είναι αυτοί που διαθέτουν εξοικείωση με την τεχνολογία. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τα συνοικιακά καταστήματα είτε δεν θα δουλέψουν, χάνοντας, μάλιστα, και πελατεία, που θα προσπαθήσει να ψωνίσει από τις μεγάλες επιχειρήσεις, είτε θα ρισκάρουν να πάρουν ένα τσουχτερό πρόστιμο. Εκ των πραγμάτων, δηλαδή, από μία απόφαση, η οποία στοχεύει θεωρητικά στη βελτίωση της θέσης τους, οι ίδιοι θα ζημιωθούν. Κι από τη μεριά των καταναλωτών, όμως, ακόμα κι όσοι καταφέρουν να παραγγείλουν το προϊόν της αρεσκείας τους και να καταλήξουν να το παραλάβουν και να το πληρώσουν, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα τηρήσουν τα προβλεπόμενα μέτρα ασφαλείας. Είδαμε πρόσφατα τη φωτογραφία που απεικονίζει την πελάτισσα ενός καταστήματος υποδημάτων, να δοκιμάζει τα παπούτσια που αγόρασε στον δρόμο! Όσο κι αν, εκ πρώτης όψεως, φαντάζει αστεία η συγκεκριμένη σκηνή τόσο φυσιολογική είναι, αν το καλοσκεφτούμε.
Αλήθεια, αν κάποιος ανακαλύψει ότι το προϊόν που παρήγγειλε δεν είναι στις κατάλληλες διαστάσεις ή έχει κάποιο ελάττωμα, τι θα κάνει, εφόσον δεν θα βρίσκεται στο κατάστημα και δεν θα μπορεί να επιστρέψει ελεύθερα; Θα κλείσει άλλο ραντεβού για να το επιστρέψει, και στη θέση του να πάρει ένα άλλο, το οποίο επίσης δεν θα μπορεί να εξετάσει επί τόπου αν είναι όπως πρέπει; Κι αν το χρειάζεται άμεσα; Οι κάτοικοι ορισμένων περιοχών της επαρχίας που δεν έχουν σε κοντινή απόσταση καταστήματα που να μπορούν να τους εξυπηρετήσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο, αν με κάποιον τρόπο μπορέσουν να βγάλουν άκρη διαδικτυακά, θα κάνουν ταξίδι ή θα περιμένουν πότε θα καταφέρουν οι εταιρείες ταχυμεταφορών να τους εξυπηρετήσουν; Με μαθηματική ακρίβεια οδηγούμαστε στο μπάχαλο. Η αγορά δεν θα δει σημαντικά αποτελέσματα και η πορεία προς την κατάρρευση της μικρομεσαίας επιχείρησης θα συνεχιστεί και θα ευθυγραμμιστεί με την αντίστοιχη του κλάδου της εστίασης. Το καταναλωτικό κοινό θα ταλαιπωρηθεί και τελικά θα βρεθεί και χρεωμένο για την αποτυχία ενός ανεφάρμοστου ημίμετρου.
Όλα τούτα θα συμβούν, διότι η κυβέρνηση ενδιαφέρεται βασικά να «πουλήσει» σε εμπόρους και καταναλωτές το μερικό άνοιγμα της αγοράς ενόψει Χριστουγέννων και ταυτόχρονα να εξασφαλίσει εκ των προτέρων και τον ένοχο για την αποτυχία του εγχειρήματος, εφόσον οδηγηθεί στην εγκατάλειψή του. Τυπικά ανοίγει εν μέρει την αγορά, αλλά ουσιαστικά δημιουργεί ένα τόσο ασφυκτικό και παράλογο πλαίσιο λειτουργίας που είναι αδύνατον να τηρηθεί και να μακροημερεύσει. «Εγώ σας άνοιξα τα μαγαζιά, εσείς δεν ήσασταν άξιοι να τα κρατήσετε ανοιχτά», θα πει σε όλους τους εμπλεκομένους. Το ίδιο συμβαίνει και με τη λειτουργία των εκκλησιών, όπου ο αριθμός όσων θα μπορέσουν να εισέλθουν στους ναούς αυξομειώνεται ανάλογα με το που βρίσκεται η διαπραγμάτευση Πρωθυπουργού – Αρχιεπισκόπου, με τους επιτρόπους των ενοριών να επιφορτίζονται με αστυνομικά καθήκοντα. Το ίδιο και με το ρεβεγιόν των εννέα ατόμων maximum, με την κυβέρνηση να το εξαγγέλλει, τους λοιμοξιολόγους να δυσανασχετούν δημοσίως και τους πολίτες να αναρωτιούνται αν τελικά πριν το δώρο του Αγίου Βασιλείου τους έρθει το «δώρο» του Χαρδαλιά… Τη συνταγή των ανεφάρμοστων ημίμετρων τη βιώσαμε και στην Εκπαίδευση, με μεσήλικες εκπαιδευτικούς, χωρίς επαφή με την τεχνολογία, να καλούνται ξαφνικά να διδάξουν σε ηλεκτρονικές τάξεις και άπορους μαθητές να τιμωρούνται με απουσίες για το γεγονός ότι αδυνατούν οικονομικά να αποκτήσουν σύνδεση στο διαδίκτυο.
Την ίδια στιγμή δε που η κυβέρνηση κάνει απλώς και μόνο διαχείριση πολιτικού κόστους προσπαθώντας να βαφτίσει κανονικότητα τον παραλογισμό έχουμε και ορισμένους λοιμοξιολόγους, οι οποίοι παίζουν κρυφτούλι μαζί της. Δουλειά τους είναι να εισηγούνται μέτρα κατά της πανδημίας, εντός των θεσμοθετημένων οργάνων. Αν θεωρούν ότι οι εισηγήσεις τους δεν εισακούονται, σε βαθμό που να απειλείται με επικίνδυνη βλάβη η δημόσια υγεία, δεν έχουν παρά να αποχωρήσουν από τα όργανα αυτά και να ενημερώσουν την κοινή γνώμη για το λόγο της αποχώρησής τους. Τηλε-παράπονα, τηλε-νάζια και κορώνες που σπέρνουν τον πανικό, αλλά και την οργή στην κοινωνία, με παράλληλη διατήρηση της θέσης ευθύνης δεν συμβαδίζουν με την αποστολή τους.
Γράφτηκε και ακούστηκε στην περίοδο της οικονομικής κρίσης και το ίδιο συμβαίνει και σήμερα επί υγειονομικής κρίσης: «Να κάνουμε την κρίση ευκαιρία». Δυστυχώς, δεν κινούμαστε προς την κατεύθυνση αυτή, πρώτα απ’ όλα, σε επίπεδο νοοτροπίας…