Της Ελληκαίτης Κουρτάκη,
Ο N. 3500/2006 αποτελεί την προσπάθεια αντιμετώπισης της ενδοοικογενειακής βίας, με γνώμονα την αρχή της ελευθερίας, της αυτοδιάθεσης και της αξιοπρέπειας του ατόμου, ώστε να ενισχυθεί η αρμονική συμβίωση στο πλαίσιο της οικογένειας. Πρόκειται για μια απόπειρα στοίχισης της ελληνικής νομοθεσίας με τις συνταγματικές επιταγές, όπως η προστασία της οικογένειας και της παιδικής ηλικίας (άρθρο 21 Σ), η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ.1 Σ), η ισότητα (άρθρο 4 παρ.2 Σ.), η απαγόρευση των βασανιστηρίων και κάθε άλλης ψυχικής βλάβης και σωματικής κάκωσης (άρθρο 7 παρ.2 Σ.), φέροντας την ελληνική έννομη τάξη σε σύμπνοια με τα ισχύοντα στα λοιπά ευρωπαϊκά κράτη, καθώς το εν λόγω νομοθέτημα είναι σαφώς επηρεασμένο από τις συμβάσεις του ΟΗΕ, τις αποφάσεις και οδηγίες της ΕΕ και τις συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Ως κεντρική έννοια, στην οποία στηρίζεται το πλέγμα των διατάξεων του νόμου, χρησιμοποιείται αυτή της οικογένειας αλλά διευρυμένη, καθοριζόμενη με βάση την εγγύτητα της συγγένειας ή της σχέσεως που συνδέει διάφορα πρόσωπα. Έτσι, στην έννοια αυτή εμπίπτουν -ανεξαρτήτως συγκατοίκησης- οι σύζυγοι, οι γονείς και τα βιολογικά ή εξ υιοθεσίας τέκνα (κοινά ή ενός εκ των συζύγων), συγγενείς α΄ και β΄ βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, πρόσωπα που συνδέονται με σύμφωνο συμβίωσης (Ν.4356/15), οι τέως σύζυγοι, οι τέως μόνιμοι σύντροφοι και -εφόσον υπάρχει συνοίκηση- οι συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας γ΄ και δ΄ βαθμού, οι μόνιμοι σύντροφοι και τα τέκνα (κοινά ή ενός εξ αυτών), πρόσωπα των οποίων επίτροπος, δικαστικός συμπαραστάτης ή ανάδοχος γονέας έχει ορισθεί μέλος της οικογένειας καθώς και ανήλικα πρόσωπα, που υπό οποιαδήποτε σχέση και για οποιονδήποτε λόγο, συνοικούν με την οικογένεια (άρθρο 1 παρ.2). Αξίζει να σημειωθεί ότι η προσθήκη συγγενών δ’ βαθμού κρίθηκε αναγκαία λόγω της εκ του νόμου αναγνωρίσεως κληρονομικού εξ αδιαθέτου δικαιώματος.
Αναλύοντας την έννοια της ενδοοικογενειακής βίας και τις ποινικώς κολάσιμες συμπεριφορές, στην πρώτη κατηγορία, αυτή των πλημμελημάτων, ανήκουν οι προσβολές της σωματικής ακεραιότητας (άρθρο 6 παρ.1 ενδοοικογενειακή απλή σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας, άρθρο 6 παρ.2 εδ.α’ ενδοοικογενειακή επικίνδυνη σωματική βλάβη, άρθρο 6 παρ.3 εδ.α’ ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη σε βάρος εγκύου ή μέλους της οικογένειας το οποίο, από οποιαδήποτε αιτία, είναι ανίκανο να αντισταθεί, άρθρο 6 παρ.3 ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη ενώπιον ανήλικου μέλους της οικογένειας), οι προσβολές της προσωπικής ελευθερίας (άρθρο 7 παρ.1 ενδοοικογενειακή παράνομη βία, άρθρο 7 παρ.2 ενδοοικογενειακή παράνομη απειλή) και οι προσβολές της γενετήσιας αξιοπρέπειας (άρθρο 9 παρ.1 ενδοοικογενειακή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας, άρθρο 9 παρ.2 ενδοοικογενειακή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας σε βάρος ανήλικου). Κακουργηματική μορφή προσλαμβάνει η ενδοοικογενειακή βαριά σωματική βλάβη με επιβαρυντική περίσταση όταν ο υπαίτιος επεδίωκε ή γνώριζε και αποδέχθηκε το αποτέλεσμα της πράξης του (άρθρο 6 παρ.2 εδ.γ’), τα βασανιστήρια με επιβαρυντική περίσταση όταν το θύμα είναι ανήλικος (άρθρο 6 παρ.4 εδ.β’), ο βιασμός εντός γάμου (άρθρο 8 παρ.1) και η κατάχρηση σε ασέλγεια εντός γάμου (άρθρο 8 παρ.2). Πέρα από τα παραπάνω, μορφή ενδοοικογενειακής βίας, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.1, αποτελεί και η τέλεση της ανθρωποκτονίας με δόλο καθώς και η θανατηφόρα σωματική βλάβη, όπως τα εγκλήματα αυτά στοιχειοθετούνται στα άρθρα 299 και 311 ΠΚ αντίστοιχα.
Με μια πρώτη ματιά, ο νόμος αντικατοπτρίζει τη μεταστροφή της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στην, αποδοκιμαστέα πλέον, άσκηση σωματικής βίας σε βάρος ανηλίκων ως μέτρο σωφρονισμού στο πλαίσιο της ανατροφής τους. Σύμφωνα με το άρθρο 4 του νόμου, πράξεις της αυτής απαξίας συνεπάγονται κακή άσκηση της επιμέλειας και μπορεί να διαταχθεί από το δικαστήριο οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο και ιδίως η αφαίρεση της γονικής μέριμνας δια της εφαρμογής του άρθρου 1532 ΑΚ. Παράλληλα, η άσκηση ενδοοικογενειακής βίας αποτελεί (μαχητό) τεκμήριο ισχυρού κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης και μπορεί να προταθεί από τον ενάγοντα σύζυγο κατά του εναγόμενου δράστη ως λόγος διαζυγίου (άρθρο 3 σε συνδ. με άρθρο 1439 ΑΚ). Ταυτόχρονα, ιδιαίτερη είναι η προστασία που παρέχεται στους ανηλίκους, καθώς σωματικές βλάβες που τελούνται ενώπιόν τους εξομοιώνονται με σωματικές πράξεις εις βάρος τους. Υπό αυτή την οπτική θεωρείται θύμα ενδοοικογενειακής βίας τόσο ο άμεσα παθών όσο και ο ανήλικος αυτόπτης μάρτυρας. Αυτή η βούληση του νομοθέτη φαίνεται ότι έχει ως στόχο την προστασία της ψυχοσύνθεσης των ανηλίκων και την αποφυγή υιοθέτησης παρόμοιων εγκληματικών συμπεριφορών κατά την ενήλικη ζωή τους («σύνδρομο του αμέτοχου θεατή»).
Περνώντας στην ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη (αρθρ.6), οι δυο πρώτες παράγραφοι αποτελούν παραλλαγή των άρθρων 308, 309, 310 ΠΚ. Συγκεκριμένα, στην ενδοοικογενειακή επικίνδυνη σωματική βλάβη αρκεί η δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου ζωής ή βαριάς σωματικής βλάβης στο θύμα και, σε αντίθεση με το άρθρο 309 ΠΚ, δεν απαιτείται ο κίνδυνος να προκύπτει από τον τρόπο τέλεσης της πράξης. Αν επακόλουθο των εν λόγω πράξεων είναι η βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του θύματος, τότε πρόκειται για ένα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα, αντίστοιχο του άρθρου 310 παρ.1 ΠΚ, και για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης αρκεί ο δράστης να είχε μεν δόλο οποιουδήποτε βαθμού για την τέλεση της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης αλλά αμέλεια όσον αφορά το βαρύτερο αποτέλεσμα. Τα εγκλήματα του άρθρου 7 συνιστούν παραλλαγές των άρθρων 330 και 333 ΠΚ, με βασική διαφορά ανάμεσα στο άρθρο 7 παρ.1 και στο άρθρο 330 ΠΚ την διεύρυνση της έννοιας της βίας (καθώς αρκεί και η βία κατά πραγμάτων) ενώ, σε αντίθεση με το άρθρο 333 ΠΚ, στο άρθρο 7 δεν συγκαταλέγεται η έννοια του stalking. Με το άρθρο 9 αντιμετωπίζονται οι ενδοοικογενειακές προσβολές της γενετήσιας αξιοπρέπειας, στις οποίες, σε αντίθεση με το άρθρο 337 ΠΚ, η σοβαρότητα της επίθεσης δεν αναφέρεται στην βαναυσότητα της προσβολής, αλλά στη βαναυσότητα του τρόπου με τον οποίο διαπράχθηκε (ιδιαίτερα ταπεινωτικός λόγος ή έργο) ενώ, παράλληλα, ο νομοθέτης δεν απαιτεί για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα ή προτάσεις για τέλεση γενετήσιων πράξεων.
Γενικότερα, παρατηρείται ότι το απειλούμενο από τον Ν.3500/2006 πλαίσιο ποινής είναι αυστηρότερο σε σχέση με τις ποινές του ΠΚ, επειδή οι συγκεκριμένες παράνομες πράξεις τελούνται εντός του κόλπου της οικογένειας κατά προσώπων, τα οποία είτε λόγω ηλικίας (ανήλικοι) είτε λόγω ψυχικής, σωματικής ή άλλης κατάστασης (έγκυος, υπερήλικες, άτομα με ειδικές ανάγκες κλπ) αδυνατούν να αντισταθούν στις πράξεις που τελούνται εις βάρος τους. Ωστόσο, παρά την ψήφιση του νόμου, υπάρχουν διάσπαρτες στον ΠΚ διατάξεις, οι οποίες επίσης αναφέρονται σε ανήλικα θύματα και αφορούν αδικήματα που τελούνται από πρόσωπα που συνδέονται με συγγενικούς δεσμούς. Πρόκειται για πράξεις, των οποίων η συμπεριφορά δεν τυποποιείται σε κάποια αντίστοιχη διάταξη του νόμου για την ενδοοικογενειακή βία και βρίσκονται κυρίως στο ΙΘ’ κεφάλαιο του ΠΚ. Ανάμεσα σε αυτές είναι η κατάχρηση ανηλίκων (άρθρο 342 ΠΚ), η γενετήσια πράξη μεταξύ συγγενών (άρθρο 345 ΠΚ), η πορνογραφία ανηλίκων (άρθρο 348Α παρ.4 εδ.γ’ ΠΚ) και, τέλος, η μαστροπεία (άρθρο 349 παρ.2 ΠΚ).
Πηγές
- Αιτιολογική Έκθεση Ν.3500/2006 «Για την αντιμετώπιση της Ενδοοικογενειακής Βίας»
- Ελισάβετ Συμεωνίδου- Καστανίδου, Εγκλήματα κατά των προσωπικών αγαθών