Της Ραφαέλας – Γεωργίας Τσιμτσιλή,
Υπάρχει μία συνεχής αμφισβήτηση για την ύπαρξη αστυνομικής βίας, από εκείνους που κλείνουν τα μάτια τους στις καταγεγραμμένες εικόνες, που την αποδεικνύουν, και τα αυτιά τους σε όσους φωνάζουν για καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ξανά και ξανά. Δεν είναι μία καινούρια μορφή βίας, αντίθετα παρατηρούνται όλο και περισσότερα περιστατικά. Αρνούμαστε να δούμε καθαρά τι συμβαίνει, όχι μόνο στην δική μας χώρα, αλλά σε όλο τον κόσμο, και ίσως αυτό να αποτελεί συνέπεια της αποδοχής και της συμφιλίωσης με αυτές τις πρακτικές.
Η αστυνομική βία θεωρείται πια αναμενόμενη κατά την διάρκεια ή με το πέρας μίας πορείας ή ακόμα και μίας ειρηνικής διαμαρτυρίας. Η συγκέντρωση του κόσμου με σκοπό την προβολή αιτημάτων και απαιτήσεων έχει χάσει πια το νόημά της. Αφού τελικά, όλες οι παραπάνω ενέργειες, καταλήγουν να μοιάζουν βγαλμένες από ταινία, με τους πολίτες στην μια πλευρά του δρόμου και τους αστυνομικούς απέναντί τους, έτοιμοι να δώσουν μάχη. Τα ΜΜΕ κατακλύζονται με βίαιες εικόνες, στις οποίες συνήθως πρωταγωνιστούν ομάδες αστυνομικών που «ξυλοφορτώνουν» πολίτες, χωρίς κανένα δισταγμό και τους σέρνουν αιμόφυρτους μέχρι τα κρατητήρια. Και παρά τις εικόνες που μεταδίδονται ζωντανά, κάποιοι δημοσιογράφοι καθησυχάζουν τον κόσμο λέγοντας πως «δεν παρατηρήθηκαν έκτροπα» ή χαρακτηρίζοντας τα βίντεο ως «μεμονωμένα περιστατικά», για τα οποία δεν φέρει ευθύνη το αστυνομικό σώμα, αλλά μόνο/ίσως ο παρών αστυνομικός.
Αξίζει όμως να σημειωθεί πως, όπως σε όλα τα επαγγέλματα, έτσι και εδώ, υπάρχουν αγκάθια, που δυσκολεύουν το έργο των υπόλοιπων. Σαφώς, το αστυνομικό σώμα εμπεριέχει και αξιόλογους ανθρώπους, οι οποίοι φροντίζουν για την ασφάλεια των πολιτών, εξαρθρώνουν κυκλώματα και συλλαμβάνουν τους πραγματικούς εγκληματίες. Δυστυχώς, όμως, αυτό δεν ισχύει για όλους.
Η υπεροχή των αστυνομικών έναντι του πολίτη είναι προφανής, λαμβάνοντας υπόψη τα όπλα και τις τεχνικές εξαναγκασμού που διαθέτουν. Αλλά θεωρώ, ότι η κύρια πηγή δύναμής τους είναι ο χαρακτηρισμός της χρήσης βίας ως νόμιμης και αναγκαίας τεχνικής, χωρίς στην πραγματικότητα να λαμβάνονται μέτρα ήπιου κατευνασμού. Η Κυβέρνηση, με κύριο εκπρόσωπο τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη, δίνει τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές και εντολές για την χρήση ή μη βίας. Ο Μ. Χρυσοχοΐδης λοιπόν, ως Υπουργός Προστασίας του Πολίτη από το 2019, εγκρίνει και δικαιολογεί τη χρήση βίας σε κάθε πορεία ή συγκέντρωση που έχει πραγματοποιηθεί, με σκοπό την διάσπαση του πλήθους. Με βάση την πολιτική γραμμή της Κυβέρνησης, την οποία ακολουθεί, ο ίδιος οχυρώνει τα μεγάλα αστικά κέντρα με ισχυρές αστυνομικές μονάδες, με στόχο την καταδίωξη και σύλληψη των αντιφρονούντων με κάθε μέσο.
Από την άλλη μεριά, υπάρχει ο αντίλογος που μιλά για κατεστραμμένες βιτρίνες μαγαζιών, καμένους κάδους σκουπιδιών και πόλεις που φλέγονται εξαιτίας της οργής ορισμένων. Η καταστροφή ξένης περιουσίας και οι υπόλοιπες παράνομες πρακτικές, στις οποίες προβαίνουν εκείνοι οι «500-1000 κακομαθημένοι», όπως τους χαρακτήρισε ο κύριος Χρυσοχοΐδης, είναι κατακριτέες, αλλά δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ως δικαιολογία για τις παρωπίδες που φορούν τα σώματα ασφαλείας.
Μπορούμε όλοι να θυμηθούμε την εισβολή της ΕΛ.ΑΣ στις κινηματογραφικές αίθουσες τον Οκτώβρη του 2019, την επίθεση των ΜΑΤ, χτυπώντας με κλωτσιές και με ασπίδες τους παραβρισκόμενους διαδηλωτές, έξω από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στις αρχές Νοεμβρίου, και σαφώς τον εξαναγκασμό 300 ατόμων να πέσουν στα γόνατα, με τα χέρια πίσω από το κεφάλι, μετά από την έφοδο της Δίωξης Ναρκωτικών σε κλαμπ στο Γκάζι, στις 11 Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Αυτά αποτελούν μερικά μόνο περιστατικά από το πρόσφατο παρελθόν.
Πολλά τέτοια παραδείγματα μας «χάρισε» και η φετινή χρονιά. Εν καιρώ πανδημίας, θα έλεγε κάποιος, ότι -παρά τις συνθήκες- δεν υπήρξε ιδιαίτερος προβληματισμός, καθώς απαγορεύτηκαν οι συγκεντρώσεις κάθε μορφής, θεωρητικά, για τους σωστούς λόγους, αλλά σίγουρα με τις λάθος πρακτικές. Ίσως να αποτέλεσε εξαίρεση, δικαίως κατά την προσωπική μου γνώμη, η ύπαρξη πλήθους πολιτών έξω από Εφετείο Αθηνών την 7η του Οκτώβρη, κατά την διάρκεια της καταδίκης της Χ.Α. Είχαν, όμως, ήδη σχεδιάσει την διάσπασή του, με ρίψεις νερού και δακρυγόνων. Την ημέρα που καταδικάστηκε η ακροδεξιά, το πλάνο δράσης της Κυβέρνησης ήταν μία ακόμα επίδειξη υπεροχής και άσκηση αστυνομικής βίας.
Ένα μήνα μετά, η Κυβέρνηση, χωρίς την επιδίωξη συζητήσεων με το κόμμα της Αντιπολίτευσης ή τα υπόλοιπα κόμματα, προχώρησε σε μία πρωτοφανή κίνηση για τα δημοκρατικά δεδομένα. Με απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας, ανεστάλη το άρθρο 11 του Συντάγματος, από τις 15 έως τις 18 Νοεμβρίου. Αυτό το μέτρο έφερε σωρεία αντιδράσεων, όπως ήταν αναμενόμενο. Την ημέρα μνήμης για την εξέγερση του Πολυτεχνείου, οι πόλεις γέμισαν και πάλι με αστυνομικούς, οι οποίοι μοίραζαν πρόστιμα και συλλήψεις στον κόσμο που ήθελε συμβολικά να αφήσει ένα λουλούδι. Η ίδια ακριβώς αντιμετώπιση παρατηρήθηκε, τον επόμενο μήνα, στην επέτειο των 12 χρόνων από την δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου.
Ενδεχομένως, το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για την αστυνομική βία να βαραίνει την κυβερνητική πολιτική, αλλά σίγουρα παρατηρείται απουσία συναίσθησης των ορίων από τους ίδιους τους θύτες. Οι άνθρωποι που έχουν ορκιστεί να προστατεύουν τον ελληνικό λαό, είναι οι ίδιοι με αυτούς που ασκούν βία στις διαδηλώσεις και στις πορείες. Υπάρχουν τραυματίες, θύματα, που οι οικογένειές τους θρηνούν. Ο κόσμος θα πρέπει να συνεχίσει να αντιστέκεται σε τέτοιου είδους πρακτικές καταστολής.
Η αστυνομική βία και αυθαιρεσία δεν θα εκλείψει από τη μία μέρα στην άλλη. Η συστηματική μετεκπαίδευση και η ψυχολογική παρακολούθηση του αστυνομικού σώματος θα ήταν ένα επιπλέον κρατικό έξοδο, που θα απέδιδε, όμως, σημαντικά στο μέλλον. Η ανανέωση του κώδικα δεοντολογίας, που θα απέκλειε δια ροπάλου την ύπαρξη ακραίων και βίαιων συμπεριφορών, θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο μέτρο. Εντούτοις, όσα μέτρα και αν παρθούν δεν θα είναι αποτελεσματικά, όσο η κυβερνητική πολιτική επιμένει στην παγιωμένη και προκατειλημμένη στάση της. Το καθήκον του αστυνομικού σώματος θα έπρεπε να είναι η εξάλειψή της βίας και όχι η αναζωπύρωση αυτής.