Της Μαρίας – Ειρήνης Τζαμάκου,
Η αναγνώριση της ομόφυλης συντροφικότητας και γονεϊκότητας έχει προκαλέσει αντιπαρατιθέμενες απόψεις, τόσο στην κοινωνία όσο και στο δίκαιο. Από τις αρχές του 21ου αιώνα, ωστόσο, καταρρέει σταδιακά η ιστορικά ξεπερασμένη εκδοχή της οικογένειας, με αποτέλεσμα να αναγνωρίζονται νέες μορφές συντροφικότητας και να παραχωρούνται περισσότερα δικαιώματα σε αυτές.
Εφόσον, λοιπόν, γίνεται λόγος για περισσότερα δικαιώματα, πρέπει να εξετάσουμε ποιες δυνατότητες προσφέρει το δίκαιο στα ομοφυλόφιλα ζευγάρια. Ένα από τα πιο καίρια ζητήματα που τα απασχολεί προέρχεται από την έμφυτη διάθεση του ανθρώπου προς τεκνοποίηση.
Η δυνατότητα αναπαραγωγής ρυθμίζεται από τη φύση για όλους τους ανθρώπους κατά τρόπο ενιαίο. Νομικό έρεισμα στο δικαίωμα απόκτησης απογόνων αποτελούν τα άρθρα του Ελληνικού Συντάγματος για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας (άρθρο 5 §1 Σ), την προσωπική ελευθερία (άρθρο 5 §3 Σ) και το απαραβίαστο της ιδιωτικής οικογενειακής ζωής (άρθρο 9 §1 εδ.β Σ). Η αναγνώριση του δικαιώματος στη φυσική αναπαραγωγή συνεπάγεται ότι άτομα με προβλήματα υγείας έχουν το δικαίωμα να προσφύγουν στις μεθόδους της αναπαραγωγικής τεχνολογίας, διότι, έτσι, διενεργείται μια θεραπευτική ιατρική πράξη. Γι’ αυτόν τον σκοπό, άλλωστε, δημιουργήθηκε και εξελίχθηκε η Ιατρικά Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή (στο εξής Ι.Υ.Α.).
Με την κατοχύρωση της Ι.Υ.Α. με τον ν. 3089/2003 και ν. 3305/2005 γίνεται αντιληπτό, ότι η συγγένεια από τη σεξουαλική αναπαραγωγή δεν ταυτίζεται με την ετεροφυλοφιλική σχέση. Διεξοδικότερα, οι επίμαχες διατάξεις αφορούν την πρόσβαση των μοναχικών γυναικών στην τεχνητή γονιμοποίηση (1456 ΑΚ), τη μεταθανάτια γονιμοποίηση (1457 ΑΚ) και την παρένθετη μητρότητα (1458 ΑΚ). Από τις διατάξεις αυτές διαφαίνεται πως οι γυναίκες, ετερόφυλες ή ομόφυλες (μοναχικές ή μέλη ζευγαριού) έχουν το δικαίωμα πρόσβασης στην Ι.Υ.Α.
Δεν ισχύει, όμως, το ίδιο για τους άντρες, ετερόφυλους ή ομοφυλόφιλους, οι οποίοι έχουν λιγότερες δυνατότητες προσφυγής στις μεθόδους της αναπαραγωγικής τεχνολογίας. Όσον αφορά τους ετερόφυλους, δέχονται διακρίσεις εξαιτίας του φύλου τους και από την άλλη, οι ομοφυλόφιλοι δεν έχουν καμία απολύτως δυνατότητα. Ποιος είναι ο λόγος αυτής της διάκρισης; Σε τι διαφέρει, δηλαδή, ο τρόπος θεραπείας ενός άνδρα που αδυνατεί να τεκνοποιήσει με αυτόν της γυναίκας; Η αμφισβήτηση του πατρικού ενστίκτου αποτελεί κοινωνικό στερεότυπο ή πράγματι μια αλήθεια που βασίζεται στην ύπαρξη και μόνο «μητρικού φίλτρου»;
Το λεγόμενο «μητρικό φίλτρο» είναι μια εγγενής συγκινησιακή και τρυφερή τάση όλων των γυναικών προς τα παιδιά, η οποία προκύπτει από την αναπαραγωγική τους ικανότητα και ενεργοποιεί στις γυναίκες την ανάγκη και θέληση να αποκτήσουν παιδιά. Το φίλτρο αυτό στους άνδρες δεν γίνεται αποδεκτό ότι υπάρχει, διότι η διαιώνιση του είδους ξεκινάει από την εγκυμοσύνη και συνεχίζεται με τη γέννα και τον θηλασμό, εμπειρίες που συναντώνται αποκλειστικά και μόνο στο γυναικείο φύλο. Η πεποίθηση αυτή εξηγεί τη ρύθμιση σύμφωνα με την οποία οι γυναίκες δικαιούνται την πρόσβαση στις εφαρμογές της Ι.Υ.Α. ανεξάρτητα από τις ερωτικές τους προτιμήσεις, γεγονός που δεν συναντάται στους άνδρες. Η πεποίθηση αυτή αφενός δημιουργεί μια ανεξήγητη ανισότητα ανάμεσα στα δυο φύλα, αφετέρου γεννά το ερώτημα αν ο άνδρας δικαιούται να στερείται την ανάγκη του να φροντίσει ένα παιδί, ακόμη κι αν δεν του επιτρέπεται από τη φύση του να κυοφορήσει.
Την απάντηση προσφέρει η αναπαραγωγική τεχνολογία, κατά την οποία, το γενετικό υλικό όσο και η κυοφορία αναπληρώνονται, για να καλύψουν κάτι που λείπει λόγω του φύλου τόσο στον άνδρα όσο και στη γυναίκα που προσφεύγει σε αυτή. Βάσει αυτού, ο διαχωρισμός δεν έχει νομική βασιμότητα και αποτελεί παράβαση του δικαιώματος αναπαραγωγής για το ανδρικό φύλο.
Το σημαντικότερο απ’ όλα είναι ότι ερωτική προτίμηση καθεαυτή δεν αποτελεί νόμιμη αιτιολογία απαγόρευσης απόκτησης παιδιού. Τα συμφέροντα του παιδιού, οι συνθήκες ανατροφής και η διάθεση του γονέα μπορούν να αποτελέσουν καταλυτικούς παράγοντες για την απόκτηση ενός παιδιού. Άλλωστε, άλλες παράμετροι όπως η φτώχεια ή η παραμέληση των παιδιών προκαλούν περισσότερα τραύματα στα παιδιά παρά η ομοιότητα του φύλου των γονέων τους. Θα ήταν, επομένως, συνεπέστερο να εξετάζονται αυτοί οι παράγοντες και να μην προσμετράται η σεξουαλική προτίμηση, διότι εκείνη δεν καθιστά έναν γονέα κατάλληλο ή ανίκανο για τη φροντίδα ενός παιδιού.
Πηγές
- Βασιλείου Μαριάννα, Πρωτότυπη εργασία: «Ο άγαμος μοναχικός άνδρας και η πρόσβασή του στην ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή στην Ελλάδα και στο Ηνωμένο Βασίλειο», Βιοηθικά 2(2), Σεπτέμβριος 2016
- Καϊάφα-Γκμπάντι Μαρία, Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη Ευτυχία, Συμεωνίδου-Καστανίδου Ελισάβετ, Δημοσιεύματα Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής 18: Υποβοηθούμενη αναπαραγωγή &εναλλακτικά σχήματα οικογένειας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Σάκκουλα
- Κηπουρίδου Καλλιόπη, Μηλαπίδου Μαρία, Πρωτότυπη εργασία: «Το δικαίωμα ομοφυλοφίλων προς απόκτηση απογόνων στην Ελλάδα», Βιοηθικά 1(1), Μάρτιος 2015