Της Δανάης Λυπιρίδη,
Τον τελευταίο χρόνο, η ευρωπαϊκή ενοποίηση φαίνεται να διανύει μια νέα περίοδο πολιτικών αμφισβητήσεων. Το Ηνωμένο Βασίλειο αποχώρησε τον Ιανουάριο του 2020 από την Ευρωπαϊκή Ένωση, έπειτα από μια σειρά σκληρών διαπραγματεύσεων, ενώ η Πολωνία και η αυτοαποκαλούμενη «ανελεύθερη δημοκρατία» (illiberal democracy) της Ουγγαρίας, του Βικτόρ Ορμπάν, έχοντας ίχνη της κληρονομιάς του πρώην Κομμουνιστικού Μπλοκ στις κρατικές τους δομές και στον διοικητικό τους πολιτισμό, φαίνεται να βρίσκονται, επί του παρόντος, υπό επίσημη έρευνα της Ένωσης βάσει του άρθρου 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) για παραβίαση κανονισμών της Ένωσης σχετικά με το κράτος δικαίου.
Επιπλέον, είναι γνωστή η αδυναμία της Ένωσης στην αποτελεσματική εφαρμογή μιας ενιαίας εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, λόγω αντικρουόμενων συμφερόντων των πιο ισχυρών οικονομικά κρατών, όπως καταδεικνύει η περίπτωση της επιχείρησης ΕΙΡΗΝΗ. Καθώς η Ένωση κάνει προσπάθειες επίλυσης των ζητημάτων αυτών, ο Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) αντιμετωπίζει και αυτός προβλήματα συνοχής. To NATO φαίνεται να δυσκολεύεται να διαχειριστεί τις ολοένα και περισσότερο αποκλίνουσες προτεραιότητες εθνικής ασφαλείας των κρατών-μελών του, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τον ανταγωνισμό μεταξύ της Τουρκίας και των εταίρων της (της Ελλάδας και της Γαλλίας) σχετικά με την εξασφάλιση των εθνικών τους συμφερόντων στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Η ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ το 1952 ήταν μέρος της στρατηγικής των Δυτικών Δυνάμεων για την ανάσχεση της εξάπλωσης της Σοβιετικής Ένωσης στην περιοχή της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Η Τουρκία, η οποία συνόρευε με τα τότε σοβιετικά κράτη της Γεωργίας και της Αρμενίας, εμπόδιζε την πρόσβαση της ΕΣΣΔ στην Ανατολική Μεσόγειο, μέσω του στενού του Βοσπόρου, ενώ παράλληλα επέτρεψε την εγκατάσταση των βαλλιστικών πυραύλων Jupiter στο έδαφος της από τις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1959-1963. Εντούτοις, ακόμη και μετά την απόσυρση των πυραύλων από την κυβέρνηση Kennedy, παρέμεινε ένα μέρος της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ στην Αεροπορική Βάση Ιντζιρλίκ της Τουρκίας, με στόχο την επιτήρηση της δραστηριότητας της ΕΣΣΔ στην Μεσόγειο. Υπήρχαν, βέβαια, προβλήματα συνοχής στους κόλπους του ΝΑΤΟ και πριν από την λήξη του Ψυχρού Πολέμου – η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 παρ’ ολίγον να φέρει την Τουρκία και την Ελλάδα σε ένοπλη σύρραξη. Αξιοσημείωτες είναι, επίσης, η περίπτωση της εξόδου των τουρκικών ωκεανογραφικών «ΧΟΡΑ» και «SISMIK 1» στην ελληνική υφαλοκρηπίδα το 1976 και το 1987 αντίστοιχα, αμφισβητώντας το δικαίωμα των ελληνικών νησιών σε θαλάσσιες ζώνες, όπως και η Κρίση των Ιμίων το 1996, κατά την διάρκεια της οποίας υπήρξε ένοπλη αμφισβήτηση της εδαφικής κυριαρχίας της Ελλάδας.
Η ιδέα ότι ένας εταίρος της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας θα παραγκώνιζε τη Δύση χάριν επισύναψης στενότερων σχέσεων με το Κρεμλίνο ήταν ασύλληπτη κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Σήμερα ωστόσο, η κατ’ ανάγκην εταιρική σχέση μεταξύ της Τουρκίας και της Ρωσίας δύναται να κάνει αυτήν την ιδέα πραγματικότητα. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο προέδρων, Βλαντίμιρ Πούτιν και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, βελτιώθηκαν σημαντικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα στην Τουρκία το 2016, ενώ η εμβάθυνση των αμυντικών δεσμών των δύο χωρών, ιδιαίτερα με την αγορά των ρωσικών αντιαεροπορικών πυραυλικών συστημάτων S-400 από την Τουρκία, παρά τις αντιδράσεις των εταίρων της στο ΝΑΤΟ, συνεισφέρουν ως υποστηρικτικοί παράγοντες στην ενίσχυση των διπλωματικών τους σχέσεων.
Στα πλαίσια της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, η Άγκυρα εμπλέκεται συχνά σε διπλωματικές διαμάχες με το Παρίσι, εξαιτίας των δηλώσεων του Γάλλου προέδρου, Εμμανουέλ Μακρόν, για ένα «εγκεφαλικά νεκρό» ΝΑΤΟ και για την «ανάγκη οικοδόμησης ενός Ισλάμ του Διαφωτισμού» στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Παράλληλα με τους διπλωματικούς διαπληκτισμούς μεταξύ Γαλλίας και Τουρκίας, η Βορειοατλαντική Συμμαχία αποφάσισε να μην δημοσιεύσει την έρευνα για το παρ’ ολίγον θερμό επεισόδιο μεταξύ γαλλικών και τουρκικών πλοίων που είχε συμβεί τον Ιούνιο του 2020. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να αντικατοπτρίζει την αποφασιστικότητα του ΝΑΤΟ να κρατήσει την Τουρκία εντός της συμμαχίας και όσο πιο μακριά γίνεται από την επιρροή της Ρωσίας. Η σημαντική γεωστρατηγική θέση και στρατιωτική δύναμη της Άγκυρας, λειτουργεί καταλυτικά στην απροθυμία που επικρατεί εντός του ΝΑΤΟ για να αποδοθούν ευθύνες.
Η πάγια αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας των ελληνικών νησιών για θαλάσσιες ζώνες (υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ) εκ μέρους της Τουρκίας κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας (UNCLOS, 1982) έγινε ξανά αισθητή τον Αύγουστο του 2020, με την έξοδο του ερευνητικού πλοίου «Ορούτς Ρέις» στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, με στόχο την διεξαγωγή έρευνών στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, προς εύρεση υδρογονανθράκων. Στο πλαίσιο αυτό, η έννοια της «Γαλάζιας Πατρίδας» δεν αποτελεί νέο δόγμα της Τουρκικής επεκτατικής/αναθεωρητικής πολιτικής, αλλά ένα εργαλείo διαχρονικών κατευθύνσεων της Τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και διπλωματίας. Τα κοινά στοιχεία τεκμηρίωσής του με την θεωρία του «Ζωτικού Χώρου» της Ναζιστικής Γερμανίας είναι περισσότερο από εμφανή, όπως και πρόδηλα παρόμοια με την πολιτική κατευνασμού του Μεσοπολέμου είναι και η σημερινή στάση πολλών δυτικών κυβερνήσεων απέναντι στον Τουρκικό αναθεωρητισμό.
Επιπλέον, ούσα φιλόδοξη στον πιθανό νέο ρόλο της ως ανασχετικός της Ρωσίας παράγων στη Μέση Ανατολή, η Άγκυρα διενεργεί επιθέσεις εναντίον κουρδικών ομάδων στη Συρία, οι οποίες υποστηρίζονταν μέχρι πρότινος από τις ΗΠΑ, στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Λιβύη με στόχο την ενίσχυση της Κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας και υποστήριζε ενεργά το Αζερμπαϊτζάν κατά της Αρμενίας στην σύρραξή στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Εν ολίγοις, η Τουρκία στοχεύει στην επιβολή της πολιτικής της βούλησης στο περιφερειακό υποσύστημα της Ανατολικής Μεσογείου, αξιοποιώντας τα αναφυόμενα κενά ισχύος στην περιοχή και την περίεργα στάση τήρησης ίσων αποστάσεων του ΝΑΤΟ στην τουρκική προκλητικότητα.
Γιατί η Βορειοατλαντική Συμμαχία δεν έχει ακόμη λάβει δράση για τον περιορισμό των επιθετικών πολιτικών της Τουρκίας; Μια λύση θα ήταν να εκδιωχθεί η Τουρκία από τη συμμαχία, μια κίνηση που θα έδειχνε ότι το ΝΑΤΟ δεν επιτρέπει στα κράτη-μέλη του να διατηρούν φιλικές σχέσεις με τους αντιπάλους του. Ωστόσο, δεν υπάρχει μηχανισμός για την απομάκρυνση των χωρών από το ΝΑΤΟ — το άρθρο 13 της ιδρυτικής Συνθήκης της συμμαχίας δηλώνει ότι μια χώρα μπορεί να δηλώσει την οικειοθελή αποχώρηση της από το ΝΑΤΟ (Άρθρο 13 – Νόμος 1989/1952 – Συνθήκη του Βορείου Ατλαντικού, 2020), αλλά δεν υπάρχει μέθοδος για τη βίαιη απομάκρυνση ενός επιθετικού κράτους-μέλους. Αναμφίβολα, στα τέλη της δεκαετίας του 1940 φαινόταν απίθανο για οποιοδήποτε από τα ιδρυτικά μέλη του ΝΑΤΟ ότι κάποιο κράτος-μέλος θα στρεφόταν στους αντιπάλους της συμμαχίας κατά την διάρκεια του αγώνα της κατά του κομμουνισμού. Εντούτοις, ίσως είναι καιρός να τροποποιηθεί η συγκεκριμένη νομοθεσία: μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, ο διπολικός χαρακτήρας του παγκοσμίου συστήματος μεταβλήθηκε σε πολυπολικό (με συνέπειες στην διεθνή σταθερότητα και ασφάλεια) και διευρύνθηκαν σημαντικά τόσο τα μέλη του ΝΑΤΟ όσο και οι λειτουργίες του με στόχο την αντιμετώπιση των νέων απειλών του 21ου αιώνα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Lawspot. 2020. Άρθρο 13 – Νόμος 1989/1952 – Συνθήκη Του Βορείου Ατλαντικού, διαθέσιμο εδώ
- NATO’s Turkey Problem | ASP American Security Project, διαθέσιμο εδώ
- Don’t Blame Turkey for NATO’s Woes, foreignpolicy.com, διαθέσιμο εδώ
- What Greece has learned (and Brussels should too) from the EastMed crisis, Atlantic Council, διαθέσιμο εδώ
- Ελληνοτουρκικά: Μανούβρες και σκόπελοι στον κόλπο του ΝΑΤΟ, News 24/7, διαθέσιμο εδώ