Του Κωνσταντίνου Δήμου,
Ο Ρήγας «Φεραίος» Βελεστινλής γεννήθηκε το 1757 στο Βελεστίνο της Μαγνησίας, εξ ου και το πραγματικό του επίθετο. Υπήρξε ένας από τους προπάτορες της Ελληνικής Επανάστασης, προετοιμάζοντας το έδαφος για τον ξεσηκωμό των Ελλήνων ενάντια στον τουρκικό δεσποτισμό, χάρη στη διάδοση φυλλαδίων για τη διασπορά επαναστατικών ιδεών στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, όπου και δραστηριοποιήθηκε ενεργά. Έγινε δέκτης εξαιρετικής μόρφωσης σε πολλά μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από το σχολείο της κοινότητας Κισσού στο Πήλιο και την Αθωνιάδα Σχολή του Αγίου Όρους, μέχρι και το Φανάρι της Κωνσταντινούπολης. Οι περιηγήσεις του στις παραδουνάβιες ηγεμονίες τελικά τον οδήγησαν στο Βουκουρέστι και τη Βιέννη, όπου τα τελευταία χρόνια της ζωής του ξεκίνησε να αναπτύσσει επαναστατική δράση, αντιδρώντας στην καταπίεση του τουρκικού ζυγού προς τις υπόδουλες εθνότητες, ιδιαίτερα των Ελλήνων λόγω της καταγωγής του, επηρεασμένος από τη Γαλλική Επανάσταση και τις αντιδραστικές ιδέες του νεοσύστατου τότε ρεύματος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.
Το κατεξοχήν έργο του υπήρξε το επαναστατικό φυλλάδιο της «Νέας Πολιτικής Διοίκησης των κατοίκων της Ρούμελης, της Μ. Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας» (1797), που εκδόθηκε στη Βιέννη, περιλαμβάνοντας τα εξής τέσσερα κείμενα: την επαναστατική προκήρυξη, τη διακήρυξη για τα ανθρώπινα δικαιώματα, το καταστατικό της «Ελληνικής Δημοκρατίας» και το «Θούριο» ή «Πατριωτικό Ύμνο». Το κείμενο προκάλεσε αίσθηση στον ελληνικό χώρο και παράλληλα τη μήνιν των παλαιοκαθεστωτικών παραγόντων. Από τη μία, η «Ελληνική Νομαρχία» (1806) του Ανώνυμου Έλληνος τον ηρωοποιεί, κάνοντας ειδική αφιέρωση στο όνομά του για τον μαρτυρικό του θάνατο από στραγγαλισμό στα χέρια των οθωμανικών αρχών, έναν χρόνο μετά την έκδοση της «Διοικήσεως» (24/6/1798), ενώ, από την άλλη, ο τότε πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ τον αφορίζει ως «τοις δόγμασι της Ορθοδόξου ημών πίστεως εναντιούμενον».
Οι φιλελεύθερες ιδέες του Ρήγα θεωρούνταν, εκείνον τον καιρό, άκρως ριζοσπαστικές, βασισμένες καθώς ήταν στο πρότυπο του μετεπαναστατικού γαλλικού συντάγματος του 1793, με αποτέλεσμα ο κλήρος να φοβηθεί για την προστασία των χριστιανικών πληθυσμών και την επιβίωση της Εκκλησίας ως θεσμικό όργανο του Χριστιανισμού. Συγκεκριμένα, ο Ρήγας οραματίζεται μια «ελεύθερη και δημοκρατική Ελλάδα», η οποία θα αντιμετωπίζει όλους τους υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως ίσους και αδελφωμένους, πλέον απελευθερωμένους από τα θρησκευτικά πάθη και τις ιστορικές διχόνοιες, που τους χωρίζουν, διασφαλίζοντας ότι ο νόμος-πέλεκυς της δικαιοσύνης θα είναι αδέκαστος απέναντι σε Χριστιανούς και Μουσουλμάνους. Επομένως, το όραμα του Ρήγα Φεραίου προσιδιάζει σε μια δημοκρατική πολιτεία, που, ακόμα και σήμερα, θα θεωρούταν αξιοζήλευτη. Για παράδειγμα, οι πολίτες που στρατολογούνται για λογαριασμό της πατρίδας θα πρέπει να λαμβάνουν πρόνοια για τις υπηρεσίες τους μετά τον πόλεμο, η νομοθεσία θα πρέπει να είναι εύχρηστη και ευμετάβλητη, για να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχής, ενώ όλοι οι υπήκοοι έχουν τα ίδια πολιτικά δικαιώματα και μπορούν να συμμετέχουν χωρίς κανέναν περιορισμό -άνδρες και γυναίκες- στην εκπαίδευση, την ιατρική περίθαλψη και τις διαδικασίες του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι.
Επιπροσθέτως, το κράτος δικαίου θεσπίζει νόμους που το αυτοπεριορίζουν, προκειμένου να αποφεύγεται η πολιτική αυθαιρεσία και διαφθορά, απότοκα της εκτροφής ενός υπερκράτους-Λεβιάθαν με επαυξημένες αρμοδιότητες, που θα απειλούσε το δημοκρατικό πολίτευμα, μετατρέποντάς το σε μια ελιτιστική ολιγαρχία, ερχόμενο σε αντίθεση με την παρηκμασμένη τότε Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο Ρήγας, μάλιστα, δεν διστάζει να αποκηρύξει τον δεσποτισμό, όχι σύμφωνα απαραιτήτως με τον νόμο, αλλά de jure. Επίσης, δεν διστάζει να καλέσει τον λαό στα όπλα, σε περίπτωση που οι συνταγματικές ελευθερίες του καταπατώνται, που αισθάνεται δυσαρεστημένος ή αδικημένος με την επικρατούσα πολιτική, διοικητική και στρατιωτική κατάσταση του τόπου. Ο επίδοξος τύραννος (ή τύραννοι) οδηγείται στο εδώλιο του κατηγορουμένου και δικάζεται κατά το δοκούν.
Ο Ρήγας, ωστόσο, δεν κάνει λόγο απλώς για ένα νέο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, αλλά, εμμέσως πλην σαφώς, οραματίζεται τη δημιουργία του διαδόχου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μιας πολυεθνικής, διαπολιτισμικής «Ελληνικής Αυτοκρατορίας», που θα αντικαταστήσει την «αυτοκρατορία» με τη «δημοκρατική κοινοπολιτεία», το προσωνύμιο «Οθωμανός» με το «Έλληνας», το «υπήκοος» με το «πολίτης», το «δυνάστες» με το «απελευθερωτές». Δεν μιλάμε δηλαδή για μια απότομη αλλαγή του status quo, αλλά για μια «ομαλή μετάλλαξή» του στα ελληνικά πρότυπα. Όλες οι εθνικότητες, Βούλγαροι, Έλληνες, Αρμένιοι, Τούρκοι, Εβραίοι, Βλάχοι, Αλβανοί, ανεξαρτήτως φυλετικών χαρακτηριστικών και θρησκεύματος, θα μπορούσαν να εκλέξουν δικούς τους αντιπροσώπους, με τους Έλληνες «επικυρίαρχους», να λειτουργούν ως primi inter pares στις δημοκρατικές διαδικασίες.
H επίσημη γλώσσα του κράτους θα γινόταν η ελληνική και βάσει αυτής θα δομούνταν όλος ο γραφειοκρατικός μηχανισμός και η διοικητική επικοινωνία, ενώ η «Ελληνική Δημοκρατία» εξιδανικεύεται, επιτρέποντας την αυτονομία και την αυτοδιάθεση των λαών εντός των εδαφών της, εγγυώμενη την ομαλή συνύπαρξη αυτών. Όλοι οι φίλοι της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης είναι ευπρόσδεκτοι χάριν της παμβαλκανικής αδελφοσύνης, ενώ οι καταπατητές του ελληνικού εδάφους θα βρίσκονται αβοήθητοι, δέκτες ενός διαρκούς πολέμου στο όνομα της αλύτρωτης πατρίδας. Η ανοχή απέναντι στις βαρβαρότητες, τον μυστικισμό και τον δεσποτισμό, που επέδειξαν οι Τούρκοι έναντι του κλασικού πολιτισμού στο παρελθόν, θα λάμβανε οριστικά τέλος.
Ωστόσο το όραμα του Ρήγα, παρά τον έντονο νομοθετικό του χαρακτήρα, δεν μπόρεσε ποτέ να ξεφύγει από τη θεωρητική του υπόσταση, όπως και τον ακραιφνή ρομαντισμό του για μια ιδανικά πλασμένη και λειτουργική ομοσπονδία, που μάλλον περισσότερο μοιάζει στην «Πολιτεία» του Πλάτωνα παρά στην πραγματικότητα της Βαλκανικής Χερσονήσου. Το φιλόδοξο σχέδιο προϋπέθετε την απελευθέρωση από τους Τούρκους, αλλά και την υλική και οικονομική υποστήριξη από μεγάλα τμήματα του πληθυσμού και όχι μόνο από τη διαφωτιστική διανόηση. Αλλά, ακόμη και αν προϋπήρχε η απαραίτητη πολιτειακή οργάνωση και το υψηλό μορφωτικό επίπεδο του υπόδουλου ελληνισμού, του οποίου μοναδική πηγή μάθησης ήταν η διδασκαλία από την Εκκλησία, κανείς δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί ότι η συνεννόηση μεταξύ των βαλκανικών λαών θα γινόταν χωρίς προβλήματα. Και όπως αποδείχτηκε, η Ιστορία κατέδειξε ότι η ομόνοια στα Βαλκάνια αποτελεί μέχρι και σήμερα ένα όνειρο θερινής νυκτός.
Βιβλιογραφία
- Βελεστινλής, Ρ. (1797), Νέα Πολιτική Διοίκησις. Βιέννη: Εκδ. Αργοναύτης.
- Θεοφίλου Γ. (1896) Βιογραφία Ρήγα Φεραίου, Αθήναι
- Κιτρομηλίδης Π. Μ. (2014), Ο Ρήγας πίσω από τον Βελεστινλή. Αθήνα: ένθετο εφημερίδας «Η Καθημερινή».
- Αγιαννίδης Π. (2020) Της Πατρίδας μου η σημαία από την Αρχαιότητα έως σήμερα Αθήνα: Εκδ. Αλτερ Έγκο