Του Κωνσταντίνου-Ειρηναίου Σταμούλη,
Με πολλές και υψηλές προσδοκίες έφτασε η Ελληνική Αντιπροσωπεία στη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προσδοκίες για κυρώσεις στην Τουρκία ως συνέπειες της προκλητικότητάς της, η οποία τον τελευταίο χρόνο κορυφώθηκε. Βέβαια το κλίμα δεν ήταν και το καλύτερο δυνατό, αν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι η στάση πολλών χωρών αποτελούσε ερωτηματικό δεδομένων των εμπορικών και οικονομικών τους σχέσεων με την Άγκυρα. Ίσως τελικά να μην αποτελούσε και τόσο ερωτηματικό αλλά μια έκδηλη στάση που αρνούμασταν να παραδεχτούμε ότι αντικρίζουμε.
Τα βασικά ελληνικά αιτήματα ήταν απλά και κατανοητά. Η χώρα μας επιζητούσε το αυτονόητο, μεταξύ άλλων:
- Κυρώσεις προς τη γείτονα χώρα για τα πεπραγμένα της και τη συνεχιζόμενη προκλητική στάση της.
- Εμπάργκο όπλων από τις σύμμαχες χώρες προς την Τουρκία.
Θα λέγαμε, ότι η Ελλάδα αποσκοπούσε σε μία ευρύτερη αποδοκιμασία των Τουρκικών κινήσεων, με πρακτικό αντίκρισμα. Κάτι τέτοιο θα φανέρωνε φυσικά τη στάση του Ευρωενωσιακού πυρήνα υπέρ της χώρας μας, ή για να είμαστε και πιο ακριβείς, υπέρ της λογικής.
Τι αποκομίσαμε; Για την περίπτωση των ουσιαστικών κυρώσεων δεν αποκομίσαμε τίποτα περισσότερο από μία παραίνεση στην Τουρκία για να προβεί σε «καλύτερη συμπεριφορά». Το ενδεχόμενο κυρώσεων μετατέθηκε για…τον Μάρτιο, κάτι που σαφέστατα υποδηλώνει την πρόθεση της Ευρώπης να χαϊδέψει τα αυτιά του Τούρκου Προέδρου. Όσον αφορά το εμπάργκο όπλων, όχι μόνο δεν υπήρξε αναφορά στο ενδεχόμενο αυτό, αλλά η ΕΕ, μέσω της Άνγκελα Μέρκελ, μετέφερε το ζήτημα στο ΝΑΤΟ.
Και ρωτάω εγώ τώρα, γιατί για ακόμη μία συγκυρία τουρκικών παραβιάσεων και προκλητικότητας, τα διπλωματικά μας επιτεύγματα αρκέστηκαν σε μελλοντικές υποσχέσεις; Γιατί για μία ακόμη φορά, θα πρέπει να εξαρτόμαστε από τις διαθέσεις του Τούρκου Προέδρου, προκειμένου να καθορίσουμε την ατζέντα της εξωτερικής μας πολιτικής; Γιατί δεν καταφέραμε να αποκομίσουμε κρίσιμα οφέλη σε μία συγκυρία, που όπως -μάλλον λανθασμένα- αντιλαμβανόμασταν, το κλίμα ήταν αρνητικό και βαρύ προς την Τουρκία; Και επιτέλους, για πόσο ακόμα η Ευρωπαϊκή Ένωση θα ανέχεται ένα «κακομαθημένο ανήλικο» να διαταράσσει τις ισορροπίες της, τη στιγμή μάλιστα που πληθώρα προβλημάτων δοκιμάζουν τους συνεκτικούς δεσμούς της;
Ήρθε η ώρα να διεκδικήσουμε με σθένος το αντικειμενικά δίκαιο και διπλωματικά επιθυμητό. Δεν ζητάμε άλλωστε κάτι παράλογο. Θέση μας ήταν, είναι και θα είναι ο διάλογος. Από τη στιγμή που υπάρχει πρόβλημα, κάτι που αναγνωρίζουν και οι δύο πλευρές, δημιουργείται η ανάγκη για την επίλυσή του. Η Ελλάδα είναι πρόθυμη να συζητήσει, σε ένα κλίμα όμως, χωρίς εκβιαστικές παραβιάσεις, χωρίς το Oruc Reis να πλέει ανενόχλητο θέτοντας υπό αμφισβήτηση τα κυριαρχικά μας δικαιώματα.
Επιζητούμε το διάλογο, αλλά σε πλαίσιο αποκλιμάκωσης, και όχι ως μοναδική λύση εκτόνωσης της έντασης. Και σε αυτό θέλουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλευρό μας. Έμπρακτα. Όχι με αόριστες υποσχέσεις σε μελλοντικό χρόνο. Μα για να επιτευχθεί αυτό, οφείλουμε να αναπροσαρμόσουμε την διπλωματική μας στρατηγική, να μην αρκούμαστε στα ανεπαρκή και να μην αναλωνόμαστε στην προσπάθεια να πείσουμε τους εαυτούς μας ότι πετύχαμε κάποιο στόχο. Γιατί αυτή τη φορά δεν πετύχαμε.