Της Αναστασίας Τσερμενίδου,
Κράτος και Εκκλησία. Εκκλησία και Κράτος. Ποιος υπηρετεί ποιον; Ποια τα συμφέροντα που κρύβονται από πίσω; Το Κράτος είναι θρησκευτικά ουδέτερο; Ο διαχωρισμός πότε θα επέλθει; Αυτά είναι λίγα μόνο από τα ερωτήματα που διατυπώνονται ξανά και ξανά σε συζητήσεις, σε τηλεοπτικά πάνελ, σε συνεντεύξεις, σε πανεπιστημιακά αμφιθέατρα. Μπορώ να πω πως ακριβώς αυτό το ζήτημα με απασχόλησε κι εμένα έντονα κατά τη διάρκεια των σπουδών μου και συνεχίζει να με απασχολεί μέχρι και σήμερα ούσα, πλέον, απόφοιτη.
Με βεβαιότητα μπορούμε να πούμε πως το ζήτημα της χρόνιας σχέσης Εκκλησίας και Κράτους ή Πολιτείας, είναι καίριο και κομβικό, καθώς μιλούμε για δυο πυλώνες της ελληνικής κοινωνίας με αποφασιστική και καθοριστική ισχύ. Στις παρακάτω γραμμές θα επιχειρηθεί μια παράθεση των επικρατέστερων απόψεων που υποστηρίζονται, ώστε να λυθούν απορίες και να ξεδιαλύνει -πιο λαϊκά- το τοπίο.
Αρχικά, είναι αναγκαίο να τονιστεί πως ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης και λατρείας κατοχυρώνεται πανηγυρικά στο άρθρο 13 παράγραφος 1 του Συντάγματος. Το ατομικό αυτό δικαίωμα είναι απαραβίαστο και απόλυτο. Δεν αποστερείται και δεν επιτρέπεται να παραβιαστεί από τον οποιονδήποτε. Υπάρχει μια μερίδα ανθρώπων που υπογραμμίζει πως το άρθρο 3 παράγραφος 1, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το γράμμα του νόμου στο άρθρο 13. Βρίσκει έρεισμα, όμως, αυτή η γνώμη; Σε αυτό το άρθρο, διακρίνουμε τη λέξη «Επικρατούσα». Κακά τα ψέματα, τούτη η λέξη οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα. Οποιοσδήποτε διάβαζε το άρθρο, χωρίς να έχει γνώσεις του νομικού αντικείμενου θα κατέληγε εύλογα στο συμπέρασμα πως το Κράτος ταυτίζεται και χρωματίζεται θρησκευτικά. Ωστόσο, με μια προσεκτικότερη ματιά καταλαβαίνουμε πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει σε καμία περίπτωση και δε θα μπορούσε να σταθεί και λογικά και νομικά. Η λέξη αυτή απλώς υποδηλώνει πως ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός είναι η θρησκεία που ακολουθεί η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Τελεία. Κανένα δικαίωμα θρησκευτικής ελευθερίας δεν σχετικοποιείται ενόψει της «Επικρατούσας θρησκείας».
Ας μη μείνουμε, όμως, μόνο σε αυτό το νομικό κομμάτι. Αμέτρητες φορές έχω ακούσει τη φράση, «εμείς δε θα γίνουμε ποτέ Ευρωπαίοι», γιατί εκεί είναι «κοσμικοί, πολυπολιτισμικοί, πλουραλιστές», γιατί εκεί είναι «θρησκευτικά ουδέτεροι». Τι ισχύει επακριβώς; Στην Ευρώπη παρατηρούμε διάφορα μοντέλα: την πλήρη ανεξαρτησία της Εκκλησίας και τη συλλογή οικονομικών πόρων από τις θρησκευτικές ομάδες (συναντάται σε ελάχιστες χώρες), τη χρηματοδότηση των Εκκλησιών μέσω του φορολογικού συστήματος με τη μορφή της συνεισφοράς ως μέρος του αποδιδόμενου εισοδήματος με δυνατότητα επιλογής ή τη χρηματοδότηση των Εκκλησιών μέσω της επιβολής εκκλησιαστικών φόρων σε μέλη της Εκκλησίας και θρησκευτικών ομάδων και τέλος την απευθείας χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό. Πριν ξεκινήσω να θίγω αυτό το θέμα, θέλησα να ερευνήσω όσο το δυνατόν περισσότερο αυτά τα μοντέλα για λόγους ακριβολογίας. Το συμπέρασμα είναι πως σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα, ακόμη και σε αυτές στις οποίες η Εκκλησία είναι εντελώς αποκομμένη και αυτοδύναμη, μια οικονομική ενίσχυση εκ μέρους του Κράτους (σαν επιχορήγηση) είναι δεδομένη. Αυτό, βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως αφαιρείται η ταμπέλα του «ουδέτερου θρησκευτικά Κράτους». Απλώς οφείλει κανείς να καταστήσει σαφές τι όντως συμβαίνει στην πραγματικότητα, ώστε να μην μεταφέρονται από στόμα σε στόμα παραποιημένες πληροφορίες.
Άραγε θα μπορούσε κάποιο από τα δύο πρώτα μοντέλα, τα πιο εκσυγχρονισμένα και εκκοσμικευμένα, να εδραιωθεί και στην ελληνική πολιτική; Για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω… Η θρησκεία είναι βαθιά ριζωμένη στη ψυχή του ελληνισμού. Μάλιστα, ίσως πιο εμφατικά, θα τολμούσα να πω πως ταυτίζεται με το έθνος μας. Την περίοδο της μεγάλης Επανάστασης, η θρησκεία και η Εκκλησία λειτούργησαν εμψυχωτικά και συνεχώς αναπτέρωναν το ηθικό των Ελλήνων. Έτσι, και η ίδια η Εκκλησία της Ελλάδος «ιεροποίησε» τους εθνικούς στόχους και το φρόνημα του Ελληνισμού. Έκτοτε, η Εκκλησία απέκτησε και μία εθνική ταυτότητα. Κατανοούμε επομένως ότι μια τέτοια νοοτροπία δύσκολα αλλάζει και απεκδύεται, έχοντας περάσει από γενιά σε γενιά. Και για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, και το Ελληνικό Κράτος θεωρώ πως αρέσκεται πότε-πότε σε αυτή την κατάσταση. Έχει δημιουργηθεί μια σχέση δούναι και λαβείν και λειτουργεί πότε υπέρ του ενός και πότε υπέρ του άλλου.
Αναλογιζόμενοι τα παραπάνω, η ιδέα περί αναθεώρησης, ώστε να αλλάξουν άρθρα του Συντάγματος, ίσως είναι περιττή και φαντάζει και Γολγοθάς. Καθολικός διαχωρισμός, επίσης, είναι δύσκολο έως αδύνατο να επιτευχθεί, αφού η ελληνική κοινωνία δεν είναι ώριμη σε καμία περίπτωση για μια τέτοια αλλαγή. Εξάλλου οι μεγάλες αλλαγές επέρχονται σταδιακά και βήμα βήμα και καλύτερα, γιατί τότε μόνο παραμένουν σταθερές και αναλλοίωτες στο χρόνο. Οι δικές μου σκέψεις κινούνται γύρω από την τροχιά των αντιλήψεων και πεποιθήσεων των ατόμων. Πιστεύω πως ο πραγματικός διαχωρισμός χρειάζεται πρώτα να φιλτραριστεί από τα ίδια τα μέλη της κοινωνίας.
Εννοώ πως πρέπει να γίνουμε ουσιαστικά ανεκτικοί. Να μην φοβόμαστε να διακρίνουμε και να αποδεχόμαστε τη διαφορετικότητα, ούτε βέβαια να προσπαθούμε να εξηγούμε τα πάντα με βάση τα θρησκευτικά κείμενα και τις ομολογίες των μοναχών. Οι πατέρες της Εκκλησίας είναι υποχρεωμένοι να εκμεταλλεύονται ορθά το δημόσιο βήμα και να μην στρέφουν τους πιστούς κατά των κρατικών αποφάσεων που λαμβάνονται. Δεν είναι λίγα τα περιστατικά που αποδεικνύουν την αποστροφή και την εναντίωση της Εκκλησίας ως προς πολιτικές αποφάσεις με βαρύνουσα σημασία και κοινωνικό αντίκτυπο. Αμέτρητα παραδείγματα: συλλογή υπογραφών στο παρελθόν για την αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες και στα δημόσια έγγραφα, παράπονα για την αναστολή λειτουργίας των Εκκλησιών σε περίοδο πανδημίας, δυσανασχέτηση για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες που «έρχονται να αλλοιώσουν την εθνική ταυτότητα και πίστη». Νομίζω πως όλοι μας έχουμε ακούσει τέτοιες κουβέντες είτε από εκπροσώπους της Εκκλησίας είτε από «σωστούς χριστιανούς».
Ακόμη, για να είμαστε ακριβοδίκαιοι μπορεί η πλειοψηφία να είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί και μην γνωρίζουμε την πολυπολυτισμικότητα που υποδέχονται άλλα κράτη ανά τον κόσμο, όμως στην Ελλάδα υπάρχουν και μουσουλμάνοι, καθολικοί, Εβραίοι, άθεοι. Το Κράτος πρέπει να ενισχύει και αυτές τις λατρείες στον ίδιο βαθμό που ενισχύει και την επικρατούσα θρησκεία. Για παράδειγμα, ίσως θα ήταν πιο δίκαιο να υπάρχουν στο σχολείο μαθήματα περί ηθικής ή μαθήματα που θα δίδασκαν για όλες τις γνωστές θρησκείες του κόσμου, ώστε ο μαθητής να εξασκεί την κριτική του σκέψη και να αναπτύσσει οικουμενική συνείδηση.
Επιπλέον, μπορούν να προστεθούν ερμηνευτικές δηλώσεις στο σώμα του Συντάγματος, ώστε να αποφεύγονται παρανοήσεις και τυπολατρίες. Ως προς το κομμάτι της οικονομικής αρωγής, το πιο δίκαιο μοντέλο θα ήταν να υπάρχει μια επιχορήγηση, όπως συμβαίνει στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, την οποία να την διαχειρίζεται αυστηρά και μόνο η διοίκηση της Εκκλησίας και συγχρόνως η ίδια να οργανώνει εράνους ή οτιδήποτε μπορεί να της φέρει έσοδα. Στο κάτω κάτω, οι πιστοί θα στηρίξουν οικονομικά την Εκκλησία τους. Φυσικά, μέσα στην επιχορήγηση ή την αφηρημένη αποζημίωση (για την ακίνητη περιουσία που της αφαιρέθηκε), θα συμπεριλαμβάνεται και η μισθοδοσία των κληρικών.
Συνοψίζοντας αυτό που πρέπει να αλλάξει είναι η συμπεριφορά και η στάση της Εκκλησίας. Να απογαλακτιστεί και να εμείνει στο ρόλο της που είναι να διδάσκει τα περί πίστεως, να μην δαιμονοποιεί, να κηρύττει το λόγο του Κυρίου και την αγάπη προς κάθε πλησίον. Να βοηθά όσους βρίσκονται σε ανάγκη και να συμπαραστέκεται στην Πολιτεία, καθώς αυτή χρειάζεται συμμάχους και όχι εχθρούς. Αυτός είναι κατ’ ουσία ο αληθινός διαχωρισμός! Όλα τα παραπάνω είναι τροφή για σκέψη μέχρι την επόμενη φορά…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Συνταγματική αναθεώρηση και διαχωρισμός εκκλησίας – κράτους, Constitutionalism, διαθέσιμο εδώ
- «Σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας», Ένθετο της εφημερίδας «Καθημερινή»