15 C
Athens
Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΚοινωνίαΔιαρρηγνύοντας το εκπαιδευτικό cocooning: Η κανονικότητα της κοινωνικής ανισότητας στην τηλεκπαίδευση (Μέρος...

Διαρρηγνύοντας το εκπαιδευτικό cocooning: Η κανονικότητα της κοινωνικής ανισότητας στην τηλεκπαίδευση (Μέρος 2ο)


Της Γεωργίας Δέδε,

Η κοινωνική ανισότητα εντός του εκπαιδευτικού συστήματος είναι ένα φαινόμενο, το οποίο ιδιαίτερα οι φοιτητές και οι απόφοιτοι των Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Σπουδών, και περισσότερο των Παιδαγωγικών Τμημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης, μελετούμε, σε επίπεδο κοινωνιολογικής ανάλυσης, ως αίτιο και συνέπεια της σχολικής διαρροής. Είναι, σίγουρα, μία κατάσταση που όλοι γνωρίζουμε, βλέπουμε, βιώνουμε, καθώς όλοι όσοι έχουμε περάσει από τη Δημόσια Εκπαίδευση γνωρίζουμε ότι η επιτυχία πληρώνεται και μάλιστα ακριβά. Πόσοι γονείς στην Ελλάδα της κρίσης προ-κορωνοϊού δεν εξωθήθηκαν σε χρέη και δάνεια ώστε να προσφέρουν στα παιδιά τους την καλύτερη ποιότητα φροντιστηριακής εκπαίδευσης; Πόσοι γονείς βρέθηκαν μπρος στο ερώτημα-δίλημμα αλά Sophie’s Choice («Η εκλογή της Σόφι») του ποιο παιδί να προωθηθεί για σπουδές και ποιο να «καθυστερήσει» την εκπαίδευσή του για 1-2 χρόνια προκειμένου να αναπνεύσει οικονομικά η οικογένεια; Πόσοι μαθητές «κρίθηκαν» ως ανεπαρκείς για μια θέση στο Πανεπιστήμιο, επειδή δεν διέθεταν το οικονομικό κεφάλαιο για να καλύψουν τις απαιτήσεις της -υποχρεωτικής πλέον- παραπαιδείας; Αλλά το ζήτημα της σκιώδους εκπαίδευσης και της επακόλουθης υποβάθμισης του δημόσιου και κοινωνικού χαρακτήρα της εκπαίδευσης δεν ήρθε εν μία νυκτί, αλλά αντιθέτως καλλιεργείται εντέχνως τις τελευταίες δεκαετίες, «κλειδώνοντας» τον αναγκαίο και συμπληρωματικό -αν όχι πρωτεύοντα- ρόλο της στην ελληνική εκπαίδευση. Το μότο είναι απλό και εύστοχο: «Περάστε, πληρώστε, περάσατε», και θέτει τον θεμέλιο λίθο κάθε μορφής ανισότητας που βιώνει το σημερινό σχολείο. Το ζήτημα, ωστόσο, παραμένει: πότε κανονικοποιήθηκε η ανισότητα στις συνειδήσεις εκπαιδευτικών, γονιών κι εκπαιδευομένων;

Η σημερινή κατάσταση, επί συνθηκών κορωνοϊού και κυρίως τηλεκπαίδευσης, επαναφέρει στη μνήμη μας το θέμα του κοινωνικού αποκλεισμού ομάδων από την εκπαίδευση. Το σλόγκαν των Βρετανών «Πλήρωσε το Wifi ή τάισε τα παιδιά σου» (“Pay the Wifi or feed the children”) είναι κάτι παραπάνω από εύστοχο· είναι τραγικό. Οι ψηφιακές τάξεις, παρά τις διαβεβαιώσεις του Υπουργείου Παιδείας για την ομαλότατη λειτουργία τους, μόνο αξιοθαύμαστες δεν είναι. Κι αυτό, αφενός γιατί εκπαιδευτικοί, μαθητές και γονείς κάνουν υπεράνθρωπες και φυσικά αξιοθαύμαστες προσπάθειες να σταθούν αντάξιοι του ρόλου τους στη νέα μορφή εκπαιδευτικής διαδικασίας και αφετέρου επειδή στέκουν ο καθένας με ό,τι διαθέτει μόνοι τους χωρίς την προστασία και την καθοδήγηση κανενός. Η τηλεκπαίδευση φαίνεται να είναι μια διαδικασία που επαφίεται αποκλειστικά στο φιλότιμο του εκπαιδευτικού, στις εργατοώρες που θα αφιερώσει πριν και μετά το μάθημα για να καταφέρει να μεταδώσει το μήνυμα στις αποκομμένες -χωρίς εικόνα- φωνές πίσω από μια οθόνη υπολογιστή. Αντίστοιχα, μαθητές και γονείς προσπαθούν, βάσει οικογενειακής στρατηγικής και αντίστοιχων αποφάσεων (δεν θέλει πολλή φαντασία να σκεφτεί κανείς τι γίνεται 2-5 σε ένα σπίτι με δύο μαθητές Δημοτικού και δύο γονείς με τηλεργασία), να συμμετέχουν με ό,τι μέσο, πάση θυσία, στην ψηφιακή τάξη. Το χειρότερο όμως είναι ότι η τηλεκπαίδευση φαίνεται να σχετίζεται με το Ε1 των γονέων με μία σχέση καθαρής και ισχυρής εξάρτησης. Με τον τρόπο αυτό, σήμερα, τίθεται σε ισχύ για τους μαθητές μας ως κατά κεφαλήν φόρος ένας υπολογιστής, ένα tablet, μια σύνδεση στο wifi. Όποιος δεν τα έχει είναι εκτός με συνοπτικές διαδικασίες.

Αλλά ας εστιάσουμε κι άλλο. Δεν είναι μόνο ο αποκλεισμός των Ρομά, για τον οποίο δεν άνοιξε φυσικά ρουθούνι, παρότι ο στυγνός αποκλεισμός τους παραβιάζει θεμελιώδη δικαιώματα του παιδιού. Δεν είναι μόνο η συγκέντρωση 3-4 μαθητών μπρος σε μία συσκευή, ένα tablet, ένα κινητό για την παρακολούθηση ενός μαθήματος. Δεν είναι μόνο τα 25μελή τμήματα που ξαφνικά έγιναν, σε ψηφιακές συνθήκες, 12μελή και 10μελή. Δεν είναι μόνο ο αποκλεισμός μαθητών ακόμη και στην μητρόπολη, στο κέντρο της Αθήνας, όπου ολοένα και περισσότεροι Δήμοι κάνουν έκκληση για βοήθεια και χορήγηση εξοπλισμού σε μαθητές που είναι αποκλεισμένοι από την εκπαιδευτική διαδικασία. Δεν είναι μόνο η δραματικά χαμηλή συμμετοχή αλλοδαπών μαθητών, προσφύγων και μεταναστών, των Τμημάτων Υποδοχής ΖΕΠ, στην τηλεκπαίδευση, που αδυνατούν να συμμετέχουν, γιατί δεν έχουν τα μέσα. Δεν είναι μόνο που τώρα οι εκπαιδευτικοί καλούνται να αξιολογήσουν τη συμμετοχή (άραγε ποια συμμετοχή) των μαθητών για τους βαθμούς τριμήνου. Δεν είναι μόνο το αναπόφευκτο χάσμα στην ύλη και τη σχολική επίδοση που δημιουργείται μεταξύ εχόντων και μη εχόντων. Δεν είναι μόνο που για 2η συνεχή σχολική χρονιά η βασική εκπαίδευση ευτελίζεται. Δεν είναι που πάλι τίθεται εν ισχύ η ιδιωτική ή δημοτική πρωτοβουλία για να διασώσει την κατάσταση. Είναι που πάλι στις συνειδήσεις μας η ανισότητα κανονικοποιείται. Τα δικαιώματα καταπατώνται, η Παιδεία υποβαθμίζεται, ο κλήρος πέφτει στον αδύναμο και το παιχνίδι χάνεται. Και φυσικά το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι.

Το θέμα της Τηλεκπαίδευσης θεωρείται από πολλούς, και σίγουρα από την ίδια την κυβέρνηση, ένα θέμα κορεσμένο και τετελεσμένο, ένα θέμα λυμένο. Η τραγική αλήθεια είναι πως η τηλεκπαίδευση υπολειτουργεί, οδηγώντας τη σχολική γνώση σε ένα προϊόν πολυτελείας. Ας αναρωτηθούμε όμως πόσο εφησυχασμό μπορούμε να αντλήσουμε όταν μιλάμε για την Παιδεία των παιδιών μας.


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γεωργία Δέδε
Γεωργία Δέδε
Γεννήθηκε το 1992 και μεγάλωσε στο Ναύπλιο. Είναι απόφοιτη του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Πατρών. Στο πλαίσιο των Μεταπτυχιακών Σπουδών της στο ίδιο Τμήμα, εστίασε στον τομέα της Διαπολιτισμικής και Πολυπολιτισμικής Εκπαίδευσης. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα εστιάζουν στους τομείς της ετερότητας, της ταυτότητας και των δικαιωμάτων καθώς και τον τρόπο που αυτά εκδηλώνονται και διαφοροποιούνται σε πολυπολιτισμικά και πολυγλωσσικά περιβάλλοντα, όπως αυτό της σύγχρονης ελληνικής τάξης. Στον ελεύθερο της χρόνο ασχολείται με τον εθελοντισμό και την άθληση.