14.3 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
Αρχική1821-2021: 200 Χρόνια Ανεξαρτησίας και ΜνήμηςΤο θρυλικό Σούλι και η αντίστασή του στις ορέξεις του Αλή Πασά

Το θρυλικό Σούλι και η αντίστασή του στις ορέξεις του Αλή Πασά


Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,

Η μακραίωνη περίοδος της τουρκοκρατίας στον ελλαδικό χώρο περιέχει πολλές και διαφορετικές ιστορικές πτυχές, με βασική την ύπαρξη επαναστατικών και αντιστασιακών δράσεων. Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα αντίστασης κατά των Οθωμανών έρχεται από το πολύπαθο Σούλι, μέσα από τις τρείς απόπειρες κατάκτησής του από τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων.

Στα δυσπρόσιτα βουνά της Ηπείρου, λοιπόν, συναντάμε ομάδες ανθρώπων που, στην αρχή, είχαν συγκροτήσει μια κοινότητα, που αποτελούνταν από τέσσερα χωριά (Σούλι, Κιάφα, Σαμονίβα και Αβαρίκος), με το Σούλι να κατέχει κεντρική θέση. Οι κάτοικοι αυτοί γνώριζαν Ελληνικά και Αλβανικά, ενώ ήταν οργανωμένοι σε μεγάλες οικογένειες -φάρες- και φημίζονταν για τη σκληρότητά τους στη μάχη. Μάλιστα, ακόμα και οι γυναίκες σε έκτακτες περιπτώσεις συμμετείχαν στους αγώνες τους. Σημαντικότερες από αυτές τις οικογένειες ήταν του Ζέρβα, Τζαβέλα, Μπότση κ.α.

Το μεγαλύτερο διάστημα του 18ου αιώνα πραγματοποιούνται πολλές συμπλοκές με τους Οθωμανούς και έτσι καταφέρνουν να απελευθερώσουν αρκετά από τα γύρω χωριά. Τα τέσσερα χωριά, που προαναφέραμε, μαζί με τα άλλα επτά, που απελευθερώθηκαν, δημιούργησαν μια στρατιωτική ομοσπονδία, θα λέγαμε σήμερα, στην οποία όλοι οι κάτοικοι αποκαλούνταν Σουλιώτες. Είχαν μια λιτή ζωή, την οποία εξασφάλιζαν μέσα από τα λίγα σιτηρά, που καλλιεργούσαν με δυσκολία (λόγω της ορεινής και κακοτράχαλης περιοχής) και από τα λίγα ζώα, που διέθεταν. Οι ελλείψεις τους καλύπτονταν από τις επιδρομές, που έκαναν στις γύρω περιοχές.

Η κοιλάδα του Σουλίου.

Αυτές τους οι ενέργειες προβλημάτισαν τους κατά καιρούς πασάδες των Ιωαννίνων, όπως τους Μουσταφά Πασά και Ταχίρ Πασά, που εκστράτευσαν εναντίον τους το 1754 και 1768 αντίστοιχα, χωρίς όμως επιτυχία. Αυτό, ωστόσο, που δεν κατόρθωσαν οι προηγούμενοι θα το επιτύχει ο Αλή.

Η πρώτη απόπειρα κατάκτησης του Σουλίου

Ο αλβανικής καταγωγής Αλή Πασάς των Ιωαννίνων, που ανέρχεται στην εξουσία της περιοχής στα 1788, έχει από την αρχή ως στόχο την εξάλειψη των επιδρομών των Σουλιωτών και γενικότερα την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εξάπλωση της εξουσίας του, με απώτερο σκοπό την ανεξαρτητοποίησή του από την Υψηλή Πύλη. Η ευκαιρία για να το πράξει αυτό θα έρθει στα 1789, οπότε πραγματοποιείται η πρώτη απόπειρα κατάληψης του Σουλίου. Πριν από αυτήν, είχαν υποπέσει στην αντίληψή του κάποιες πληροφορίες για επαναστατικές κινήσεις, στις οποίες θα λάμβαναν μέρος και οι Σουλιώτες.

Με αυτό το πρόσχημα οργανώνει το πρώτο του χτύπημα, στα τέλη Φεβρουαρίου με αρχές Μαρτίου 1789, συγκεντρώνοντας περίπου 10.000 άνδρες. Η όλη προσπάθεια διήρκεσε τέσσερεις μήνες και κατέληξε με την ήττα των οθωμανικών δυνάμεων. Στο πλευρό των Σουλιωτών ήταν, εκτός από τις γυναίκες τους, και κάποιοι φεουδάρχες του γύρω τόπου, που συνέδραμαν μυστικά στις επιχειρήσεις των αμυνόμενων, όπως, για παράδειγμα, ο Μουσταφά Μπέης του Δελβίνου και άλλοι Μπέηδες από το Αργυρόκαστρο. Η επιτυχής αντίσταση οδήγησε στην καταδίωξη των ανδρών του Αλή έως τα Γιάννενα.

Ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων. Πηγή-omnia.ie

Τον Ιούνιο του ίδιου έτους, ο Αλή θα προτιμήσει τελικά την ειρήνη με τους Σουλιώτες. Οι όροι της ήταν αρκετά σκληροί για τον Πασά, καθώς προέβλεπαν την απόδοση μισθού για τους αρχηγούς των Σουλιωτών, που αναλάμβαναν κατά κάποιον τρόπο την διαφύλαξη της περιοχής. Σε αντάλλαγμα έπρεπε να του δώσουν πέντε παιδιά, μια κίνηση που διασφάλιζε την υλοποίηση της συμφωνίας τους. Να σημειώσουμε εδώ πως και οι δυο πλευρές είχαν πολλές απώλειες σε άντρες.

Η δεύτερη απόπειρα κατάκτησης του Σουλίου

Ύστερα από την ολοκλήρωση του Ρωσοτουρκικού πολέμου, το 1792, ο πασάς των Ιωαννίνων προβαίνει σε μια καταδίωξη των κλεφτών και των αρματολών, οι οποίοι μεταβαίνουν σε Πρέβεζα και Λευκάδα, για να σωθούν. Τον προηγούμενο χρόνο, με την απουσία του Αλή στον Δούναβη για κάποιες πολεμικές επιχειρήσεις, οι Σουλιώτες βρήκαν την ευκαιρία, για να ξεκινήσουν ξανά τις λεηλασίες στην γύρω περιοχή.

Όταν ο Αλή επέστρεψε στην έδρα του, έθεσε ως φαινομενικό του στόχο την κατάληψη του Αργυρόκαστρου και για αυτό ζήτησε τη βοήθεια επιφανών Σουλιωτών, προσφέροντάς τους σημαντικά ανταλλάγματα. Σε μια επιστολή του, που έστειλε στους Μπότσαρη και Τζαβέλα, διαβάζουμε: «Φίλοι μου καπετάν Μπότσαρη και καπετάν Τζαβέλα. Εγώ ο Αλή πασάς σας χαιρετώ και σας φιλώ τα μάτια. Επειδή και εγώ ξεύρω πολλά καλά την ανδραγαθίαν σας και παλληκαρίαν σας, μου φαίνεται να έχω μεγάλην χρειάν από λόγου σας. Λοιπόν, μη κάμετε αλλέως, παρακαλώ, αλλ’ ευθύς όπου λάβετε την γραφήν μου να μαζώξετε όλα σας τα παλληκάρια και να έρθετε να με εύρετε δια να πάγω να πολεμήσω τους εχθρούς μου…». Σε αυτό το κάλεσμα ο μεν Μπότσαρης βρήκε μια πρόφαση και δεν απέστειλε τους άνδρες του, ο δε Τζαβέλας, όμως, πήγε μαζί με τον γιο του και εβδομήντα παλικάρια του. Ο Αλή, ωστόσο, δεν θα κινηθεί κατά του Αργυρόκαστρου και αιχμαλωτίζει τους Σουλιώτες.

Ο Γιώργος Μπότσαρης. Πηγή/greekencyclopedia.com

Η πράξη αυτή μαθαίνεται στο Σούλι και αμέσως αρχίζουν τις ετοιμασίες για την υπεράσπιση του τόπου τους και φροντίζουν να συλλέξουν τρόφιμα, νερό και πολεμοφόδια, έπειτα από εντολή του Γεώργιου Μπότσαρη. Ο πασάς, που είχε συγκεντρώσει 10.000 άνδρες και είχε χτίσει 6 φρούρια λίγο έξω από τα Ιωάννινα, στρέφεται εναντίον τους. Μόλις συνειδητοποίησε πως είχαν καταφέρει να οργανωθούν, ζητά από τον όμηρο Τζαβέλα να τον βοηθήσει πείθοντας τους συμπατριώτες του να παραδοθούν. Τότε του αποκρίνεται πως πρέπει να το συζητήσει μαζί τους και για αυτό πρέπει να τον αφήσει ελεύθερο, πράγμα που έγινε κρατώντας, όμως, ως αιχμάλωτο τον γιο του, Φώτο Τζαβέλα.

Ο Λάμπρος Τζαβέλας πηγαίνει στο χωριό του και μεταφέρει τις προθέσεις του Αλή, προτρέποντάς τους, παράλληλα, να αντισταθούν με όλες τους τις δυνάμεις. Έτσι και έγινε, ενώ σε μια επιστολή του προς τον πασά γράφει: «Αλή Πασά, χαίρομαι όπου εγέλασα ένα δόλιον. Είμ’ εδώ να διαφεντεύσω την πατρίδα μου εναντίον εις ένα κλέπτην. Ο υιός μου θέλει αποθάνει, εγώ όμως απελπίστως θέλω τον εκδικήσω πριν αποθάνω. Κάποιοι Τούρκοι, καθώς εσύ, θέλουν ειπή ότι είμαι άσπλαχνος πατέρας με το να θυσιάσω τον υιόν μου δια τον ιδικόν μου λυτρωμόν, Αποκρίνομαι, ότι εάν εσύ πάρης το βουνόν, θέλεις σκοτώσεις τον υιόν μου με το επίλοιπον της φαμελιάς μου και τους συμπατριώτας μου. Τότε δεν θα ημπορέσω να εκδικήσω τον θάνατον μου, αμμή αν νικήσωμεν θέλει έχω και άλλα παιδιά, η γυναίκα μου είναι νέα. Εάν ο υιός μου νέος καθώς είναι δεν μένει ευχαριστημένος ν’ αποθάνη δια την πατρίδα του, αυτός δεν είναι άξιος να ζήση και να γνωρίζεται ως υιός μου. Προχώρησε λοιπόν, άπιστε, είμαι ανυπόμονος να εκδικηθώ». Ο Βέλης, γιος του Αλή, ετοιμάζεται να εκτελέσει τον δωδεκάχρονο Φώτο, που του αποκρίνεται πως είναι έτοιμος να πεθάνει και πως ο πατέρας του θα εκδικηθεί για αυτόν. Τελικά, ο Βέλης τον αφήνει ελεύθερο.

Αποτύπωση ενός Σουλιώτη. Πηγή-wikipedia.org

Η επίθεση του Αλή πασά θα αρχίσει τον Ιούλιο του 1792 και μέσα από τον Αχέροντα οι δυνάμεις του προχώρησαν με ορμή μέχρι την Κλεισούρα. Tότε τετρακόσιοι Σουλιώτες πραγματοποιούν την αντεπίθεσή τους. Στον αγώνα αυτό, ενεργό συμμετοχή είχαν και οι γυναίκες, με τη Μόσχω, τη σύζυγο του Τζαβέλα, να διευθύνει τις επιχειρήσεις τους. Για ακόμα μια φορά, οι δυνάμεις του πασά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Οι απώλειες για τις δυο πλευρές υπολογίζονται περίπου σε 2.000 Τουρκαλβανούς και γύρω στους 100 Σουλιώτες (με τον πληθυσμό να κυμαίνεται τότε σε 1.500 κατοίκους).

Ο πασάς των Ιωαννίνων αντιλήφθηκε πως οι συνθήκες δεν ήταν ώριμες, για να καταλάβει το Σούλι και έτσι υποχωρεί για δεύτερη φορά. Η συνθήκη, που συνομολόγησαν, προέβλεπε την επιστροφή εδαφών, που είχαν χάσει οι Σουλιώτες, την καταβολή 100.000 πιάστρων από τον Πασά, για να εξαγοράσει τους αιχμαλώτους του και την ελευθέρωση των Σουλιωτών ομήρων. Με αυτόν τον τρόπο, έληξε και η δεύτερη απόπειρα κατάληψης του Σουλίου.

Η τρίτη απόπειρα κατάκτησης του Σουλίου

Ο Αλή πασάς, ύστερα από την τελευταία του αποτυχία, το 1792, αποφασίζει να οργανώσει καλύτερα τις δυνάμεις του καθυστερώντας την επόμενη επίθεσή του, ενώ, παράλληλα, φροντίζει να εξαπλώσει την κυριαρχία του στη γύρω περιοχή (καταλαμβάνει την Πρέβεζα, την Ηγουμενίτσα και άλλες πόλεις). Το διάστημα αυτό συνεχίζονται κατά καιρούς και διάφορες επιδρομές των Σουλιωτών.

Ο θάνατος του Λάμπρου Τζαβέλα. Πίνακας του Β. Ν. Φρανσέσκο. Πηγή/nationalgallery.gr

Η τρίτη και επιτυχημένη απόπειρα κατάκτησης των ανυπότακτων Σουλιωτών θα ξεκινήσει το 1800, ωστόσο το έργο αυτό θα είναι εξαιρετικά δύσκολο και θα διαρκέσει τρία χρόνια. Η τακτική του δεν θα περιοριστεί μόνο στις πολεμικές επιχειρήσεις, όπως τις προηγούμενες φορές, αλλά τώρα επιστρατεύει το χρήμα και τη διχόνοια, που προκαλεί. Έτσι, προσφέρει στον Μπότσαρη 60 πουγκιά, τα οποία δεν μοιράζεται με τις υπόλοιπες μεγάλες οικογένειες. Τελικά, φεύγει μαζί με τα παλικάρια του, φοβούμενος για τη ζωή του και κατευθύνεται στα Γιάννενα, στο πλευρό του πασά και τον συμβουλεύει να μην προσπαθήσει ξανά μια απλή επίθεση, αλλά να εφαρμόσει το σύστημα της μακράς πολιορκίας, χτίζοντας ταυτόχρονα πολλά φρούρια τριγύρω. Ο αποκλεισμός των Σουλιωτών από τον ανεφοδιασμό, αλλά και η βοήθεια προς τον Αλή από άλλους πασάδες είναι η αρχή του τέλους του ηρωικού αυτού τόπου.

Η πείνα, η δίψα και η έλλειψη πολεμοφοδίων γίνεται όλο και πιο έντονη στα 1803. Απευθύνονται στους Γάλλους και τους Ρώσους ζητώντας βοήθεια, όμως οι εκκλήσεις τους αυτές θα μείνουν άκαρπες. Μάλιστα, σε ένα γράμμα τους προς τον τσάρο Αλέξανδρο Α΄ σημειώνουν χαρακτηριστικά: «Αυτοκράτορα! Λυπηθήτε 10.000 ορθόδοξες ψυχές πολιορκημένες στο μνημονευμένο βουνό […] Άλλη βοήθεια δεν ζητούν, βασιλιά, παρά μόνο μπαρούτι, μολύβι και ψωμί». Γνώση αυτής της επιστολής έχει και ο αντιπρόσωπος της Ρωσίας στο Ιόνιο, Μοτσενίγο, που τους αποστέλλει μυστικά λίγο μπαρούτι και 40 δουκάτα. Το κουράγιο τους δεν τους εγκατέλειψε, όπως και το χιούμορ τους, καθώς, όταν ξέφυγε ένα γαϊδούρι και έπεσε στα χέρια των πολιορκητών, τους υποσχέθηκαν πως θα το αντάλλασσαν με κάτι ισάξιό του και έτσι οι Σουλιώτες πήραν πίσω το γαϊδούρι και απελευθέρωσαν έναν Οθωμανό αιχμάλωτο.

Ο επίλογος αυτής της μακράς ιστορίας θα γραφτεί τον Δεκέμβριο του 1803 με την παράδοση των Σουλιωτών. Ο Αλή πασάς δεσμεύεται να τους αφήσει ελεύθερους, εφόσον εγκαταλείψουν την περιοχή τους, ενώ τους επιτρέπει να πάρουν μαζί τους την κινητή τους περιουσία και τα όπλα τους. Τελικά, θα απομακρυνθούν από τα εδάφη τους και θα κινηθούν προς τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις. Πίσω έμεινε ο μοναχός Σαμουήλ με άλλους πέντε άνδρες, για να παραδώσουν την αποθήκη του Κουγκίου. Όταν ήρθαν οι αντίπαλοι, για να την παραλάβουν, ο Σαμουήλ έβαλε φωτιά στο μπαρούτι της αποθήκης, πιθανών λόγω κάποιας διένεξης, και παρέσυρε πολλούς Οθωμανούς στον θάνατο. Αυτή η κίνηση έδωσε την αφορμή στον Αλή να κυνηγήσει τους Σουλιώτες.

Σουλιώτισσες. Πίνακας του Αρί Σεφέρ. Πηγή/junglekey.fr

Ο πρώτος προορισμός των εκτοπισμένων ήταν η Πάργα, με τον Φώτο Τζαβέλα να τους οδηγεί, ο δεύτερος ήταν τα Άγραφα, ωστόσο δεν θα καταφέρουν να φτάσουν, λόγω της ξαφνικής επίθεσης του Αλή, που τους οδήγησε στη Μονή του Σέλτσου, και τέλος η τρίτη ομάδα δέχτηκε επίθεση στο Ζάλογγο. Σε αυτό το ψηλό και απόκρημνο μέρος θα πραγματοποιηθεί μια ακόμη πολιορκία. Ύστερα από λίγες ημέρες, που τελείωσαν οι προμήθειες, οι γυναίκες αποφάσισαν να θυσιαστούν ελεύθερες, παρά να πιαστούν αιχμάλωτες. Έτσι, συγκεντρώθηκαν στην άκρη ενός γκρεμού και αφού πέταξαν πρώτα τα παιδιά τους, ακολούθησαν και οι ίδιες χορεύοντας.

Η πτώση του Σουλίου στον Αλή πασά ενίσχυσε το κύρος του στην Ήπειρο και εκπλήρωσε τον μακρόχρονο πόθο του για την κατάληψη της περιοχής. Οι Σουλιώτες συνέχισαν να διώκονται ανελέητα, ωστόσο μέσα από την όλη τους στάση αποτέλεσαν και αποτελούν ένα παράδειγμα όχι μόνο για τους Έλληνες, αλλά και για όλους τους υπόδουλους λαούς.


Βιβλιογραφία
  • Βακαλόπουλος Α. Ε. (1973), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού Τόμος Δ΄ Τουρκοκρατία 1669-1812, η οικονομική άνοδος και ο φωτισμός του γένους. Θεσσαλονίκη.
  • Σούτσος Δ. Σ. (1977), Τα επαναστατικά κινήματα του σκλαβωμένου ελληνισμού, 1453-1821.  Αθήνα.
  • Παπαρρηγόπουλος Κ. (2010) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τόμος 19ος. Αθήνα: Εκδ. Τέσσερα Πι.
  • Μπαρτόλντι Κ. Μ. (2011) Επίτομη Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, (μτφρ. Γαρίδη Ε.) Αθήνα: Εκδ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γιώργος Σαλπιγγίδης, Σύμβουλος Διοίκησης
Γιώργος Σαλπιγγίδης, Σύμβουλος Διοίκησης
Γεννημένος στην Αθήνα το 1999. Φοιτητής του Τμήματος Ιστορία, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών, της Καλαμάτας. Λάτρης της Βυζαντινής και Νεότερης Ιστορίας, του αρχαίου θεάτρου, του βιβλίου και της μαγειρικής.