Της Δήμητρας Κουφωλιά,
Η αποδοκιμασία της έννομης τάξης στην άδικη συμπεριφορά του δράστη καταφαίνεται στην επιβολή τιμωρίας, η οποία έχει διττό σκοπό: πρώτον, να αποκαταστήσει το ορθό, το δίκαιο, αποδίδοντας προσωπική μομφή στον αδικούντα και δεύτερον, να παραδειγματίσει τους υπόλοιπους προς αποφυγή παρόμοιων συμπεριφορών. «Γιατί κανείς δεν τιμωρεί τους ανθρώπους που κάνουν αδικίες έχοντας στο νου του και για τον λόγο αυτό, επειδή δηλαδή αδίκησαν, τουλάχιστον όποιος δεν εκδικείται σα ζώο, ασυλλόγιστα» [Πλάτων, Πρωταγόρας 324Β(6-15)].
Αν εξετάσει κανείς τις ποινές που προβλέπονται σε ολόκληρο το δίκαιο, θα διαπιστώσει πως κάθε φορά αυτές λαμβάνουν διαφορετικό χαρακτήρα. Για παράδειγμα, στο αστικό δίκαιο η ποινή παίρνει τη μορφή της αποζημίωσης, έχει δηλαδή αποκαταστατικό χαρακτήρα βάσει του γνωστού άρθρου 914 ΑΚ: «Όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει». Στον Ποινικό Κώδικα από την άλλη, η ποινή εκφράζεται με την κάθειρξη, τη φυλάκιση ή τη χρηματική ποινή ανάλογα με τον βαθμό βαρύτητας του εγκλήματος, έχει δηλαδή όχι αποκαταστατικό χαρακτήρα -σε πολλές περιπτώσεις δε θα μπορούσε να έχει άλλωστε- αλλά στρέφεται προς την ανεπανόρθωτη βλάβη που υπέστη το συγκεκριμένο έννομο αγαθό.
Τα ερωτήματα που τίθενται είναι τα εξής:
- Πού βασίζεται η ποινή;
- Πώς προσδιορίζεται η ποινή;
Ο συντακτικός νομοθέτης του 1975 θεώρησε απαραίτητο να περιβάλλει με πρόσθετες θεσμικές εγγυήσεις την προσωπική ελευθερία ανάγοντας σε συνταγματικό κανόνα (άρθρο 7) τη θεμελιώδη για τις ατομικές ελευθερίες αρχή του ποινικού δικαίου περί της νομιμότητας των ποινών (nullum crimen nulla poena sine lege) και της νομικής τυποποίησης του εγκλήματος. Επιπλέον, στο άρθρο 1 του ΠΚ ορίζεται «Ποινή δεν επιβάλλεται παρά μόνο για τις πράξεις εκείνες, για τις οποίες ο νόμος είχε ορίσει ΠΡΙΝ από την τέλεσή τους» νομική βάση, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί έγκλημα, το οποίο θα έχει ως επακόλουθο την όποια ποινή. Ιδιαίτερα σημαντική είναι και η έννοια της πράξης, που έχει αποτελέσει αντικείμενο μελετών και θεωριών, πρακτικά όμως αναλύεται στα εξής στοιχεία: ανθρώπινη συμπεριφορά, μεταβολή της κατάστασης στον εξωτερικό κόσμο κι εκούσιο της συμπεριφοράς, το οποίο ΔΕΝ ταυτίζεται με τη θέληση, αλλά με την ικανότητα του προσώπου να ελέγχει τον σωματικό του μηχανισμό. Απαντήσαμε λοιπόν στο πρώτο ερώτημα : Η ποινή βασίζεται σε συγκεκριμένο ΚΑΝΟΝΑ ΔΙΚΑΙΟΥ, ο οποίος την επιβάλλει για συγκεκριμένες ΠΡΑΞΕΙΣ και σπανιότερα για παραλείψεις.
Όσον αφορά στο δεύτερο ερώτημα, γενικά ισχύουν τα εξής:
Α) απαγορεύεται η επιβολή ποινής βαρύτερης από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης (άρθρο 7 παρ. 1 Σ).
Β) απαγορεύεται η αναδρομική εφαρμογή ποινικού νόμου, ενώ επιβάλλεται η αναδρομική εφαρμογή ηπιότερου νόμου.
Γ) απαγορεύεται η εις διπλούν καταδίκη του ιδίου προσώπου για την ίδια πράξη (ne bis in idem).
Ας υποθέσουμε τώρα πως έχουμε έναν πατέρα, ο οποίος δεν δείχνει την προσήκουσα επιμέλεια στο μικρό παιδί του κι ενώ έπρεπε να παρέμβει κι μπορούσε να το σώσει από πνιγμό, δεν το αντιλαμβάνεται κι εν τέλει το παιδί πεθαίνει.
Με νομική ανάλυση κι εφαρμογή κανόνων δικαίου, συντρέχει έγκλημα στο ποινικό δίκαιο. Ωστόσο, η δικαστική πρακτική έχει επισημάνει πως η ποινή θα πρέπει να είναι κι ΑΞΙΑ επιβολής, για αυτό και έχουν εισαχθεί πολλά κριτήρια μείωσης κι εν γένει υπολογισμού της.
Τι ποινή να επιβληθεί στον πατέρα ο οποίος χωρίς τη θέλησή του έχασε το γιο του; Έπαθε το μεγαλύτερο κακό, ελλείπει εδώ ο διττός σκοπός της επιβολής και κυρίως η ηθική αποδοκιμασία, ενώ θίγεται η αρχή της αναλογικότητας. Η τελευταία επιτάσσει η βλάβη/ζημία που προκλήθηκε να είναι μικρότερη από το όφελος που θα αποκομισθεί από την ποινή. Μάλιστα, η ποινολογία ασχολείται με το άρθρο 84 ΠΚ, το οποίο ενδεικτικά αναφέρει κάποιες ελαφρυντικές περιστάσεις που λαμβάνονται υπόψη για τον τελικό υπολογισμό της ποινής. Τέλος, στο πεδίο τόσο του ποινικού όσο και του αστικού δικαίου, μεγάλη σημασία έχει η ικανότητα για καταλογισμό, η οποία διαμορφώνει με τρόπο ανάλογο την ποινή/αξίωση.
Για άλλη μια φορά διακρίνεται ο τελεολογικός χαρακτήρας του δικαίου, βάσει του οποίου οι κανόνες εξυπηρετούν έναν σκοπό στην έννομη τάξη. Έτσι κι εδώ, η ποινή εξυπηρετεί κάποιον σκοπό, διττό μάλιστα. Η απειλή ποινής κατά πράξεως που δεν πλήττει κάποια θεμελιώδη αρχή της κοινωνικής ζωής και δη κατά τρόπο κοινωνικοηθικώς ανυπόφορο, παραβιάζει ευθέως το Σύνταγμα, διότι προσβάλλει όχι μόνον την αξία του ανθρώπου, αλλά και τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας.
Πηγές
- Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Χ. Μυλωνόπουλος
- Θεμελιώδη δικαίωματα, Σ. Βλαχόπουλος