Του Κωνσταντίνου Δήμου,
Εν μέσω της καραντίνας, διαπιστώνουμε ότι περνάμε ένα μεγάλο μέρος του χρόνου μας μπροστά από μια οθόνη, είτε για δουλειά, είτε για ψυχαγωγία. Μία από τις ενασχολήσεις που διαδόθηκαν ιδιαίτερα λόγω αυτού θεωρείται και το gaming, μια μορφή απόδρασης από τη βαρετή, πεζή πραγματικότητα της καθημερινότητας, που μάς περιβάλλει, στον εικονικό κόσμο των βιντεοπαιχνιδιών. Γι’ αυτό τον λόγο, συνήθως ακούμε άτομα να καταφέρονται εναντίον τους χαρακτηρίζοντας τα ως μια «αντιπαραγωγική» ασχολία, η οποία -εκτός από χρονοβόρα- αποδεικνύεται και ακριβό χόμπι για την τσέπη του μέσου καταναλωτή. Ίσως τα περισσότερα βιντεοπαιχνίδια, πράγματι, να μην προσφέρουν τίποτα άλλο παρά μόνο «άμυαλη» διασκέδαση, αλλά πάντα θα υπάρχουν εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα. Μία από αυτές τις εξαιρέσεις αποτελεί και η γνωστή σειρά βιντεοπαιχνιδιών Metal Gear Solid (MGS για συντομία).
Τα MGS είναι όντως πολύ παράξενα. Αριθμώντας τουλάχιστον 5 βασικά παιχνίδια και αμέτρητα spin-offs[1], καθιέρωσαν, πολύ πριν από τον ανταγωνισμό, το λεγόμενο stealth genre στη βιομηχανία, μια κατηγορία βιντεοπαιχνιδιών που σκοπός τους δεν ήταν η εξουδετέρωση του αντιπάλου με τη χρήση του διαθέσιμου οπλισμού, αλλά το ακριβώς αντίθετο: η προσπέλαση των αντιπάλων του επιπέδου χωρίς να σε αντιληφθούν και η αποφυγή θανατηφόρων μέσων, εξασφάλιζε στον παίκτη μεγαλύτερη βαθμολογία (rank) αλλά και επιπρόσθετα αντικείμενα μετά το πέρας της περιπέτειας. Μέχρι και ο ίδιος ο δημιουργός του Metal Gear, o εκκεντρικό Ιάπωνας Hideo Kojima, αναφέρεται σε αυτά ως “tactical espionage action games”, που το κρυφτό (hide and seek) και οι ευρηματικοί τρόποι διαφυγής ενθαρρύνονται έναντι της χρήσης βίας για τη λύση των stealth puzzles.
Ωστόσο, το MGS δεν φημίζεται μόνο για το μοναδικό gameplay, που προσφέρει στον παίκτη, αλλά και για την πολύπλοκη ιστορία του και την επίκαιρη όσο ποτέ θεματολογία του κατατάσσοντάς το ως την επιτομή της «πολιτικής φαντασίας» και σταθμό στην ποπ κουλτούρα. Μάλιστα, αποτέλεσε και αντικείμενο συνωμοσιολογίας, έως και προβλέψεων ενός δυσοίωνου μέλλοντος για την ανθρωπότητα. Με αφορμή, λοιπόν, τις πρόσφατες φήμες περί αναβίωσης του θρυλικού franchise με ένα πολυπόθητο remake του αρχικού Metal Gear Solid, καθώς και με τη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη, με τον πρωταγωνιστικό ρόλο να ανατίθεται στον Oscar Isaac [Sucker Punch (2011), Ex Machina (2015)], θα προβούμε σε μια σύντομη σύνοψη των πολιτικών, ψευδοϊστορικών και φιλοσοφικών θεμάτων της σειράς.
Ξεκινάμε από το αρχικό MGS του 1998, μια μεταψυχροπολεμική περιπέτεια, που κυκλοφόρησε λίγο μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, το 1991, με σαφείς επιρροές από τις macho action movies των 80s. Τα γεγονότα εκτυλίσσονται το 2005, με κύρια θεματολογία το κατά πόσο ο ψυχρός πόλεμος και ο εξοπλιστικός αγώνας μεταξύ των Η.Π.Α. και της ΕΣΣΔ είχε λήξει, το φόβητρο της πυρηνική απειλής, την άνοδο της διεθνούς τρομοκρατίας και των μισθοφορικών στρατευμάτων. Ο πρωταγωνιστής (Solid Snake) προσπαθεί να αποτρέψει την εξαπόλυση πυρηνικών κεφαλών από μια ομάδα τρομοκρατών που επιζητούν να δημιουργήσουν μια παγκόσμια οικονομία του πολέμου, που οι μισθοφόροι είναι ξανά περιζήτητοι από τα έθνη-κράτη. Πέρα από πάμπολλες αναφορές σε ταινίες δράσης, easter eggs, cheesy ατάκες και απανωτά plot twists, κάτω από τον μανδύα της διασκέδασης διακρίνονται θέματα, όπως η γενετική μηχανική, η βιοηθική, οι διεθνείς σχέσεις, η παγκόσμια ασφάλεια και το κατά πόσο το οικονομικό lobby ελέγχεται από μια μικρή ομάδα ονόματι “PATRIOTS”.
Το δεύτερο παιχνίδι της σειράς, με τον υπότιτλο Sons of Liberty (2001), θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το σύγχρονο εικονικό «1984», που αποτύπωσε ψηφιακά την ψηφιακή εποχή πριν την… ψηφιακή εποχή. Το κύριο θέμα του είναι το αν ο άνθρωπος τελικά έχει την ικανότητα να ασκεί ελεύθερη βούληση ή αν η ύπαρξη της ελεύθερης βούλησης είναι μια φενάκη, μια προσομοίωση της πραγματικότητας, ενώ, ακόμα, βρισκόμαστε φυλακισμένοι των μεγάλων δεδομένων και των προκαθορισμένων επιλογών μας. Θα μπορούσε κάποτε μια τεχνητή νοημοσύνη (AI) να έχει προβλέψει τι θα συμβεί και να μάς θεωρήσει ακατάλληλους να ασκούμε τη βούλησή μας; Οι ομοιότητες με την αλληγορία του σπηλαίου του Πλάτωνα είναι εμφανείς, ενώ κανονικοποίησε και την ιντερνετική κουλτούρα των memes, τόσο τα αστεία που διαδίδονται στο διαδίκτυο, όσο και την κυριολεκτική διάδοση αυτόνομων κομματιών πληροφορίας που μπορούν να επηρεάσουν τη συμπεριφορά μας ή ακόμη και να διασπείρουν τρόπους συμπεριφοράς. Η λογική σκέψη δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη από τους ανθρώπους, πόσο μάλλον η ελεύθερη βούληση και το κατά πόσο αυτή ασκείται από μας. Free will is not free.
Στο τρίτο μέρος της σειράς, ονόματι Snake Eater (2005), μάς προσφέρεται μια ψευδοϊστορική εναλλακτική πραγματικότητα, που ο Ψυχρός Πόλεμος έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, θέτοντας τα γεγονότα πριν τα δύο προηγούμενα παιχνίδια. Ο παίκτης καλείται να βιώσει μια αυθεντική “James Bond” εμπειρία, χωρίς όμως το παιχνίδι να μην κατακρίνει τη ματαιότητα του πολέμου και την ανάγκη ο κόσμος να αφήσει τα όπλα και να συμφιλιωθεί, εφόσον δεν επιθυμεί να έχει ένα αυτοκαταστροφικό, κανιβαλικό, άκρως «εκρηκτικό» τέλος. Το αντιπολεμικό μήνυμα του τρίτου μέρους συνεχίζεται και στο Guns of the Patriots (2008), που πλέον το δυστοπικό μέλλον, που προαναγγέλθηκε, γίνεται πραγματικότητα: η οικονομία του πολέμου αναπτύσσεται ραγδαία και παντού στον πλανήτη μαίνονται πόλεμοι από ιδιωτικές στρατιωτικές εταιρείες (Private Military Companies- PMCs), οι οποίες, με τη σειρά τους, ελέγχονται από το ίδιο το σύστημα και την ΑΙ που θεωρεί απαραίτητη τη διεξαγωγή τους, προκειμένου να υπάρξει μέλλον. Τα πάντα ελέγχονται από «νανομηχανές» και οι άνθρωποι δεν είναι παρά πιόνια ενός αλγόριθμού, που καθορίζει τις επόμενες κινήσεις τους. Ωστόσο, στο τέλος, η «μεγάλη επανεκκίνηση» (σάς θυμίζει κάτι;) συντελείται και τελικά ο κόσμος απαλλάσσεται από το υπάρχον τυραννικό σύστημα, έτσι ώστε να δομήσει ένα νέο, ένα που δεν θα ελέγχεται ούτε από ΑΙ, ούτε από σκιώδη κέντρα εξουσίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: όλες οι εικόνες είναι αναδημοσιευμένο concept art από τον προσωπικό λογαριασμό στο Twitter του σκηνοθέτη της επερχόμενης ταινίας, Jordan Vogt Roberts.
[1] Άλλα δύο παιχνίδια “Metal Gear” είχαν κυκλοφορήσει τη δεκαετία του ’80 για τις παιχνιδομηχανές της Nintendo, αλλά το προσωνύμιο “Solid” στον τίτλο σηματοδοτούσε το ελαφρύ reboot της σειράς και το πέρασμα από 2D σε πολυγωνικά 3D περιβάλλοντα στην κονσόλα PS1 της Sony.