Της Ελπίδας Καλαμαράκη,
Τα ξημερώματα 15ης Αυγούστου του 2020, Ημέρα Ανεξαρτησίας της Ινδίας, η αστυνομία της Ινδίας εισέβαλε στο σπίτι του Hira Bajania, ενώ κοιμόταν, και τον έσυρε στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα, κατηγορώντας τον, μαζί με άλλα 11 άτομα, για κλοπή κινητών. Σύμφωνα με μαρτυρίες, κατά τη διάρκεια της ανάκρισης οι 12 άνδρες χτυπήθηκαν, απογυμνώθηκαν και υπέστησαν βασανιστήρια, ακόμη και σεξουαλική κακοποίηση, προκειμένου να ομολογήσουν. Παρά τη βάναυση αυτή περιπέτεια, όλοι τους συνέχισαν να αρνούνται δια ροπάλου τις κατηγορίες. Ο Hira Bajania, δεν άντεξε το ξυλοδαρμό και, όταν επέστρεψε στο κρατητήριο, κατέρρευσε. Στην αρχή, η αστυνομία τον αγνόησε, θεωρώντας ότι προσποιείται. Μετά από τις έντονες παρακλήσεις των κρατουμένων, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου κηρύχτηκε επίσημα νεκρός.
Στις 19 Ιουνίου του ίδιου έτους, η αστυνομία συνέλαβε τον Ponraj Jeyaraj και τον γιο του Bennicks, επειδή το οικογενειακό κατάστημά τους με αξεσουάρ κινητών παρέμενε ανοιχτό και μετά την ισχύουσα βραδινή απαγόρευση κυκλοφορίας, μέτρο που είχε ληφθεί με στόχο τον περιορισμό της εξάπλωσης της πανδημίας του κορωνοϊού. Οι δύο πολίτες μεταφέρθηκαν σε δικαστική κράτηση και 3 μέρες αργότερα, ανακοινώθηκαν οι θάνατοί τους με διαφορά λίγων ωρών.
Τρία χρόνια νωρίτερα, το Σεπτέμβριο του 2017, ένα 7χρονο παιδί βρέθηκε νεκρό στις τουαλέτες του σχολείου του. Ο οδηγός του σχολικού, Ashok Kumar βοήθησε να μεταφερθεί η σωρός στο ασθενοφόρο. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισής του, ο Kumar ομολόγησε ότι δολοφόνησε το παιδί εν βρασμώ ψυχής. Στο δικαστήριο την υπόθεση ανέλαβε το Κεντρικό Γραφείο Ερευνών (Central Bureau of Investigation-CBI), το οποίο υπέδειξε στο δικαστή ότι σύμφωνα με τα στοιχεία, δεν υπήρχε καμία ένδειξη εναντίον του Kumar. Λίγους μήνες αργότερα, ο ίδιος διηγήθηκε τα βασανιστήρια και το ξυλοδαρμό που υπέστη, τονίζοντας ότι τον είχαν δέσει ανάποδα. «Πίστευα ότι αν δεν ομολογούσα θα με σκότωναν», δήλωσε. Ενάμιση χρόνο αργότερα, το Φεβρουάριο του 2018 αθωώθηκε.
Οι παραπάνω ιστορίες αποτελούν ορισμένα μονάχα παραδείγματα της αστυνομικής βίας που επικρατεί στην Ινδία. Σύμφωνα με στοιχεία που συλλέχθηκαν από την Εθνική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μόνο το 2019, 1.723 άνθρωποι πέθαναν υπό κράτηση. Το 76% των θανάτων οφειλόταν σε βασανιστήρια, ενώ το 19% έγινε κάτω από ύποπτες συνθήκες, τις οποίες η αστυνομία μετέφρασε και κατέγραψε ως αυτοκτονία ή ξαφνική ασθένεια. Μεταξύ των θυμάτων υπήρχαν 5 παιδιά και 4 γυναίκες.
Η έκθεση της Εθνικής Επιτροπής Κατά των Βασανιστηρίων (National Campaign Against Torture-NCAT) αναφέρει ορισμένα από τα θανατηφόρα βασανιστήρια που κατά καιρούς έχουν χρησιμοποιήσει οι αστυνομικές αρχές. Τα πιο βάρβαρα είναι ο ξυλοδαρμός με μπαστούνι, η σφυρηλάτηση καρφιών στο σώμα και η επάλειψη ορισμένων απόκρυφων σημείων του σώματος με τσίλι.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την έκθεση της NCAT, το 60% των ατόμων που πέθαναν υπό κράτηση της αστυνομίας το 2019, προερχόταν από φτωχές ή περιθωριοποιημένες κοινότητες, όπως μουσουλμάνους, dalits. Αυτό φανερώνουν και τα άνωθεν παραδείγματα, καθώς όλα τα προαναφερθέντα θύματα κατοικούσαν είτε σε παραγκουπόλεις, είτε σε πολύ φτωχές γειτονιές της Ινδίας. Ο δικηγόρος I. Pandiyan δηλώνει: «Οι φτωχοί είναι εύκολοι στόχοι. Για την αστυνομία, τα βασανιστήρια ή ο θάνατος των φτωχών δεν έχει καμία συνέπεια». Πράγματι, η συγκάλυψη των δολοφονιών και η απόσυρση των κατηγοριών είναι πολύ ευκολότερη όταν τα θύματα δεν διαθέτουν την οικονομική ευχέρεια, ώστε να αγωνιστούν για την υπεράσπισή τους.
Η ρίζα του προβλήματος έγκειται στην ινδική νομοθεσία, η οποία πολλάκις συγχωρεί -ή ακόμη και ενθαρρύνει- την αστυνομική βία. Παραδείγματος χάριν, σε ορισμένες πολιτείες, τα εγχειρίδια της αστυνομίας επιτρέπουν σε αξιωματικούς να ασκούν βία χρησιμοποιώντας ξύλινα μπαστούνια (αντίστοιχα των γκλοπ), για τον έλεγχο του πλήθους. Στη συνέχεια, οι αξιωματικοί οφείλουν να συντάξουν μια έκθεση σχετικά με τον τρόπο και το λόγο άσκησης της βίας, ενώ σε περίπτωση δημοσίων παραπόνων, η ίδια η αστυνομία οφείλει να ερευνήσει το προσωπικό της. Επιπλέον, οι αντιτρομοκρατικοί νόμοι ή οι ειδικοί νόμοι που ισχύουν σε περιοχές πληττόμενες από συγκρούσεις, επιτρέπουν τη χρήση βίας από την αστυνομία για την απόκτηση πληροφοριών ή τη διατήρηση της τάξης. Τέλος, καταλυτικό παράγοντα αποτελεί το γεγονός ότι η Ινδία είναι μία από τις πέντε μονάχα χώρες που δεν έχουν επικυρώσει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά των βασανιστηρίων (Nations Convention against Torture-UNCAT).
Συνοψίζοντας, η ευνοϊκή μεταχείριση της αστυνομίας από την κυβέρνηση και τους νόμους είναι ευδιάκριτη. Στοιχεία από το Εθνικό Γραφείο Αρχείων Εγκλήματος της Ινδίας (National Crime Records Bureau-NCRB) φανερώνουν ότι ενώ έχουν καταγραφεί πάνω από 860 περιπτώσεις δολοφονίας φυλακισμένων από το 2011, κανένας αστυνομικός δεν έχει καταδικαστεί. Επιπλέον, τα τελευταία πέντε χρόνια, μόνο 3 αξιωματικοί έχουν υποστεί ποινές και κυρώσεις για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των κρατουμένων (χρήση βασανιστηρίων, εκβιασμοί, παράνομες κρατήσεις), ενώ οι καταχωρημένες υποθέσεις πλησιάζουν τις 500. Είναι λοιπόν αδήριτη ανάγκη, να θεσπιστούν περισσότεροι έλεγχοι και περιορισμοί στις ινδικές αστυνομικές αρχές, προκειμένου να μειωθεί ο φόβος και η αγωνία των πολιτών και να επανέλθει η τάξη και η δικαιοσύνη στη χώρα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Indian police use violence as a shortcut to justice. It’s the poorest who bear the scars, CNN, διαθέσιμο εδώ
- Hundreds of Police Killings in India, but No Mass Protests, The New York Times, διαθέσιμο εδώ
-
Why Can’t India End Police Brutality?, The Diplomat, διαθέσιμο εδώ