Της Μαρίας Μαλανδράκη
Τα τελευταία χρόνια στο πεδίο λόγου της κοινωνικής πραγματικότητας γενικότερα και της δημοσιογραφίας ειδικότερα, έχει αρχίσει να χρησιμοποιείται πιο συστηματικά ο όρος γυναικοκτονία, όταν αναφερόμαστε σε δολοφονίες που διαπράττονται σε βάρος γυναικών. Ο συγκεκριμένος όρος έχει προκαλέσει ένα ευρύ φάσμα αντιδράσεων, καθώς άλλοι τον αντιμετωπίζουν σαν μια φεμινιστική υπερβολή με στόχο την θυματοποίηση των γυναικών στο πλαίσιο της κοινωνικής ζωής, ενώ άλλοι σαν έναν πλεονασμό που δεν θα έπρεπε να γίνει δεκτός από το σύστημα απονομής δικαιοσύνης, αφού ο όρος ανθρωποκτονία είναι αρκετός για να χαρακτηρίσει τέτοια περιστατικά. Τί είναι όμως η γυναικοκτονία; Ποιες είναι οι διαφορές της με τον όρο ανθρωποκτονία; Και γιατί είναι αναγκαία η θεσμοποίησή του;
Τον όρο γυναικοκτονία (femicide) εισήγαγε για πρώτη φορά το 1976 η Diana E. Russell (κοινωνική επιστήμονας με βασικά ενδιαφέροντα την κοινωνιολογία και την εγκληματολογία), θέλοντας να ορίσει τις δολοφονίες που διαπράττονται σε βάρος γυναικών από άνδρες, των οποίων η δράση βασίζεται στο μίσος, την περιφρόνηση, την ευχαρίστηση ή η ιδέα πως έχουν μια μορφή ιδιοκτησίας πάνω στο γυναικείο σώμα. Στις μέρες μας, ο όρος έχει γίνει πιο συγκεκριμένος και σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας «γυναικοκτονία είναι η ανθρωποκτονία από πρόθεση γυναικών επειδή είναι γυναίκες. Η γυναικοκτονία συνήθως διαπράττεται από άντρες, αλλά κάποιες φορές συνεργούν και γυναίκες, συνήθως μέλη της ίδιας οικογένειας. Στις περισσότερες περιπτώσεις, γυναικοκτονία διαπράττει σύντροφος ή πρώην σύντροφος που συνήθως είχε και μακρόχρονη κακοποιητική συμπεριφορά, απειλούσε, κακοποιούσε ή/και εκφόβιζε τη γυναίκα, η οποία πολύ συχνά βρίσκεται σε θέση φυσικής ή/και οικονομικής αδυναμίας σε σχέση με αυτόν».
Αναλυτικότερα, είναι έκδηλο με βάση τα παραπάνω πως η γυναικοκτονία δεν αποτελεί το αντώνυμο της ανδροκτονίας ή της ανθρωποκτονίας, αλλά μέσα από τον όρο γίνονται φανερά τα κίνητρα του δράστη ο οποίος ενεργεί στη βάση μιας ηθικής πατριαρχικού χαρακτήρα κατά την οποία το γυναικείο σώμα πρέπει να ελεγχθεί και να πειθαρχήσει σε ένα ορισμένο αξιακό σύστημα. Στο πλαίσιο αυτού το συστήματος, η τιμή και η αξιοπρέπεια του δράστη φαίνεται να καθορίζονται μέσα από τον τρόπο που η εκάστοτε γυναίκα διαχειρίζεται το σώμα της, όσον αφορά τα ενδυματολογικά του χαρακτηριστικά ή και την ίδια την ύπαρξή του στον κοινωνικό χώρο, για αυτό άλλωστε, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων οι γυναικοκτονίες αφορούν θύματα χρόνιας ενδοοικογενειακής βίας και οι δράστες είναι οικεία οικογενειακά πρόσωπα του θύματος (π.χ. πρώην/νυν σύντροφοι, πατέρες, αδέρφια κ.α.). Με άλλα λόγια, ενώ ο όρος ανθρωποκτονία αναδεικνύει την καταδικαστέα πράξη ακραίας βίας με αποτέλεσμα τον θάνατο, η γυναικοκτονία προχωρά ένα βήμα παραπέρα, κάνοντας φανερές τις βαθύτερες αντιλήψεις/ αξίες του δράστη, οι οποίες τον ωθούν σε μια τέτοια πράξη.
Η γυναικοκτονία, λοιπόν, σχετίζεται με την έμφυλη και την ενδοοικογενειακή βία και ως εκ τούτου δεν αποτελεί ένα νεο-εμφανισθέν φαινόμενο. Αποτελεί ένα φαινόμενο βίας που κάποτε ο έμφυλος/σεξιστικός χαρακτήρας του επισκιάζονταν μέσα από τον χαρακτηρισμό του ως έγκλημα τιμής, ενώ πολύ συχνά στις μέρες μας οι περιπτώσεις γυναικοκτονίας χαρακτηρίζονται ως εγκλήματα πάθους. Αξίζει να σημειώσουμε πως αυτή ακριβώς η επισκίαση της έμφυλης/πατριαρχικής ταυτότητας των εγκλημάτων που ορίζονται ως γυναικοκτονίες, είναι εκείνη που καθιστά αναγκαία την νομική αναγνώριση του όρου (η οποία σε κάποιες χώρες όπως η Χιλή, η Κόστα Ρίκα, το Ελ Σαλβαδόρ, η Γουατεμάλα και το Μεξικό έχει κατοχυρωθεί), προκειμένου το αξιακό σύστημα του δράστη να καταδικάζεται εξίσου με την πράξη του, κάτι που μέχρι στιγμής φαίνεται να μην συμβαίνει.
Τα παραδείγματα είναι πολλά, με πιο πρόσφατα την αποτρόπαια δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη, αλλά και την δολοφονία της 44χρονης από τον σύζυγό της στην Μάνη, όπου μπορεί κανείς να παρατηρήσει τον τρόπο με τον οποίο η έμφυλη διάσταση βίας των περιστατικών αποκρύπτεται στο πλαίσιο του ειδησεογραφικού λόγου. Από την μία μεριά, όσον αφορά την περίπτωση της Τοπαλούδη, τα ΜΜΕ έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στο ήθος και την σεμνότητα της κοπέλας στην κοινωνική και την προσωπική της ζωή, ενώ στην περίπτωση της 44χρονης δόθηκε έμφαση στην παθολογική ζήλια που «τύφλωσε» τον σύζυγό της, την στιγμή της δράσης του (δίνοντας λιγότερη σημασία στην συστηματική σωματική και λεκτική βία που είχε υποστεί η γυναίκα για αρκετά χρόνια, πριν την δολοφονία της). Όμως, τόσο η Ελένη Τοπαλούδη δεν ήταν μια «άτυχη κοπέλα» (όπως εμμονικά τη χαρακτήριζαν τα ΜΜΕ), ούτε η 44χρονη ήταν θύμα ζήλιας μια «άτυχης στιγμής», αλλά δολοφονήθηκαν από ανθρώπους που εκλάμβαναν τα σώματα αυτών των γυναικών ως αντικείμενα εκτόνωσης κάθε βίαιης εσωτερικής τους ορμής.
Συμπερασματικά φαίνεται πως ο όρος γυναικοκτονία, ως νεολογισμός πηγάζει από την ανάγκη ανάδειξης ενός αξιακού συστήματος, το οποίο δεν εγκατέλειψε ποτέ -στο βαθμό που πολλοί πιστεύουν- τις δυτικές κοινωνίες, και το οποίο είναι υπεύθυνο για περιστατικά έμφυλης βίας που κορυφώνονται με δολοφονίες. Ο συγκεκριμένος όρος δεν έρχεται, λοιπόν, να διαφοροποιήσει τις γυναίκες από το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο και να τις αντιμετωπίσει ξεχωριστά σε βάρος των ανδρών. Βασικός στόχος είναι να καταδικαστεί ένα αξιακό σύστημα παρωχημένο, αντι-ανθρωπιστικό και βίαιο, που αντιμετωπίζει τα θηλυκά σώματα ως άξια ελέγχου και περιορισμού. Σε αυτό το πλαίσιο το σύστημα απονομής δικαιοσύνης οφείλει να ακούσει τον «παλμό» των συνεχώς μεταβαλλόμενων κοινωνιών και να ενεργήσει ανάλογα, εκφράζοντας το κλίμα και την ηθική της εποχής μας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Understanding and addressing violence against women, WHO, διαθέσιμο εδώ
- Definition of femicide, EIGE, διαθέσιμο εδώ
- Γυναικοκτονία | Η πιο ακραία μορφή έμφυλης και σεξιστικής βίας, Κέντρο Διοτίμα, διαθέσιμο εδώ