Της Θένιας Λαμπρινουδάκη,
Η παράνομη διακίνηση μεταναστών αποτελεί ένα από τα πιο συνήθη εγκλήματα που μαστίζουν την κοινωνία τόσο σε εθνικό, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το έγκλημα αυτό που στην πράξη αντιμετωπίζεται με αρκετά αυστηρές ποινές και ρυθμίζεται από τον ειδικό ποινικό νόμο 4251/2014, ο οποίος μάλιστα εκτός από τις διάφορες μορφές που μπορεί να λάβει, αναλύει και τις ευνοϊκότερες και βαρύτερες περιπτώσεις του. Η θέσπιση ενός τέτοιου νόμου, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, στοχεύει στην προστασία του έννομου αγαθού της πολιτειακής εξουσίας, το οποίο ορίζεται ως η δυνατότητα του κάθε κράτους να λαμβάνει αποφάσεις εισαγωγής αλλοδαπών στην επικράτειά του με συγκεκριμένους κανόνες που θεσπίζει το ίδιο, καθώς διαθέτει το αναγνωρισμένο δικαίωμα και συγχρόνως υποχρέωση να ελέγχει τα σύνορά του.
Η διακίνηση μεταναστών παρανόμως αποτελεί τη συχνότερη στην πράξη μορφή προσβολής αυτού του έννομου αγαθού και ρυθμίζεται από το άρθρο 30 του προαναφερθέντος νόμου, ενώ μπορεί να λάβει τις εξής μορφές: α) μεταφορά από το εξωτερικό, β) παραλαβή από σημεία εισόδου, γ) διευκόλυνση μεταφοράς και δ) εξασφάλιση καταλύματος. Η πρώτη μορφή αφορά την παραλαβή μεταναστών εκτός των συνόρων της χώρας και την προσπάθεια αποφυγής των συνοριακών ελέγχων. Ο δράστης στην περίπτωση αυτή αναλαμβάνει να εισάγει τους λαθρομετανάστες εντός της ελληνικής επικράτειας, παρακάμπτοντας τον έλεγχο στα σημεία εισόδου. Στο σημείο αυτό εντοπίζεται και η διαφορά με τη δεύτερη κατά σειρά μορφή του εγκλήματος, όπου ο δράστης παραλαμβάνει τους μετανάστες οι οποίοι βρίσκονται ήδη εντός των συνόρων από κάποια σημεία εισόδου (π.χ. Έβρος), με σκοπό να τους προωθήσει στο εσωτερικό της χώρας. Η τρίτη μορφή της διευκόλυνσης μεταφοράς των παρανόμως εισρεόντων αλλοδαπών προϋποθέτει την παροχή μεταφορικού μέσου από τον δράστη, ώστε να μπορέσουν να προχωρήσουν και να μετακινηθούν εντός της χώρας. Τέλος, η διακίνηση μπορεί να λάβει και τη μορφή της εξασφάλισης καταλύματος, η οποία λαμβάνει χώρα όταν μεταξύ του διακινητή και του μετανάστη έχει γίνει εκ των προτέρων συμφωνία πως ο πρώτος θα υποχρεωθεί να παράσχει κατάλυμα στον δεύτερο.
Αξίζει να σημειωθεί πως, για να περατωθεί το έγκλημα της παράνομης διακίνησης, πρέπει το πρόσωπο το οποίο διευκολύνεται να εισέλθει στη χώρα να μη διαθέτει τα νόμιμα δικαιολογητικά έγγραφα, έτσι ώστε η είσοδός του να καθίσταται παράνομη. Η παρανομία σύμφωνα με ρητή πρόβλεψη του νομοθετήματος αίρεται στις περιπτώσεις που τα μεταφερόμενα πρόσωπα είναι: 1) πολίτες της ΕΕ καθώς η μεταφορά ανάμεσα στα κράτη μέλη δεν απαιτεί κάποιο ειδικό έγγραφο, 2) διπλωμάτες, 3) διαθέτουν άδεια παραμονής στη χώρα, 4) δικαιούνται άσυλο ή αποτελούν δικαιούχους διεθνούς προστασίας. Οι περιπτώσεις, λοιπόν, κατά τις οποίες τα πρόσωπα που εισέρχονται έχουν κάποια από αυτές τις ιδιότητες δεν εμπίπτουν στο συγκεκριμένο έγκλημα. Η δράση διακίνησης ωστόσο τιμωρείται με αυστηρότερη ποινή, όταν ο δράστης τελεί το έγκλημα κατ’ επάγγελμα, έχοντας ως στόχο την προσκόμιση εισοδήματος, όταν πρόκειται για δράστη που εργάζεται ως δημόσιος υπάλληλος και όταν το έγκλημα τελείται εκ κερδοσκοπίας, όπου επιχειρείται χρηματικό όφελος ανεξάρτητα αν εν τέλει επετεύχθη ή όχι. Σημείο αναφοράς για την ποινή που επιβάλλεται αποτελεί και το ενδεχόμενο κινδύνου ή η πρόκληση βλάβης και θανάτου σε κάποιο από τα μεταφερόμενα πρόσωπα.
Ο νόμος 4251/2014 προβλέπει εξαιρετικά αυστηρές ποινές, τόσο για τις απλές μορφές, όσο και για τις διακεκριμένες (βαρύτερες). Το γεγονός αυτό προκάλεσε επανειλημμένες φορές την αντίδραση πολλών θεωρητικών του ποινικού δικαίου, οι οποίοι έκριναν υπερβολικό το επιβαλλόμενο πλαίσιο ποινής το οποίο στις βαρύτερες μορφές έφτανε μέχρι και την ισόβια κάθειρξη για κάθε πρόσωπο που μεταφερόταν. Η πρώτη προσπάθεια ελάφρυνσης των ποινών έγινε με την αναθεώρηση του ποινικού κώδικα το 2019, ότε και μειώθηκαν οι προβλεπόμενες ποινές, αλλά και καταργήθηκαν κάποιες μορφές τέλεσης του εγκλήματος. Ήδη η Ελλάδα σε πρόσφατες ανακοινώσεις, αποφάσισε τη λήψη αυστηρότερων μέτρων επίβλεψης σε μια προσπάθεια περιορισμού της συχνότητας της παράνομης αυτής δράσης. Πιο συγκεκριμένα, ο αναπληρωτής υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, Γιώργος Κουμουτσάκος, στο Άτυπο Συμβούλιο Υπουργών Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων κατέθεσε τις ελληνικές προτάσεις για την εξάλειψη του εγκλήματος οι οποίες προβλέπουν την ισχυροποίηση της συνεργασίας δράσεων όπως Europol, FRONTEX, Interpol και EASΟ για ανταλλαγή πληροφοριών, ενώ τονίστηκε και η ανάγκη αντιμετώπισης της διακίνησης πλαστών εγγράφων στα πλαίσια του εγκλήματος.
Εκτός από τη λήψη μέτρων σε εθνικό επίπεδο, καθίσταται αναγκαία και η προληπτική εφαρμογή κανόνων στην Ευρώπη, η οποία ήδη από το 2018 προβαίνει στην ενίσχυση επικοινωνίας των αρμόδιων υπηρεσιών σε ενωσιακό επίπεδο, στη μέγιστη δυνατή χρήση των εργαλείων που διαθέτει (πολιτική EMPACT) και στην αξιοποίηση περιουσιακών στοιχείων που διαθέτει εκτός της ΕΕ, προκειμένου να συμβάλει στην αντιμετώπιση του προβλήματος.
Συνοψίζοντας, καθίσταται σαφές πως το έγκλημα της παράνομης διακίνησης μεταναστών απαντάται πολύ συχνά στην πράξη θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή των μεταφερόμενων και προσβάλλοντας την ασφάλεια και την τάξη του κράτους. Πρόκειται για ένα εύκολο μέσο προσκόμισης χρημάτων που δελεάζει συχνά αλλοδαπούς και μη που βρίσκονται σε δεινή οικονομική κατάσταση και εμπλέκονται σε συστήματα και δίκτυα διακίνησης αναζητώντας χρηματικά οφέλη. Ανεξάρτητα από τις μορφές που μπορεί να λάβει αντιμετωπίζεται με αρκετά αυστηρές ποινές από τον Έλληνα νομοθέτη αποδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο τη σημασία που έχει για εκείνον η προστασία του εσωτερικού της χώρας και της πολιτειακής εξουσίας που αυτή διαθέτει.
Πηγές
- https://www.lawspot.gr/nomika-nea/paranomi-diakinisi-metanaston-efarmogi-tis-eymenesteris-diataxis-toy-neoy-poinikoy-kodika
- https://www.consilium.europa.eu/el/press/press-releases/2018/12/06/migrant-smuggling-council-approves-a-set-of-measures-to-fight-smuggling-networks/#
- https://www.iefimerida.gr/politiki/elliniki-protoboylia-katapolemisi-diakinisis-metanaston
- Νόμος 4251/2014
- Λάμπρος Μαργαρίτης, Χρήστος Σατλάνης, «Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι», 2015, Σελ. 7-21